Χρειάστηκαν περισσότερα από τριάμισι χρόνια από το δημοψήφισμα για το Brexit, για να κλείσει τελικά η Βρετανία την πόρτα πίσω της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τριάμισι δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία η χώρα πέρασε δύο φορές από την εκλογική διαδικασία, διαπραγματεύτηκε μέχρι τελικής πτώσεως με την Ε.Ε., ανέβαλε την έξοδό της και κυρίως εξαντλήθηκε από ένα ατέρμονο αδιέξοδο. Η στιγμή όμως ήρθε, καρπός του πικρού συμπεράσματος της οικονομικής κρίσης, της αυξανόμενης ανησυχίας για τη μετανάστευση και της πολιτικής απειλής εκ των δεξιών, που οδήγησε τον πρώην πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον στο δημοψήφισμα. Σε λίγες ώρες, μόλις η ώρα δείξει ξημερώματα στις Βρυξέλλες (1.00 π.μ. ώρα Ελλάδας), το όνειρο 17,4 εκατομμυρίων Βρετανών – το 56% που ψήφισε Brexit το 2016 έναντι 48% που ψήφισε Remain – θα γίνει πραγματικότητα. Βρετανία και Ευρωπαϊκή Ένωση γυρίζουν σελίδα. Τελειώνει και η οδύσσεια του Brexit; Και ναι και όχι.
Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Χρειάστηκαν περισσότερα από τριάμισι χρόνια από το δημοψήφισμα για το Brexit, για να κλείσει τελικά η Βρετανία την πόρτα πίσω της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τριάμισι δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία η χώρα πέρασε δύο φορές από την εκλογική διαδικασία, διαπραγματεύτηκε μέχρι τελικής πτώσεως με την Ε.Ε., ανέβαλε την έξοδό της και κυρίως εξαντλήθηκε από ένα ατέρμονο αδιέξοδο. Η στιγμή όμως ήρθε, καρπός του πικρού συμπεράσματος της οικονομικής κρίσης, της αυξανόμενης ανησυχίας για τη μετανάστευση και της πολιτικής απειλής εκ των δεξιών, που οδήγησε τον πρώην πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον στο δημοψήφισμα.
Σε λίγες ώρες, μόλις το ρολόι δείξει ξημερώματα στις Βρυξέλλες (1.00 π.μ. ώρα Ελλάδας), το όνειρο 17,4 εκατομμυρίων Βρετανών – το 52% που ψήφισε Brexit το 2016 έναντι 48% που ψήφισε Remain – θα γίνει πραγματικότητα. Τελειώνει και η οδύσσεια του Brexit; Και ναι και όχι. Βρετανία και Ευρωπαϊκή Ένωση γυρίζουν όντως σελίδα. Ανοίγουν ωστόσο ένα νέο κεφάλαιο, ενδεχομένως εξίσου επίπονο, έως ότου καταλήξουν στη συμφωνία που θα καθορίσει τη μελλοντική τους σχέση. Συνεπώς, τι αλλάζει και τι όχι με το πρώτο φως της ημέρας της 1ης Φεβρουαρίου;
Το βέβαιο είναι ότι από τα ξημερώματα του Σαββάτου, η Βρετανία δεν θα αποτελεί πλέον μέλος της Ε.Ε. Οι περισσότεροι πολίτες ωστόσο, Βρετανοί και Ευρωπαίοι, δεν θα αντιληφθούν αμέσως τη διαφορά, καθώς η χώρα εισέρχεται σε μεταβατική περίοδο 11 μηνών, κατά την οποία θα διαπραγματευτεί την εμπορική σχέση της με την Ε.Ε., τα δικαιώματα των πολιτών τους, ζητήματα ασφάλειας, εξωτερικών υποθέσεων, δεδομένων, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές σχέσεις και πολλά άλλα.
Αυτό σημαίνει ότι θα παραμείνει στην ενιαία αγορά της Ε.Ε., την τελωνειακή ένωση και θα συμμετέχει στον προϋπολογισμό της. Οι Βρετανοί θα συνεχίσουν να ζουν, να εργάζονται, να σπουδάζουν και να συνταξιοδοτούνται στην Ε.Ε., ενώ οι πολίτες της Ε.Ε. θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα στη Βρετανία.
Βρετανοί και Ευρωπαίοι θα αρχίσουν πιθανότατα να βιώνουν τη μετα-Brexit πραγματικότητα από την 1η Ιανουαρίου 2021, την πρώτη μέρα που η Βρετανία θα μπορέσει να «σκίσει» τους κανόνες της Ε.Ε. Βάσει της συμφωνίας αποχώρησης, η μέρα αυτή ίσως καθυστερήσει κι άλλο - έως το 2022 ή το 2023. Ο Βρετανός πρωθυπουργός όμως, ο Μπόρις Τζόνσον που κατάφερε ευρεία νίκη στις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου με το σύνθημα Brexit πάση θυσία, αποκλείει κατηγορηματικά οποιαδήποτε παράταση της μεταβατικής περιόδου.
Τι αλλάζει την 1η Φεβρουαρίου;
Εφόσον λοιπόν η ζωή συνεχίζεται και πολίτες και αγαθά θα εξακολουθήσουν να διακινούνται ελεύθερα, ποια η διαφορά; Η πιο σημαντική διαφορά ειναι νομική και θεσμική. Η διαδικασία του Άρθρου 50 είναι οριστική και μη αναστρέψιμη. Οι Βρετανοί δεν είναι πλέον πολίτες της Ε.Ε.
