Τον τελευταίο καιρό η Ρωσία φαίνεται να εστιάζει περισσότερο στο εσωτερικό της χώρας και ειδικότερα στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και την ανάταση της οικονομίας και λιγότερο στην παρουσία της στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ρωσική επιρροή ανά τον κόσμο παύει να είναι σημαντική και καθοριστική και να εκτείνεται από τη Λατινική Αμερική και Αφρική μέχρι την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Κατά τον ίδιο τρόπο που ενεργούν οι υπόλοιπες υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, η οικονομική και γεωπολιτική επιρροή της Ρωσίας επεκτείνεται υποστηρίζοντας και –αρκετές φορές ενισχύοντας- ηγέτες και καθεστώτα, όπως ο Μπασάρ αλ Άσαντ της Συρίας. Άλλες φορές, η επιρροή ενισχύεται είτε επενδύοντας σε έργα υποδομών (όπως ενεργειακές υποδομές στην Ευρώπη) είτε προσφέροντας (έμμεσα ή άμεσα) στρατιωτική και οικονομική βοήθεια σε άλλα κράτη ανά τον κόσμο, όπως στην περίπτωση της Βενεζουέλας.
Τον τελευταίο καιρό, η Ρωσία φαίνεται να εστιάζει περισσότερο στο εσωτερικό της χώρας και ειδικότερα στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και την ανάταση της οικονομίας και λιγότερο στην παρουσία της στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ρωσική επιρροή ανά τον κόσμο παύει να είναι σημαντική και καθοριστική και να εκτείνεται από τη Λατινική Αμερική και Αφρική μέχρι την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Επισήμως η προσέγγιση της Μόσχας στην εξωτερική πολιτική φαίνεται να είναι μη-παρεμβατική στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, επισημαίνεται σε ανάλυση του CNBC. Τον Ιανουάριο, στην ομιλία του για την κατάσταση του έθνους, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν επέμεινε ότι «δεν θέλουμε να επιβάλουμε την άποψή μας σε κανέναν».
Παρ’ όλα αυτά και κατά τον ίδιο τρόπο που ενεργούν οι υπόλοιπες υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, η οικονομική και γεωπολιτική επιρροή της Ρωσίας επεκτείνεται υποστηρίζοντας και –αρκετές φορές ενισχύοντας- ηγέτες και καθεστώτα, όπως ο Μπασάρ αλ Άσαντ της Συρίας. Άλλες φορές, η επιρροή ενισχύεται είτε επενδύοντας σε έργα υποδομών (όπως ενεργειακές υποδομές στην Ευρώπη) είτε προσφέροντας (έμμεσα ή άμεσα) στρατιωτική και οικονομική βοήθεια σε άλλα κράτη ανά τον κόσμο, όπως στην περίπτωση της Βενεζουέλας.
‘Έχει σημασία πού επιλέγει η Ρωσία να παρέμβει, επενδύσει ή προσαρτήσει, καθώς η επιρροή της αποτελεί άμεση πρόκληση για τη Δύση και ειδικότερα για τις ΗΠΑ, αναφέρουν οι αναλυτές του CNBC. Παράλληλα αποτελεί έναν τρόπο για να μετριασθεί η «ταπείνωση» του παρελθόντος, εξηγούν οι ειδικοί.
«ΗΠΑ και Κίνα ανταγωνίζονται για οικονομική κυριαρχία. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία επιβεβαιώνει το ρόλο της στο γεωπολιτικό σκηνικό, όπου ανταγωνίζεται με τις ΗΠΑ», δηλώνει στο CNBC η Agathe Demarais, υπεύθυνη προβλέψεων στον Economist Intelligence Unit.
«Για τη Ρωσία, το να είναι παρούσα στο διεθνές σκηνικό και να υπερασπίζεται ό,τι θεωρεί ως “αυλή” του σπιτιού της αντιπροσωπεύουν ζωτικής σημασίας βήματα ώστε να ξεπεράσει την ταπείνωση που υπέστη μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και απέμειναν οι ΗΠΑ ως μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη», προσθέτει.
