Ο εκλεκτός συνάδελφος, συγγραφέας και επιστημονικός συνεργάτης του περιοδικού «Economist» Matt Ridley πιστεύει ότι «η μελλοντολογία καταλήγει πάντα να αποκαλύπτει περισσότερα για το παρόν παρά για το μέλλον». Και δεν έχει άδικο. Ο διάσημος μελλοντολόγος Ισαάκ Ασίμοφ ήταν αυτός που παραδέχτηκε ότι όταν έγγραφε για το μέλλον δεν είχε άλλο σοβαρό κριτήριο από το… παρόν.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο εκλεκτός συνάδελφος, συγγραφέας και επιστημονικός συνεργάτης του περιοδικού «Economist» Matt Ridley πιστεύει ότι «η μελλοντολογία καταλήγει πάντα να αποκαλύπτει περισσότερα για το παρόν παρά για το μέλλον». Και δεν έχει άδικο. Ο διάσημος μελλοντολόγος Ισαάκ Ασίμοφ ήταν αυτός που παραδέχτηκε ότι όταν έγγραφε για το μέλλον δεν είχε άλλο σοβαρό κριτήριο από το… παρόν.
Αν με ρωτήσετε λοιπόν ποιο το μέλλον της Ευρώπης με κριτήριο το σήμερα, θα έλεγα ότι προοιωνίζεται από καλό ως πολύ καλό, αλλά υπό όρους. Βέβαια, το μέλλον αυτό προδιαγράφεται με βάση τα δεδομένα του παρόντος και άρα σοβαρό πρόβλημα είναι η στάση του κόσμου απέναντι στην πραγματικότητα.
Από την άποψη αυτή, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μπροστά της μια πολυδιάστατη πρόκληση, που είναι αυτή της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή και στη συναφή τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Το μεγάλο εμπόδιο όμως στην προσπάθεια που πρέπει να γίνει είναι η αποκαλούμενη από φιλοσόφους και κοινωνιολόγους «νηπιοποίηση» μέρους των ευρωπαϊκών πληθυσμών.
Με τον όρο αυτόν εννοούμε ότι κάποιες δυνάμεις που επωφελούνται καιροσκοπικά από τις διαρθρωτικές αλλαγές σε μια κοινωνία καλλιεργούν τον φόβο και τη βλακεία εν είδει «σωτηρίας» των λαών. Ιδιαίτερα δε λαών που είναι εθισμένοι στην υπερβολική προστασία και σε μεγάλο βαθμό απορρίπτουν τις αναλήψεις καινοτόμων δράσεων. Τα γεγονότα όμως τρέχουν στην εποχή μας. Σίγουρα δε χαμένοι είναι όσοι δεν τα παρακολουθούν.
«Πιστεύω», γράφει ο Μ. Ridley, «ότι τον 21ο αιώνα θα βιώσουμε τη συνεχή εξάπλωση της καταλλαξίας, που είναι -σύμφωνα με τον εισηγητή του όρου von Hayek- η αυθόρμητη τάξη που δημιουργείται μέσω της ανταλλαγής και της εξειδίκευσης. Η νοημοσύνη θα γίνεται όλο και πιο συλλογική, η καινοτομία και η τάξη θα γεννιούνται όλο και πιο πολύ από τα κάτω, η εργασία θα γίνεται όλο και πιο εξειδικευμένη, η αναψυχή όλο και πιο ποικιλόμορφη.
Οι μεγάλες εταιρείες, τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνητικές γραφειοκρατίες θα αποδιαρθρωθούν και θα κατακερματιστούν, όπως συνέβη στο παρελθόν με τους φορείς κεντρικού σχεδιασμού. Η κατάρρευση των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών του Ντιτρόιτ το 2009 αφήνει πίσω της ένα πλήθος νεοφυών επιχειρήσεων που θα τεθούν επικεφαλής στην παραγωγή της επόμενης γενιάς αυτοκινήτων και μηχανών. Τα μονολιθικά -ιδιωτικά ή εθνικοποιημένα- τέρατα είναι περισσότερο από ποτέ ευάλωτα απέναντι σε αυτή την επίθεση των λιλιπούτειων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν θα είναι μόνο όσες θα μετατραπούν σε εξελικτικούς μηχανισμούς από τα κάτω».
Αλγόριθμοι, πλατφόρμες, ελεύθερες ανταλλαγές ιδεών και γενετικές εξελίξεις είναι φαινόμενα που μετασχηματίζουν κοινωνικούς και παραγωγικούς ιστούς, δημιουργώντας νέα οικοδομήματα. Η μετάβαση στον νέο αυτό κόσμο είναι εκ των ων ουκ άνευ για την Ευρώπη.
Σημαντική είναι όμως και η γεωπολιτική της παρουσία σ’ έναν κόσμο όπου ανακατανέμονται οι δυνάμεις εξουσίας και επιρροής. Το Brexit αφαιρεί από τη γηραιά ήπειρο γεωπολιτικό κύρος και βάρος το οποίο πρέπει να ανακτήσει. Ιδιαίτερα δε σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν άλλες γεωπολιτικές προτεραιότητες, όχι απαραιτήτως συμβατές με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Η αμυντική Ευρώπη αποτελεί έτσι μεγάλη προτεραιότητα, που σημαίνει ότι κάποιες χώρες-μέλη της Ένωσης θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη, ύστερα από χρόνια σχεδόν μηδενικών αμυντικών δαπανών. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι καθόλου εύκολη, σίγουρα δε θα προκαλέσει και πολιτικές αναταραχές.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι τρεις παγκόσμιες δυνάμεις, οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, δεν συμπαθούν ιδιαίτερα την Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό μοντέλο αποτελεί πρόκληση για χώρες που ρέπουν προς τον αυταρχισμό, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, δίνοντας μεγάλο βάρος στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι χώρες αυτές έχουν κάθε λόγο να υπονομεύουν το ευρωπαϊκό μοντέλο της μοιρασμένης εθνικής κυριαρχίας, στο οποίο καθοριστικός είναι ο ρόλος του κράτους δικαίου.
Στις παραπάνω δυνάμεις ελάχιστα ελκυστική είναι και η ευρωπαϊκή προσπάθεια ανακοπής της περίφημης κλιματικής αλλαγής, πίσω από την οποία υπάρχει και η ευρωπαϊκή φιλοδοξία της δημιουργίας μιας «πράσινης» ηπείρου.
Με άλλα λόγια, η προσπάθεια το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, που είναι παγκόσμιο πρότυπο, να εμπλουτιστεί και με παραπάνω οικολογική δύναμη είναι κάτι που οι εμπορικοί αντίπαλοι της γηραιάς ηπείρου βλέπουν με μεγάλη καχυποψία. Αυτήν την καχυποψία, λοιπόν, αν η Ε.Ε. θέλει να την αντιμετωπίσει με έργα και όχι με περιττά λόγια, θα πρέπει να ενισχύει τη διεθνή πολιτικο-στρατιωτική της παρουσία, καθώς κάποιοι μόνο αυτή τη γλώσσα καταλαβαίνουν.