Κατά τη μεταβατική περίοδο, η Βρετανία θα συνεχίσει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες, αλλά δεν θα έχει λόγο απ’ αυτών. Οι 73 Βρετανοί ευρωβουλευτές θα επιστρέψουν στη χώρα τους και οι Βρετανοί βουλευτές δεν θα συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία της Ε.Ε. Ο Βρετανός πρωθυπουργός θα πάψει να παρίσταται στις συνόδους κορυφής της Ε.Ε. για να καθορίσει τις προτεραιότητες του μπλοκ.
Επί 47 χρόνια, οι βρετανικές κυβερνήσεις επιδοκίμασαν τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές (κυρίως την ενιαία αγορά), προώθησαν τη διεύρυνση της Ε.Ε., προώθησαν μεταρρυθμίσεις για την αλιεία και τη γεωργία, αποφεύγοντας το ευρώ και τη ζώνη Σένγκεν. Η Βρετανία «είχε το καλύτερο δυνατό», σχολιάζει στην «Guardian» βετεράνος Γάλλος διπλωμάτης. Αποφάσισε να φύγει όμως. Και φεύγει.
Από οικονομική άποψη, βραχυπρόθεσμα, ένα μεγάλο μέρος του κινδύνου φαίνεται να έχει τιμολογηθεί, τουλάχιστον στις αγορές συναλλάγματος, όπου η στερλίνα εξακολουθεί να εξασθενεί σε σύγκριση με το πού βρισκόταν τον Ιούνιο του 2016. Μια ελαφρώς πιο σταθερή προοπτική θα μπορούσε να επιτρέψει την ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση, στην ίδια ζυγαριά θα πρέπει να συνυπολογιστεί και ο απρόβλεπτος παράγοντας των επικείμενων εμπορικών συνομιλιών.
Το κόστος για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η απώλεια είναι κατά κύριο λόγο αριθμητική. Ο πληθυσμός της θα μειωθεί κατά 66 εκατομμύρια, μία σημαντική συνεισφορά στον προϋπολογισμό της και πάνω από 15% του ΑΕΠ της. Κατά τα λεγόμενα της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, η Βρετανία «θα ειναι πια ένας ανταγωνιστής στην πόρτα μας».
Το Brexit θα έχει επίσης κόστος για την Ευρώπη και από γεωπολιτική άποψη, δεδομένου ότι, μαζί με τη Γαλλία και τη Βρετανία διαθέτει έως σήμερα τη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στην Ε.Ε και έχει μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Το διαζύγιο Βρετανίας - Ε.Ε. θα αφήσει και μεγάλο οικονομικό κενό, αν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εμφανίζεται απολύτως προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει προβλήματα και δυσλειτουργίες. «Θα εργαστούμε σκληρά για να διασφαλίσουμε ότι η αναστάτωση που θα προκαλέσει το Brexit θα είναι η ελάχιστη δυνατή για τους πολίτες, τους εργοδότες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές στη ζώνη του ευρώ και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.», έχει σχολιάσει η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Προκειμένου να καλυφθεί το οικονομικό κενό που θα δημιουργηθεί έχουν προταθεί διάφορες λύσεις, μεταξύ των οποίων του πρώην Ευρωπαίου επιτρόπου Προϋπολογισμού Γκίντερ Ετινγκερ για αφενός αύξηση της συμβολής των χωρών-μελών και αφετέρου περικοπή των παραδοσιακών πολιτικών της Ε.Ε. με σκοπό τη χρηματοδότηση ενός πιο «σύγχρονου» προϋπολογισμού με νέες προτεραιότητες (περιβάλλον, ασφάλεια, μετανάστευση, άμυνα).
Πρόθεση της Κομισιόν είναι επίσης να εκμεταλλευθεί το Brexit για να βάλει τέλος σε ένα μείζον θέμα του προϋπολογισμού της Ε.Ε., τις «επιστροφές», τις οποίες εξασφάλισε έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις για λογαριασμό της χώρας της, το 1984, η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ με το ιστορικό «θέλω τα λεφτά μου πίσω».
Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. έχουν ενδεχομένως αντέξει στη δοκιμασία του Brexit καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν και η υποστήριξη της Ε.Ε. στους πολίτες της γενικά έχει ενισχυθεί. Το Brexit έδωσε επίσης ένα ωφέλιμο μάθημα στα περισσότερα εθνικιστικά και ευρωσκεπτικα κόμματα του μπλοκ, τα οποία «στρογγύλεψαν» σταδιακά τις υποσχέσεις τους να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας.
Το Brexit όμως παραμένει Brexit. Μακροπρόθεσμα, στην ισορροπία των παγκόσμιων δυνάμεων, μια μικρότερη, κατακερματισμένη Ευρώπη είναι προφανώς μία ασθενέστερη Ευρώπη. Απέναντι σε μία επιθετική Κίνα και και τις απρόβλεπτες ΗΠΑ, η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι ασφαλώς πιο σκληρή, η εξωτερική πολιτική της κοινή και οι κανόνες της πιο αυστηροί ώστε να διασφαλίζουν ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες μπορούν να ανταγωνιστούν τους υπερπόντιους ανταγωνιστές τους.