Ποιες όμως είναι οι περιοχές στις οποίες η Ρωσία έχει επενδύσει, πολιτικά και οικονομικά;
Λατινική Αμερική
Η Ρωσία διατηρεί στενούς δεσμούς με αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής με κομουνιστικά ή σοσιαλιστικά καθεστώτα, όπως η Βενεζουέλα, Νικαράγουα και Κούβα. Η Μόσχα επιδιώκει να αναπτύξει αυτές τις σχέσεις όχι μόνο διά της διπλωματικής οδού αλλά και με πωλήσεις όπλων και ενεργειακές επενδύσεις. Πρόσφατα προχώρησε σε σύσφιγξη των οικονομικών και πολιτικών δεσμών με Αργεντινή, Μεξικό και Βραζιλία.
Παρ’ όλα αυτά, η πιο στενή σχέση της Μόσχας στην περιοχή είναι με τη Βενεζουέλα, υποστηρίζοντας το καθεστώς του προέδρου, Νίκολας Μαδούρο, ενώ θεωρείται ότι συνέβαλε στην καταστολή της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ απόπειρας πραξικοπήματος από τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, Χουάν Γκουαϊδό, το 2019.
Η Ρωσία προσφέρει επίσης οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη στη Βενεζουέλα: Το Καράκας φέρεται να έχει αγοράσει όπλα αξίας πολλών δισ. δολαρίων από τη Μόσχα, πληρώνοντας με ρωσικά δάνεια. Παράλληλα, ο ρωσικός πετρελαϊκός κολοσσός Rosneft έχει επενδύσει στην κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας Petroleos de Venezuela(PDVSA).
Σύμφωνα με το CNBC, που επικαλείται υπολογισμούς του Reuters, η ρωσική κυβέρνηση έχει χορηγήσει δάνεια και πιστωτικές γραμμές τουλάχιστον 17 δισ. δολαρίων στη Βενεζουέλα. Παράλληλα, η Ρωσία αναδιάρθρωσε το χρέος της Βενεζουέλας το 2017, ώστε να επιτρέψει πιο διαχειρίσιμες αποπληρωμές.
«Η Ρωσία αποτελεί τον κυριότερο γεωπολιτικό σύμμαχο της Βενεζουέλας με στενούς οικονομικούς δεσμούς με τη χώρα, ειδικά σε τομείς όπως ενέργεια και άμυνα» αναφέρει η κ. Demarais του EIU.
Η ανάμιξη της Ρωσίας στη Βενεζουέλα αποτελεί μέρος του ευρύτερου γεω-στρατηγικού ενδιαφέροντος αμφισβήτησης της επιρροής των ΗΠΑ σε διάφορα μέρη του κόσμου, σημειώνει η κ. Demarais. Και την ώρα που οι κυρώσεις των ΗΠΑ( που η Ρωσία κρίνει ως παράνομες) συνεχίζουν να «στραγγαλίζουν» της χώρα, η Ρωσία συνεχίζει να υποστηρίζει τη Βενεζουέλα, όπως δείχνει και η πρόσφατη επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, στη χώρα. Είχαν προηγηθεί ταξίδια του Λαβρόφ σε Κούβα και Μεξικό.
Αφρική
Οι επενδύσεις Ευρώπης, ΗΠΑ και Κίνας στην Αφρική, καθώς και ανθρωπιστική βοήθεια προς τις χώρες της μαύρης ηπείρου είναι ήδη γνωστές. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι και η Ρωσία ασκούσε ισχυρή επιρροή στην περιοχή επί σοβιετικής ένωσης, μια επιρροή που έχει εξασθενήσει μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος το 1991.
Με την Κίνα να χτίζει επενδυτικές συνεργασίες ανά τον κόσμο και ειδικότερα στην Αφρική στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Μία Ζώνη Ένας Δρόμος, η Ρωσία επιδιώκει να ενισχύσει τις εμπορικές της σχέσεις με την Αφρική και να αποκτήσει πρόσβαση στον ορυκτό πλούτο των αφρικανικών χωρών.
Τον Οκτώβριο του 2019, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, φιλοξένησε τη ρωσο-αφρικανική σύνοδο κορυφής με συμμετοχή περισσότερων από 40 ηγετών αφρικανικών κρατών στο θέρετρο του Σότσι. Εν όψει της συνόδου, ο Πούτιν είχε δηλώσει στο πρακτορείο TASS ότι μόνο η Ρωσία σέβεται την κυριαρχία των αφρικανικών κυβερνήσεων, ενώ αναφέρθηκε στη μακρά ιστορία σχέσεων.
