Ο ΠΟΛΩΝΟΣ πρώην υπουργός Εξωτερικών, κορυφαίος ιστορικός για τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ευρωβουλευτής και σύμβουλος του συνδικάτου Αλληλεγγύη τη δεκαετία του '80, αναλύει ποιοι καλλιεργούν τον αντιευρωπαϊσμό στην Πολωνία και γιατί.
Ο ΠΟΛΩΝΟΣ πρώην υπουργός Εξωτερικών, κορυφαίος ιστορικός για τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ευρωβουλευτής και σύμβουλος του συνδικάτου Αλληλεγγύη τη δεκαετία του '80, αναλύει ποιοι καλλιεργούν τον αντιευρωπαϊσμό στην Πολωνία και γιατί.
Μεγαλωμένος στο περίφημο και απάνθρωπο γκέτο της Βαρσοβίας, ο καθηγητής Μπρονισλάου Γκέρεμεκ είναι μία γοητευτική προσωπικότητα, που εντυπωσιάζει με την ευρυμάθεια, την ηρεμία και τις ακλόνητες δημοκρατικές αρχές του. Από την εποχή που πρωτογνωριστήκαμε, στις αρχές της δεκαετίας του '80, κάθε φορά η συνομιλία με τον Μπ. Γκέρεμεκ είναι πραγματική πνευματική πανδαισία.
Έτσι, με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του στα γαλλικά, με τίτλο «Οραματισμοί για την Ευρώπη», καθώς και τις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές στην Πολωνία, είχαμε την ακόλουθη συνομιλία με αυτόν το σημαντικό ιστορικό.
Μπορεί, η Πολωνία των τελευταίων υπερεθνικιστικών εξάρσεων και της ακραίας ρητορικής να προχωρήσει στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.); Δεν κατηγορείται ήδη για εμπαθή αντιευρωπαϊσμό;
«Η τελευταία πολωνική κυβέρνηση, η οποία ήδη αποτελεί παρελθόν μετά τις τελευταίες εκλογές, χρησιμοποίησε τον εθνικισμό για να εξυπηρετήσει εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες. Ωστόσο, με μεγάλη μου ικανοποίηση διαπιστώνω ότι η λαϊκιστική προπαγάνδα δεν αποπροσανατόλισε τους Πολωνούς και δεν τους απομάκρυνε από την Ευρώπη. Τόσο από την έρευνα του Ευρωβαρομέτρου, όσο και από το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα, προκύπτει ότι οι Πολωνοί παραμένουν δεμένοι με την ευρωπαϊκή ιδέα και τις ευρωπαϊκές προοπτικές. Αυτό δε παρά το γεγονός ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι υπεδέχθησαν ψυχρά τη χώρα μου στους κόλπους τους. Οι περίφημες -βλακώδεις- θεωρίες περί του «Πολωνού υδραυλικού» μόνον πικρία και ερωτηματικά προκάλεσαν στον πολωνικό λαό. Κατέληξαν δε στο γαλλικό «όχι» στο Ευρωσύνταγμα, το οποίο ζυγίζει βαριά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, η Ευρώπη έκανε ένα μεγάλο στρατηγικό λάθος απέναντι στην Πολωνία, διότι επέτρεψε στις ΗΠΑ να ενεργήσουν γρήγορα και να εντάξουν την Πολωνία στο ΝΑΤΟ το 1999».
