Η 4η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί από τη Διεθνή Ένωση κατά του Καρκίνου (UICC) ως Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου και προσφέρει την ευκαιρία για μια ευρύτερη εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για αυτή τη μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας μας.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η 4η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί από τη Διεθνή Ένωση κατά του Καρκίνου (UICC) ως Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου και προσφέρει την ευκαιρία για μια ευρύτερη εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για αυτή τη μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας μας.
Σύμφωνα με τον αμ. επίκ. καθηγητής Χειρουργικής ΕΚΠΑ, διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν, τ. συντονιστής διευθυντής Ογκολογικής Χειρουργικής Κλινικής Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας», Ιωάννη Καραϊτιανό, ο καρκίνος σήμερα αποτελεί και στη χώρα μας την 1η αιτία θανάτου με ποσοστό 27% γενικά και 38% στις ηλικίες κάτω των 65 ετών, αφήνοντας πίσω τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η επίπτωση του καρκίνου αυξάνει σταθερά τα τελευταία χρόνια
Το 1/3 των περιπτώσεων θα μπορούσε να προληφθεί
Έχει υπολογισθεί ότι περισσότερο από το 1/3 των καρκίνων θα μπορούσε να προληφθεί με την ενημέρωση του κοινού και τη συνακόλουθη λήψη μέτρων για την υιοθέτηση κανόνων υγιεινής διαβίωσης και διατροφής, όπως η διακοπή του καπνίσματος, η αποφυγή του αλκοόλ, η αποφυγή ανθυγιεινών τροφίμων και ποτών και κυρίως της ζάχαρης με επακόλουθο την ελάττωση της επίπτωσης της παχυσαρκίας και τέλος με την καθημερινή σωματική άσκηση.
Επιπλέον, οι σημαντικές εξελίξεις στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση των περισσότερων μορφών καρκίνου επιτρέπουν τη μακρόχρονη επιβίωση με ικανοποιητική ποιότητα ζωής πολλών καρκινοπαθών ασθενών με συγκεκριμένες εντοπίσεις της νόσου (μαστός, προστάτης, παχύ έντερο, ωοθήκες, κλπ) αλλά ακόμα πολλές φορές και την πλήρη ίαση. Τέτοιες μέθοδοι έγκαιρης διάγνωσης περιλαμβάνουν τη μαστογραφία, την κυτταρολογική εξέταση κατά Παπανικολάου (Test PAP), την κολονοσκόπηση, την αξονική τομογραφία θώρακος και πιθανώς την εξέταση του προστατικού αντιγόνου στο αίμα (PSA), ιδιαίτερα σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Δυστυχώς στη χώρα μας διατίθεται για την έγκαιρη διάγνωση πολύ μικρό ποσοστό (0,5%) της συνολικής δαπάνης για αντιμετώπιση του καρκίνου.
Πρόσφατα στοιχεία από μεγάλη παγκόσμιας εμβέλειας μελέτη αποδεικνύουν ότι τα ποσοστά επιτυχούς αντιμετώπισης και ίασης στις περισσότερες μορφές καρκίνου όπως πχ. του μαστού, του παχέος εντέρου και του προστάτου, είναι πολύ καλύτερα στις ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Δυτική Ευρώπη) σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες και έχουν άμεση σχέση με την έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Στις ΗΠΑ κατά την τελευταία δεκαετία, παρά τη σημαντική αύξηση των νέων κρουσμάτων καρκίνου, η θνητότητα από τη νόσο έχει μειωθεί κατά 27%. Μάλιστα, στις ΗΠΑ η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού μειώθηκε κατά 40% τα τελευταία 30 χρόνια, από καρκίνο του προστάτη κατά 52%, από καρκίνο του παχέος εντέρου κατά 53%, ενώ η μεγαλύτερη πτώση της θνησιμότητας την τελευταία δεκαετία παρατηρείται στο μελάνωμα του δέρματος, λόγω και της εφαρμογής νέων θεραπευτικών πρωτοκόλλων ανοσοθεραπείας. Αξίζει πάντως να σημειωθεί η παρατηρούμενη αύξηση κατά 0,3% ετησίως της επίπτωσης του καρκίνου του μαστού από το 2004 η οποία οφείλεται στη μείωση του ποσοστού γονιμότητας των γυναικών αλλά και την αύξηση της παχυσαρκίας ενώ οι ίδιοι παράγοντες συμβάλλουν στην αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου της μήτρας (αύξηση 1,3% ετησίως για το διάστημα 2007-2016).
