Παρά τα φώτα της σκηνής που στράφηκαν στην επίσκεψη Μητσοτάκη στο Παρίσι, σε αναζήτηση -πέραν των γεωπολιτικών ερεισμάτων- «γαλλικού κλειδιού» για τα πρωτογενή πλεονάσματα και των παραδοσιακών επενδυτικών προσδοκιών, θα σταθούμε στην πραγματικά σημαδιακή έκδοση του 15ετούς ομολόγου, του πρώτου ελληνικού χαρτιού που δέχθηκαν οι διεθνείς αγορές να σηκώσουν έπειτα από έντεκα χρόνια «έκλειψης» της Ελλάδας, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Παρά τα φώτα της σκηνής που στράφηκαν στην επίσκεψη Μητσοτάκη στο Παρίσι, σε αναζήτηση -πέραν των γεωπολιτικών ερεισμάτων- «γαλλικού κλειδιού» για τα πρωτογενή πλεονάσματα και των παραδοσιακών επενδυτικών προσδοκιών, θα σταθούμε στην πραγματικά σημαδιακή έκδοση του 15ετούς ομολόγου, του πρώτου ελληνικού χαρτιού που δέχθηκαν οι διεθνείς αγορές να σηκώσουν έπειτα από έντεκα χρόνια «έκλειψης» της Ελλάδας.
Χωρίς ασπίδα προστασίας των διαδοχικών μέτρων Eurogroup (η λήξη του 15ετούς είναι Φεβρουάριος 2035, ενώ το 2032 μας τελειώνει η βεβαιωμένη βιωσιμότητα του χρέους) και με τη δικαιολογημένα υπερήφανη διατύπωση του υπευθύνου του ΟΔΔΗΧ Δημήτρη Τσάκωνα, δανεική από τις ημέρες Ομπάμα, «Yes we can!». Το γεγονός ότι με το 15ετές αντλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ (από υπερεπταπλάσιες προσφορές) στο 1,875% (κάτω από το συμβολικά σημαντικό 2%), με κατεύθυνση τη μείωση της εξάρτησης από έντοκα γραμμάτια -πράγμα που θα δώσει και πρόσθετες δυνατότητες στις συστημικές τράπεζες- ας καταγραφεί ως πραγματική διεκδίκηση της κανονικότητας, πέραν ωραιολογιών.
Η «θετική ώσμωση» με την οποία η έκδοση του 15ετούς βελτίωσε τις αποδόσεις και του 10ετούς (μέχρι και σε 1,165%, ενώ είχε κολλήσει γύρω στο 1,3%) και του 5ετούς σαφώς κάτω από το 0,5%, στο 0,335%, δημιουργεί μια συνολική έλξη για όποιον κοιτάξει προς Ελλάδα. Προσοχή βέβαια: όλα αυτά τα ωραία σε μια αγορά που παραμένει «εξαιρετικά ρηχή και εύκολα επηρεάσιμη» - όμως, σ’ αυτήν τη φάση, στα θετικά.
Καθώς όλοι έδειξαν πρόθυμοι να συνδυάσουν την πετυχημένη έξοδο με 15ετές με την προ εβδομάδας αναβάθμιση από τη Fitch -που μας έχει στην καλύτερη βαθμίδα αξιολόγησης από τις rating agencies- ας σταθούμε λίγο περισσότερο στη δική της συλλογιστική. Πρώτα-πρώτα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συγκριθεί η τωρινή της επιχειρηματολογία με την προ έτους διατύπωση επιφυλάξεων (τέλη Φεβρουαρίου του 2019) που είχε θεωρήσει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να ξαναβρεθεί «σε βαθιά κρίση της οικονομίας της», όμως περισσότερο είχε προβληματίσει ο λόγος εκείνης της στάσης: έβλεπε η ανάλυσή της «πρόβλημα με τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών», αλλά και με τις επικρεμάμενες δικαστικές αποφάσεις «για αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων». Από δίπλα και μια γενική αμφιθυμία για τα δημοσιονομικά 2019-20, αλλά και την «αναιμική» μεσοπρόθεσμη τάση της ανάπτυξης (στο 1,2%).
Η Fitch δεν «ωρίμασε» απότομα: τον Αύγουστο του 2019 είχε χαρίσει στην Ελλάδα τουλάχιστον θετική προοπτική/outlook, παραμένοντας στις «αδύναμες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης». Αυτή διέψευσε ευχάριστα τώρα και καταγράφοντας υπεραπόδοση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και δεχόμενη «ενίσχυση του ΑΕΠ για το 2019 κατά 2,2% από 1,9% του 2018, και μάλιστα εντός δύσκολου εξωτερικού περιβάλλοντος». Μ’ αυτήν τη βάση, μίλησε πλέον για στόχο 2,5% για το 2020-21, αν και κράτησε επιφυλάξεις για τις επενδυτικές προοπτικές, όμως με επιβράδυνση της ανάπτυξης «στο 1,2% μέχρι το 2027». Για τις τράπεζες και την απειλή των αναδρομικών, σαφώς λιγότερα…
Περνώντας, τώρα, από τις προσεγγίσεις των οίκων αξιολόγησης στον «επίσημο τομέα» αξίζει να ξαναδεί κανείς το περισσότερο-παρά-ποτέ διεκπεραιωτικό και ατάραχο ύφος της δήλωσης των επικεφαλής των θεσμών (δηλαδή τής υπό τη μετονομασία λόγω Βαρουφάκη τρόικας…) μετά το πέρασμά τους την προηγούμενη εβδομάδα από την Αθήνα για την 5η μεταμνημονιακή αξιολόγηση: «Η αποστολή είχε παραγωγικές συζητήσεις για την κατάσταση, την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί, αλλά και για τις βασικές προκλήσεις τις οποίες συνεχίζει να αντιμετωπίζει η χώρα».
Και να συγκρίνει την έκκληση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδώνιδος Γεωργιάδη (στα καθοδηγητικά πρωινάδικα της τηλεόρασης, όταν αυτά δεν μονοπωλούνται από το Ασφαλιστικό) «ο κόσμος να ρυθμίσει τα δάνειά του μέχρι 30ής Απριλίου […] δεν θέλω να δω τον κόσμο να χάνει τα σπίτια του άδικα». Αλλά και με τη συνεχιζόμενη αγχώδη προσπάθεια του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση να δείξει -στα ίδια καθοδηγητικά πρωινάδικα- πόσο το Ασφαλιστικό θα μπει σε νέα τροχιά («βιωσιμότητας μέχρι το 2070») με βελτίωση των συντάξεων και με μείωση των εισφορών και με αναδρομικά. Θα φροντίσει γι’ αυτό ο προϋπολογισμός.
Τι βλέπουμε; Ότι όχι μόνον η Ελλάδα του 2020 κινείται εκτός μνημονίων, αλλά και ότι ανακτά παλιότερα αντανακλαστικά. Και οι «εταίροι» της χώρας, παρομοίως: αν έχουν επιφυλάξεις, τις κρατούν για τον εαυτό τους.
Πίσω στην τρόικα/τους θεσμούς: «Στενός διάλογος σχετικά με τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί». Κόκκινα δάνεια; Ασφαλιστικό; Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον, τελικά.