Αυτό το στρατηγικό λάθος εξηγεί την αμερικανοφιλία της Πολωνίας και άλλων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης;
«Ασφαλώς. Οι χώρες αυτές, και η Πολωνία ίσως περισσότερο, έχουν ανάγκη από ασφάλεια. Η Πολωνία γνωρίζει από την ιστορία της τι συνέβαινε κάθε φορά που ήταν απομονωμένη. Σήμερα λοιπόν οφείλω να αναγνωρίσω ότι, σε θέματα ασφάλειας, οι Πολωνοί δεν εμπιστεύονται την Ευρώπη. Εξάλλου, ούτε η Ε.Ε. έχει κοινή αμυντική πολιτική. Δεν είναι, κατά συνέπεια, δικαιολογημένες, χώρες που έχουν υποστεί ρωσικές και γερμανικές εισβολές, να διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι σε μία Ευρώπη που αδυνατεί να βρει κοινούς δρόμους στις εξωτερικές σχέσεις της και στην άμυνά της;»
Μήπως η Πολωνία ενοχλείται από τις προνομιακές σχέσεις που ορισμένες χώρες μέλη της Ε.Ε. διατηρούν με τη Ρωσία; Εννοώ κατά κύριο λόγο τη Γερμανία.
«Είναι βέβαιον ότι η Πολωνία δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στις προνομιακές αυτές σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στη συμφιλίωση της Πολωνίας με τη Ρωσία, πιστεύω εντούτοις ότι η νεο-αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της Ρωσίας συνιστούν κίνδυνο, όχι μόνον για την Πολωνία αλλά και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι οι γερμανο-ρωσικές σχέσεις, ιδιαιτέρως στον ενεργειακό τομέα, κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη προκαλούν. Ο ρωσικός σχεδιασμός για την κατασκευή ενός αγωγού από τη Βαλτική ο οποίος θα παρακάμπτει την Πολωνία και τη Λιθουανία, δεν συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Οι δύο χώρες τις οποίες η Ρωσία θέλει να παρακάμψει είναι μέλη της Ε.Ε. και ούτε καν ενημερώθηκαν για τις γερμανο-ρωσικές διαπραγματεύσεις. Είναι αυτό δείγμα κοινοτικής αλληλεγγύης;»
Πέρα από το γεγονός αυτό, είναι σαφές ότι στην Πολωνία επικρατεί αντιγερμανικό κλίμα. Πιστεύετε ότι μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; Δεν είναι απαραίτητη η επεξεργασία μιας ευρωπαϊκής συλλογικής μνήμης;
«Στο βιβλίο μου ''Οραματισμοί για την Ευρώπη'', έγραψα -και πάντα υποστηρίζω, παρά την προσωπική μου εμπειρία του γκέτο της Βαρσοβίας- ότι η συμφιλίωση Πολωνίας και Γερμανίας είναι για την Ευρώπη τόσο σημαντική όσο και η γαλλο-γερμανική φιλία. Γι' αυτό και ασκώ οξεία κριτική στη αντιγερμανική ρητορεία και στη δημιουργία αντιγερμανικού κλίματος στην Πολωνία. Ωστόσο, εξανίσταμαι όταν βλέπω οργανώσεις απελαθέντων Γερμανών να εμφανίζονται ως θύματα. Οι στρατιές του Χίτλερ ήταν αυτές που εισέβαλαν στην Πολωνία το 1939. Στο τέλος του Πολέμου, η Πολωνία έχασε το ένα τρίτο του ανατολικού κομματιού της. Η απέλαση των γερμανικών πληθυσμών ήταν αποτέλεσμα αποφάσεων των Συμμάχων. Διαμαρτύρομαι συνεπώς όταν βλέπω Γερμανούς να κατηγορούν τους Πολωνούς ως δημίους. Μην τρελαθούμε. Είναι πρωτοφανές, οι πραγματικοί δήμιοι να εμφανίζονται ως θύματα. Με ικανοποιεί όμως η στάση της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία δεν εγκρίνει παρόμοιες συμπεριφορές».
