Απόψεις
Τρίτη, 28 Ιανουαρίου 2020 12:35

Τα social media και ο θάνατος... των άγραφων κανόνων

Κάθε φορά που ένα δημόσιο πρόσωπο φεύγει από τη ζωή, το ερώτημα επιστρέφει. Απαλλάσσονται οι νεκροί από τις αμαρτίες τους, συγχωρούνται τα πάντα; Παύει να υφίσταται η δυνατότητα άσκησης κριτικής στους ζώντες; Προφανώς όχι. Υπάρχει όμως κάτι γενικά αποδεκτό ανά τον κόσμο, ένας άτυπος νόμος που διαχρονικά απαντάται σε κάθε σχεδόν κουλτούρα.

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Κάθε φορά που ένα δημόσιο πρόσωπο φεύγει από τη ζωή, το ερώτημα επιστρέφει. Απαλλάσσονται οι νεκροί από τις αμαρτίες τους, συγχωρούνται τα πάντα; Παύει να υφίσταται η δυνατότητα άσκησης κριτικής στους ζώντες; Προφανώς όχι. Υπάρχει όμως κάτι γενικά αποδεκτό ανά τον κόσμο, ένας άτυπος νόμος που διαχρονικά απαντάται σε κάθε σχεδόν κουλτούρα.

Τα πρώτα 24ωρα μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου- ακόμη και του πιο αμφιλεγόμενου, πόσο μάλλον ενός ευρύτατα αγαπητού- εστιάζουμε στα καλά, στην προσφορά του, στο τι σήμαινε για το χώρο, που τον ανέδειξε. Δεν ξεχνούμε τα όποια μελανά σημεία στο βίο ή την προσωπικότητα. Αλλά αφήνουμε χώρο και χρόνο στο πένθος, στις αναμνήσεις, στις εκδηλώσεις επαίνων, αγάπης και θαυμασμού. Όλα τα υπόλοιπα μπορούν να έρθουν σε δεύτερο χρόνο.

Γιατί; Είναι υποχρεωτικό να δείξουμε μετά θάνατον σεβασμό σε κάποιον που δεν μας ενέπνεε κάτι τέτοιο όσο ήταν εν ζωή; Είναι επιτακτική η «αγιοποίηση»; Όχι. Είναι όμως ελάχιστη ένδειξη ανθρωπιάς το να σεβαστούμε τους οικείους του. 

Αυτό δεν σε σκέφτηκε η δημοσιογράφος της Washington Post, η οποία δεν περίμενε να περάσουν παρά λίγες ώρες από την τραγική είδηση του θανάτου του Κόμπιν Μπράιαντ (και οκτώ ακόμη ανθρώπων, μεταξύ των οποίων παιδιά) για να θυμίσει με ανάρτηση στο Twitter άρθρο του 2016 για τις καταγγελίες σεξουαλικής επίθεσης, που είχαν γίνει εναντίον του εκλιπόντος το 2003. Η εφημερίδα την έθεσε σε διαθεσιμότητα. Η αντίδραση στην απόφαση ήταν σχεδόν εξίσου έντονη με τις αντιδράσεις για την επιλογή της δημοσιογράφου Τα διαδικτυακά βέλη που δέχθηκε ήταν από μόνο τους αρκετά, έγραψαν συνάδελφοί της σε άλλα μέσα. Μία δημόσια ανακοίνωση με την οποία η εφημερίδα θα εξέφραζε τη διαφωνία της θα ήταν ίσως πιο κατάλληλη από μία απόφαση που ερμηνεύθηκε από πολλούς «προσπάθεια φίμωσης». 

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για την κίνηση της δημοσιογράφου και την «απάντηση» της εφημερίδας, μπορεί κανείς εύκολα να δει πως όλα τα παραπάνω είναι φαινόμενο της εποχής των social media. H  δημοσιογράφος δεν θα σκεφτόταν να επισημάνει κάτι τέτοιο σε ένα επίσημο άρθρο την επομένη της είδησης. Έσπευσε όμως να το ποστάρει συνηθισμένη στον αγώνα ταχύτητας που μας έχουν επιβάλλει οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Και οι εργοδότες της  απάντησαν με την ίδια ταχύτητα, θέλοντας ενδεχομένως να προλάβουν μία εκτός ελέγχου "social" αντίδραση.

Τα social media έχουν γίνει μέρος της ζωής μας, αλλάζουν τις συνήθειές μας, τον τρόπο που εισπράττουμε, επεξεργαζόμαστε και μεταδίδουμε την πληροφορία. Θα αλλάξουν και τους άγραφους διαχρονικούς κανόνες;