«Βλέπουμε πως διάφορες χώρες της Δύσης καταφεύγουν σε πίεση, εκφοβισμό και εκβιασμό των αφρικανικών κυβερνήσεων», είχε δηλώσει ο Πούτιν, προσθέτοντας ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να βοηθήσει χωρίς «πολιτικούς ή άλλου είδους όρους». Στη σύνοδο κορυφής, ο Πούτιν είχε επισημάνει ότι το εμπόριο της Ρωσίας με την Αφρική ξεπερνούσε το 2018 τα 20 δισ. δολάρια, έχοντας διπλασιασθεί την τελευταία πενταετία και στόχος είναι η περαιτέρω αύξησή του.
Ο Daragh McDowell επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης και Κεντρικής Αφρικής στη Verisk Maplecroft, παρατηρεί ότι την επιτυχία ορισμένων ρωσικών επιχειρήσεων στην Αφρική, φέρνοντας ως παράδειγμα εκείνες που συνδέονται με τον Ρώσο επιχειρηματία και στενό συνεργάτη του Πούτιν, Γιεβγκένι Πριγκόζιν. «Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι μπορούμε να μιλήσουμε για νίκη του ίδιου του κράτους», εξηγεί.
Μέση Ανατολή
Η Ρωσία έχει διευρύνει με ταχείς ρυθμούς τους γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς δεσμούς στη Μέση Ανατολή την τελευταία δεκαετία, όχι μόνο με τη Συρία αλλά και με το πιο ισχυρό βασίλειο της περιοχής, τη Σαουδική Αραβία. Οι δεσμοί δεν αφορούν μόνο τις σχέσεις Ριάντ και Μόσχας στο πλαίσιο της συμμαχίας με τον ΟΠΕΚ για τη σταθεροποίηση των πετρελαϊκών τιμών.
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία αποτελεί μια από τις ελάχιστες χώρες που έχουν καταφέρει να έχουν καλές σχέσεις τόσο με τη Σαουδική Αραβία όσο και με τον ορκισμένο της «εχθρό», το Ιράν. Η Μόσχα έχει ασκήσει επανειλημμένως κριτική εναντίον των ΗΠΑ για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης, μετά την αποχώρηση από τη συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά.
Πέραν των ρωσικών σχέσεων με τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, κάτι που είναι αναμενόμενο, η σχέση της Μόσχας με τη Συρία είναι ίσως η πιο σημαντική στην περιοχή. Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Συρία και η υποστήριξη στο καθεστώς Άσαντ θεωρείται ως ένας τρόπος να διευρύνει και διατηρήσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, έχει επωφεληθεί από τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ στην περιοχή (αν και επιδιώκει την ανάμιξη στην περιοχή, όπως διαφαίνεται από το σχέδιο Τραμπ για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή).
Όπως παρατηρεί η κ. Demarais του EIU, η Ρωσία επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ σε πολλές αφρικανικές χώρες και χώρες της Μ. Ανατολής, ενισχύοντας τη διεθνή της παρουσία. Παράλληλα, η Μόσχα προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις πολιτικές των ΗΠΑ, όπως η μεταφορά της πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και να προβληθεί ως αξιόπιστη, εναλλακτική δύναμη.
Ευρώπη
Η σχέση της Ρωσίας με τον κοντινότερο γείτονα, την Ευρώπη, είναι περίπλοκη. Την ώρα που σε αρκετές περιπτώσεις εκμεταλλεύεται τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. υποστηρίζοντας ακροδεξιά και λαϊκιστικά κινήματα στην περιοχή, ταυτοχρόνως αναλαμβάνει σημαντικά έργα υποδομών σε συνεργασία με ευρωπαϊκές χώρες και επιχειρήσεις, όπως ο αγωγός NordStream 2 με τη Γερμανία, στον οποίο οι ΗΠΑ επέβαλαν πρόσφατα κυρώσεις.