Στην Ελλάδα, σε μια πρόσφατη ερευνητική καταγραφή της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου για την All.Can, ανεδείχθη ότι στη χώρα μας μόνο το 11% των διαγνώσεων καρκίνου έγιναν κατά τη διαδικασία προληπτικού ελέγχου (check up), ποσοστό απαράδεκτα χαμηλό για ευρωπαϊκή χώρα. Αντίθετα, το 50% των καρκίνων διαγνώστηκαν κατά τον έλεγχο για άλλο πρόβλημα υγείας του πάσχοντος και παρατηρήθηκε μια καθυστέρηση στη διάγνωση πάνω από 2 μήνες από την πρώτη επίσκεψη στον γιατρό.
Ο καρκίνος στην 3η ηλικία
Ο καρκίνος όπως αναφέρει ο κ. Καραϊτιανός, αποτελεί την 1η αιτία θανάτου για τα άτομα ηλικίας από 65 μέχρι 74 ετών και τη 2η αιτία θανάτου για τις ηλικίες από 75 ετών και άνω.
Η προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης και σε θεραπεύσιμο στάδιο των συχνότερων μορφών καρκίνου όπως είναι ο καρκίνος του μαστού, του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου, του προστάτου, του πνεύμονα, του ήπατος και του παγκρέατος, κ.ά. έχει πολύ μεγάλη σημασία στις μέρες μας και για τούτο θα πρέπει να πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και μέχρι την ηλικία των 75 χρόνων, εφόσον το άτομο κρίνεται ικανό, με βάση τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του, να υποβληθεί σε θεραπευτική χειρουργική επέμβαση ή χημειοθεραπεία στην περίπτωση θετικής διαγνώσεως.
Η εξειδίκευση της Χειρουργικής Ογκολογίας
Η Χειρουργική Ογκολογία ως ιατρική εξειδίκευση γεννήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες για να εξυπηρετήσει τη θεραπευτική αντιμετώπιση των καρκινοπαθών ασθενών σε συνδυασμό με τη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία για την ολιστική θεραπεία της νόσου, που είναι έργο μιας πολυσύνθετης ομάδας ειδικών. Σύμφωνα με τον κ. Καραϊτιανό, ο χειρουργός ογκολόγος, ο παθολόγος ογκολόγος, ο ακτινοδιαγνώστης, ο παθολογοανατόμος και ο ακτινοθεραπευτής οφείλουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν, εξατομικευμένα, τη στρατηγική αντιμετώπισης της νόσου για κάθε έναν ασθενή ξεχωριστά, στο πλαίσιο του ογκολογικού συμβουλίου.
Η Χειρουργική Ογκολογία έχει, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεμελιώδη σημασία στη διαδικασία της αντιμετώπισης του καρκίνου ενώ ο συνδυασμός προεγχειρητικής και μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας προσφέρει βέλτιστα αποτελέσματα και ίαση ή μακρά επιβίωση των ασθενών, αλλά και επιπλέον δραστικό περιορισμό των άλλοτε συχνών ακρωτηριαστικών χειρουργικών επεμβάσεων (περιορισμός των ριζικών μαστεκτομών και των κολοστομιών-παρά φύση εδρών). Αυτό συμβάλλει εξάλλου στην εξασφάλιση ικανοποιητικής ποιότητας ζωής των καρκινοπαθών ασθενών μετεγχειρητικά. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καραϊτιναός, «Ο καλός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει πώς να χειρουργήσει, πότε να χειρουργήσει και, κυρίως, πότε να μην χειρουργήσει».
Στη χώρα μας δεν έχει αναγνωρισθεί ακόμα η Χειρουργική Ογκολογία ως ιατρική εξειδίκευση, όπως είναι η Παθολογική Ογκολογία και η Ακτινοθεραπεία, παρά την από 6ετίας και πλέον θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚεΣΥ), σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.