Η χθεσινή πρωτοβουλία της κυβέρνησης να δημοσιοποιήσει τον απολογισμό των πρώτων επτά μηνών, έρχεται σε μία στιγμή που αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα του μοντέλου του επιτελικού κράτους από την αξιωματική αντιπολίτευση και παράλληλα σε μία φάση που φουντώνουν οι φήμες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να δώσει στη δημοσιότητα τις επόμενες ημέρες τη «Μαύρη Βίβλο» της κυβέρνησης για τους πρώτους μήνες της θητείας της.
Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Για συνέπεια προεκλογικών δεσμεύσεων και μετεκλογικών πράξεων μιλά η κυβέρνηση σε βίντεο που ανάρτησε στο facebook ο Πρωθυπουργός, με αναφορά σε περισσότερες από 60 προεκλογικές δεσμεύσεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ άφηνε την ίδια ώρα να διαρρεύσουν τμήματα του πολυσέλιδου κειμένου του απολογισμού της κυβερνητικής θητείας 2015-2019, που θα κληθεί να εγκρίνει η Κεντρική Επιτροπή το Σαββατοκύριακο.
Στο βίντεο της κυβέρνησης, όπου ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται να δηλώνει πίστη στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, προβάλλονται δέκα κεντρικές μεταρρυθμίσεις. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22%, η κατάργηση του ασύλου ανομίας και παρανομίας στα πανεπιστήμια, το επίδομα γέννησης 2.000 ευρώ για κάθε παιδί και η αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, η πλήρης εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, η ενίσχυση των δυνάμεων της Αστυνομίας με 1.500 νέους αστυνομικούς, η αναστολή του ΦΠΑ στην οικοδομή για 3 χρόνια, η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ από 22% στο 9%, η μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις από 28% σε 24%, η έναρξη λειτουργίας του αριθμού 112 και το δικαίωμα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού από τον μόνιμο τόπο διαμονής τους.
Το βίντεο ολοκληρώνεται με αναφορά στο Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων για το 2020, που απαρτίζεται από λίστα 134 προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, οι οποίες ήδη έχουν ξεκινήσει να υλοποιούνται, ενώ η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο υπουργείο Εσωτερικών επικεντρώθηκε στον απολογισμό και τον προγραμματισμό του υπουργείου Εσωτερικών για το 2020 σύμφωνα με τον οποίο, περιλαμβάνονται εννέα σημαντικές νέες νομοθετικές παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων και οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, την ενίσχυση της Αυτοδιοίκησης με πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, τη ριζική βελτίωση της διαδικασίας προσλήψεων.
Η χθεσινή πρωτοβουλία της κυβέρνησης να δημοσιοποιήσει τον απολογισμό των πρώτων επτά μηνών, έρχεται σε μία στιγμή που αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα του μοντέλου του επιτελικού κράτους από την αξιωματική αντιπολίτευση και παράλληλα σε μία φάση που φουντώνουν οι φήμες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζει και πρόκειται να δώσει στη δημοσιότητα τις επόμενες ημέρες τη «Μαύρη Βίβλο» της κυβέρνησης για αυτούς τους πρώτους επτά μήνες της θητείας της.
Παράλληλα, ο απολογισμός της κυβέρνησης έρχεται την ώρα που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει έντονες αντιδράσεις τόσο από τις τοπικές κοινωνίες όσο και από την αντιπολίτευση για το μεταναστευτικό/προσφυγικό και προσπαθεί να δείξει αποφασιστικότητα στην υλοποίηση του σχεδίου της. Αυτές οι αντιδράσεις, είναι η αιτία για την οποία πολιτικοί κύκλοι «σπρώχνουν» και πάλι σενάρια περί πρόωρων, διπλών εκλογών το 2020 με το επιχείρημα ότι ο Πρωθυπουργός φοβάται το κόστος των ενεργειών στο προσφυγικό.
Απολογία ΣΥΡΙΖΑ
Χθες, η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ παρέπεμψε προς έγκριση το κείμενο απολογισμού της κυβερνητικής θητείας 2015-2019 που ετοίμασαν ο Γιάννης Δραγασάκης, ο Θοδωρής Δρίτσας και ο Αριστείδης Μπαλτάς. Από τα όσα έχουν μέχρι στιγμής διαρρεύσει ουδείς γίνεται σοφότερος, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάποια σημεία γίνεται προσπάθεια έντονης αυτοκριτικής.