Στο προβληματικό κομμάτι των σχέσεων με την Ευρώπη ανήκουν και οι συναντήσεις του Πούτιν με ηγέτες ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, όπως η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν. Επαφές με Ρωσία φέρεται να είχε και η ακροδεξιά Λέγκα της Ιταλίας.
Κοινή συνισταμένη των παραπάνω κομμάτων είναι ο ευρωσκεπτικισμός που έχει προκαλέσει έντονους τριγμούς στην Ε.Ε. και σε εξελίξεις όπως η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρώπη. Το ενδεχόμενο ρωσικής ανάμιξης στο βρετανικό δημοψήφισμα του 2016 αποτελεί αντικείμενο έρευνας, η έκθεση της οποίας δεν έχει ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα.
Το μεγαλύτερο ίσως ζήτημα στις ρωσο-ευρωπαϊκές σχέσεις είναι η Ουκρανία και η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Η Ρωσία υπόκειται σε διεθνείς κυρώσεις εξαιτίας των ενεργειών της, αν και ορισμένες χώρες-μέλη φαίνεται να μην τις υποστηρίζουν.
Η ρωσική επιρροή αποτελεί αντικείμενο ανησυχίας για ορισμένα πρώην σοβιετικά κράτη, όπως οι χώρες της Βαλτικής. Λετονία Λιθουανία και Εσθονία εκφράζουν ανησυχίες για το ενδεχόμενο ρωσικής ανάμιξης, δεδομένου ότι είναι αρκετά μεγάλες οι ρωσικές μειονότητες που συνεχίζουν να ζουν σε αυτές της χώρες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι χώρες της Βαλτικής, Λιθουανία, Εσθονία και Λετονία είχαν ζητήσει ενισχυμένη παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Στενοί όμως παρατηρητές της ρωσικής πολιτικής εκτιμούν ότι είναι μικρές οι πιθανότητες να προκαλέσει η Ρωσία κάποιο επεισόδιο στα πρώην σοβιετικά κράτη. «Νομίζω ότι αυτός ο φόβος πιθανής ρωσικής εισβολής στις χώρες της Βαλτικής είναι εντελώς υπερβολικός και παράλογος», δηλώνει στο CNBC ο Jacom Grapengiesser, partner & head Ανατολικής Ευρώπης στην East Capital.
Όσο για τις άλλες χώρες που ήταν μέλη της Σοβιετικής Ένωσης –όπως οι χώρες του Καυκάσου, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργία- οι σχέσεις με τη Γεωργία παραμένουν τεταμένες –με αντιρωσικές διαδηλώσεις στην Τιφλίδα το 2019- ενώ έχουν βελτιωθεί με το Αζερμπαϊτζάν.
Η σημασία της ρωσικής επιρροής για τη Δύση
Οι ειδικοί διαφωνούν για την πραγματική έκταση και βάθος της ρωσικής επιρροής στο εξωτερικό. Για τον Daragh McDowell της Verisk Maplecroft «μεγάλο μέρος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής βασίζεται στην μπλόφα και στις καλές δημόσιες σχέσεις». «Η Μόσχα μπορεί να στείλει μισθοφόρους και να ενισχύσει ορισμένες κυβερνήσεις, να παράσχει πολιτικές συμβουλές αλλά δεν έχει τη δυνατότητα ή τους πόρους να μετατρέψει όλα αυτά σε μακροπρόθεσμη πολιτική επιρροή εκτός ορισμένων περιπτώσεων, όπως η Βενεζουέλα και η Συρία. Ακόμη κι εκεί, φαίνεται να μην έχει τις βαθύτερες “ρίζες” που διασφαλίζουν μια μακροπρόθεσμη με διάρκεια σχέση, ακόμη και όταν αλλάξουν τα πρόσωπα», εξηγεί.
«Επιπλέον, δεν μπορούν να προβούν στο επίπεδο επενδύσεων και αναπτυξιακής βοήθειας που παρέχουν χώρες όπως η Κίνα, που αποτελεί πολύ πιο ισχυρό στρατηγικό ανταγωνιστή για τη Δύση», καταλήγει ο κ. McDowell, κάνοντας παράλληλα έναν σημαντικό διαχωρισμό μεταξύ της επιρροής των ρωσικών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες και του ρωσικού κράτους.
Επιμέλεια: Αγγελική Κοτσοβού
[email protected]