Αν λάβουμε υπ' όψιν το γερμανο-πολωνικό παράδειγμα, πιστεύετε ότι είναι δυνατή η δημιουργία ευρωπαϊκής συλλογικής μνήμης;
«Θεωρώ ότι η κριτική εργασία γύρω από την Ιστορία προηγείται της ευρωπαϊκής συλλογικής μνήμης. Δεν είμαι ευτυχής όταν βλέπω σε διάφορες χώρες, όπως η δική μου, η Βουλή να εξαγγέλλει και να οριοθετεί την ιστορική αλήθεια και το κράτος να έρχεται να συμπληρώνει το περιεχόμενό της. Για τα ευρωπαϊκά γεγονότα του 20ού αιώνα, ο ιστορικός, ευρισκόμενος μπροστά στη διαφορετικότητα της κάθε εθνικής μνήμης, θα πρέπει επίσης να λάβει υπ' όψιν του και το ρήγμα που χώρισε την Ανατολή από τη Δύση. Κάποιοι αγνοούν -ή προσποιούνται ότι αγνοούν- την Ιστορία. Λόγου χάρη, δεν γνωρίζουν ότι το 1939, δεκαπέντε ημέρες μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία έμπαινε και ο σοβιετικός στρατός. Συνεπώς, η εξαφάνιση της Πολωνίας ήταν το αποτέλεσμα της δράσης δύο μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες επεφύλαξαν την ίδια τύχη και στις Δημοκρατίες της Βαλτικής. Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, η ιστορική μας εμπειρία και μνήμη διαφέρουν από τις αντίστοιχες της Δυτικής Ευρώπης. Επίσης, η Πολωνία θυμάται ότι, μετά το τέλος του Πολέμου και παρά τις μάχες που έδωσε στο πλευρό των Συμμάχων κατά των Ναζί, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της, ωσάν να ήταν μία ηττημένη χώρα. Και της επεβλήθη ένα συγκεκριμένο πολιτικό καθεστώς, από το οποίο η χώρα απηλλάγη πριν από λίγα χρόνια και έπειτα από σκληρούς αγώνες. Όλα αυτά δεν διαγράφονται από την ιστορική μνήμη με διατάγματα. Είναι αδιανόητο να οικοδομηθεί η Ευρώπη ερήμην του πλούτου της ιστορικής μνήμης των εθνών της. Αλλά, βεβαίως, ούτε είναι δυνατόν να οικοδομηθεί πάνω στην ιστορική παραπληροφόρηση και την απάτη».
Κατά τη γνώμη σας, η άγνοια των πολιτών σχετικά με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι δεν αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα στην πορεία της Ε.Ε.;
«Θα έλεγα ότι πρόκειται για σοβαρότατο μειονέκτημα. Αν Γάλλοι και Ολλανδοί είπαν όχι στο Ευρωσύνταγμα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν καλούνται να συμμετέχουν ενεργά σε μία γόνιμη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Δεν θα υπάρξει ποτέ ευρωπαϊκή ταυτότητα, αν δεν εκπονηθεί ένα πολιτικό ευρωπαϊκό σχέδιο το οποίο να συνιστά και απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και στις προκλήσεις της. Επίσης, η Ευρώπη δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να παραμελήσει το κοινωνικό της πρόσωπο. Η κοινωνική της ευαισθησία είναι αυτή που τη διαφοροποιεί από τις ΗΠΑ, καθώς και από άλλες χώρες οι οποίες φιλοδοξούν να διαδραματίσουν πρώτους ρόλους στον πλανήτη μας».
Μετά τις τελευταίες εκλογές, μπορούμε να πούμε ότι ένα κακό όνειρο πήρε τέλος για την Πολωνία;
«Η Πολωνία έζησε μία εμπειρία από την οποίαν άντλησε τα απαραίτητα διδάγματα. Θέλω να πιστεύω δε ότι, στην συνέχεια, θα τα αξιοποιήσει προς όφελός της. Τα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν, πολλά άλλαξαν στη χώρα και αυτό το διαπιστώνει κανείς στη εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών. Πιστεύω λοιπόν ότι ανοίγει ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο για την Πολωνία μέλος της Ε.Ε. και χώρας - κλειδί στην Κεντρική Ευρώπη. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας θα συνοδευθούν και από περαιτέρω διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές, χωρίς οι τελευταίες να προκαλέσουν κοινωνικές πιέσεις και ανισότητες».
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