«Το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάση από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει μνημόνιο. Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα ‘μνημονιακή κυβέρνηση’. Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, ‘όμοια με τις άλλες’» αναφέρεται χαρακτηριστικά, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου κέρδισε ξανά εκλογές, τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Σε άλλο σημείο επιχειρείται να εμφανιστούν οι δανειστές και κυρίως ο Σόιμπλε αλλά και ο πρώτος υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και σημερινός πρόεδρος του ΜέΡΑ 25 ως οι υπεύθυνοι για την αποτυχία της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου: «Οι δανειστές δεν είχαν ενιαία και συμπαγή άποψη, ενώ για την ελληνική κυβέρνηση το δημόσιο χρέος αποτελούσε ίσως το κυριότερο ζήτημα προς διαπραγμάτευση, οι δανειστές δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να το συζητήσουν. Όπως έγινε τότε πολύ σαφές, η διαπραγματευτική μας δύναμη ήταν εξαρχής αποδυναμωμένη, αφού για τον εξαιρετικά ισχυρό υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ συνιστούσε πρώτη επιλογή και όχι απλώς απόρροια μιας ενδεχόμενης αποτυχίας της διαπραγμάτευσης μετά από έντιμες προσπάθειες συμβιβασμού. Αυτό η δική πλευρά άργησε να το καταλάβει» αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ στη συνέχεια γίνεται λόγος για λάθη του Γ. Βαρουφάκη:
«Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Λάθη βεβαίως συλλογικά, αλλά ως προς τα οποία, και σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο της αρχικής διαπραγμάτευσης, δεν δικαιούμαστε να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε υπουργό Οικονομικών. Υπό το φως μιας ειδικού τύπου δικής του υπερεπένδυσης στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, φάνηκε τότε σαν να υποτιμούσαμε όλοι μαζί την ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα, να ανοίγαμε μέτωπα εκεί που δεν χρειάζονταν, να υπερτιμούσαμε την ισχύ σχετικά αφηρημένων ιδεών ή γενικών θεωρητικών σχημάτων έναντι επεξεργασμένων επιχειρημάτων επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, υποτιμώντας έτσι την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά, να μη συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη –και κάποτε καυγά– μεταξύ αφηρημένων ιδεών». Ωστόσο, επισημαίνεται ότι αυτά τα λάθη «δεν πρέπει κατά κανένα τρόπο να αποσπάσουν την προσοχή από το κύριο» και τονίζεται ότι σε ένα διεθνές περιβάλλον εξαιρετικά δυσμενές, αν όχι ανοιχτά εχθρικό, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκε απλώς επάξια, αλλά κατόρθωσε να αναβαθμίσει σημαντικά τη διεθνή θέση της χώρας».
Από τα όσα έχουν διαρρεύσει, στο κείμενο επισημαίνεται επίσης ότι «το κεντρικό ‘αφήγημα’ της Ν.Δ. περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική», ενώ σε ό,τι αφορά τη μεσαία τάξη αναφέρεται: «Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η σχετική ολιγωρία που επιδείξαμε ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα ‘μεσαία τάξη’, ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιες είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιες οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι γίνεται ξεχωριστή αναφορά γίνεται στην υποτίμηση της σημασίας των εννοιών «τάξη» και «ασφάλεια», καθώς επισημαίνεται ότι: «Υποτιμήσαμε την απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί ‘τάξης και ασφάλειας’, όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων». Γίνεται εμφανής προσπάθεια, δηλαδή, να πειστεί το ακροατήριο και η κοινή γνώμη ότι η καταλυτική επίδραση που είχαν για τη στάση της κοινής γνώμης οι τραγωδίες στη Μάνδρα και το Μάτι, ήταν θέμα επικοινωνιακών λαθών…
«Αυτάρκεια που αγγίζει την αλαζονεία»
Στο κομμάτι της προεκλογικής τακτικής αναφέρεται: «Οφείλουμε κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων. Είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από ‘τα κάτω’, εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία».
Ασκείται επίσης κριτική, επειδή υποτιμήθηκε η σημασία των δημοτικών εκλογών και γίνεται λόγος για «μορφές προχειρότητας ως προς τους τρόπους επιλογής των υποψηφίων», αν και υπάρχει σαφής αναφορά «στη μικρή διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές κοινωνίες» ως βασική αιτία της ήττας των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στο κείμενο του απολογισμού θεωρείται επίσης λάθος το γεγονός ότι «σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιωνεί δημοψήφισμα».
Παροχές ως εξαγορά ψήφων
«Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Θεσμική, βέβαια, και κοινωνικά επιβεβλημένη, αλλά εξαγορά μολαταύτα» αναφέρεται στο κείμενο. «Δηλαδή κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν. Και όπως έχουμε μάθει από πολύ παλιά, αλλά και όπως διαπιστώσαμε από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης, τούτη είναι προσβολή που ο ελληνικός λαός τιμωρεί» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ήττα ναι, στρατηγική όχι
Σε πολλά σημεία του κειμένου είναι εμφανής η πρόθεση των συγγραφέων να υποστηρίξουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχασε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στη σειρά, αλλά - με επιχείρημα το 32% των εκλογών της 7ης Ιουλίου - δεν υπέστη στρατηγική ήττα.
«Το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί» αναφέρεται χαρακτηριστικά».