Τελικά, τη «χάρισε» την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας η Fitch στις χειμερινές της αξιολογήσεις, φέρνοντάς την σε διαβάθμιση ΒΒ (από ΒΒ-) και προσθέτοντας/διατηρώντας θετικό outlook-προοπτική, προάγγελο συνέχισης των αναβαθμίσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Τελικά, τη «χάρισε» την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας η Fitch στις χειμερινές της αξιολογήσεις, φέρνοντάς την σε διαβάθμιση ΒΒ (από ΒΒ-) και προσθέτοντας/διατηρώντας θετικό outlook-προοπτική, προάγγελο συνέχισης των αναβαθμίσεων.
Με μια από τις τρεις βασικές rating agencies να μας έχει πλέον δύο βαθμίδες κάτω από το investment grade, με την S&P να μας διατηρεί τρεις βαθμίδες κάτω (η τελευταία κίνησή της ήταν τον Οκτώβριο, η επόμενη αναμένεται την άνοιξη, πασχαλιάτικα), τη δε πάντα πιο επιφυλακτική Moody’s ακόμη στις τέσσερεις βαθμίδες υστέρηση, το οικονομικό επιτελείο ευλόγως αισθάνθηκε ανακούφιση: μια τωρινή καθυστέρηση θα λειτουργούσε αποθαρρυντικά.
Δεν παύουν να χρειάζονται αρκετές περαιτέρω αναβαθμίσεις προκειμένου να αξιωθεί η Ελλάδα να ενταχθεί στην -συνεχιζόμενη, σε δεύτερη φάση από τον περασμένο Οκτώβριο- πολυπόθητη ποσοτική χαλάρωση/πρόγραμμα αγοράς κρατικών (και όχι μόνο) τίτλων της ΕΚΤ (μια τουλάχιστον rating agency χρειάζεται να μας έχει σε investment grade), πράγμα που υποτίθεται ότι θα περιόριζε ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού ενισχύοντας και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος.
Όταν βρισκόμασταν στα περίχωρα του 4% στις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών, η προσδοκία ήταν για ωφέλεια γύρω στα 70 bps, δηλαδή 0,7%. Τώρα που έχουμε προσγειωθεί αισίως κάτω από το 1,5% στις αποδόσεις του benchmark χαρτιού, η ελπιζόμενη βελτίωση θα είναι βέβαια μικρότερη. Όμως βοηθιέται συνολικά η εικόνα της οικονομίας - παρακολουθήστε για παράδειγμα πώς θα τιμολογηθούν οι τίτλοι που θα βγάζουν οι τράπεζες στα πλαίσια του Σχεδίου «Ηρακλής», προκειμένου να πάρουν ανάσα τα χαρτοφυλάκιά τους από τα κόκκινα δάνεια.
Αυτές οι κινήσεις και προοπτικές έχουν ορίζοντα μηνών - για τη δε προσέλευση στο Γκράαλ της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, annus mirabilis δείχνει να είναι το 2021. Οι καημένες οι αγορές, που επί τόσα χρόνια την είχαν την Ελλάδα στο ψυγείο, την «ανεκάλυψαν» πάλι το 2019 (και κέρδισαν πολλά όσοι μπήκαν στις τρεις-τέσσερεις τελευταίες κινήσεις του ΟΔΔΗΧ, όσο κι αν τα ποσά που πονταρίστηκαν σε ελληνικό χαρτί παρέμειναν κατ’ ανάγκην περιορισμένα. Αλλά και οι θεσμικοί μας δανειστές που έχουν ελληνικό χαρτί στα χέρια τους χαμογελούν). Οπότε το επόμενο βήμα στις αγορές αναμένεται άμεσα: νέα έξοδος στις αγορές για -συμβολικό- ποσό γύρω στα 2 δισ., αλλά με 15ετές ομόλογο.
Μετά και την κίνηση έκδοσης 30ετούς, με αντικατάσταση ομολόγων λήξεως 2025 («σκιάς» του διαβόητου εκείνου swap της Goldman Sachs που στοίχειωσε την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη…), αλλά σε βάση ιδιωτικής τοποθέτησης με την Εθνική, η στόχευση του 15ετούς είναι να κάνει τις αγορές να αναγνωρίσουν το αξιόχρεο Ελλάδας για περίοδο πέραν της ισχύος της «ομπρέλας εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους» την οποία έχουν δώσει στην Ελλάδα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που έχει ψηφίσει/δεχθεί το Eurogroup και την έξοδο από τα μνημόνια το καλοκαίρι του 2018, με επιβεβαίωση ESM το ίδιο φθινόπωρο. Η αναβολή των τόκων και πληρωμών για τα δάνεια EFSF είναι μέχρι και το 2032, οπότε το 15ετές με λήξη 2035 «καλεί» τις αγορές να δεχθούν ελληνικό ρίσκο αφ’ εαυτών, χωρίς ομπρέλα.
Αν η Κύπρος έβγαλε δικό της 15ετές πριν από έναν χρόνο (και περίπου 1 χρόνο μετά την επίτευξη διαβάθμισης investment grade της) με κουπόνι 2,75% βρέθηκε συντόμως με απόδοση κάτω από το 2%. Κάπου εκεί θα στοχεύσει η επιδιωκόμενη έκδοση του ελληνικού 15ετούς (υπενθυμίζεται ότι και προ μηνών είχε συζητηθεί, ύστερα περάσαμε στο «κράτει!»), υπό σημερινές συνθήκες.
Αυτή η αφορμή -δηλαδή η ευθεία απεύθυνση, που θα ‘λεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, από τις αγορές σε μακροπρόθεσμο βάθος- ας λειτουργήσει προσγειωτικά για τη διαφαινόμενη ενδοκυβερνητική αντιπαράθεση ως προς τη δημοσιονομική επίπτωση αποφάσεων με (ακριβώς!) μακροπρόθεσμο/διαρθρωτικό χαρακτήρα. Όπως εκείνες του Ασφαλιστικού, που φέρνουν «απέναντι» ως φαίνεται τον υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση («απηλλαγμένο» μεν από τον υφυπουργό του Νότη Μηταράκη, αλλά σε σταθερή ανακοίνωση φιλολαϊκών μέτρων για αναδρομικά και για αυξήσεις από τις παραδοσιακές τηλεοπτικές εκπομπές υποσχέσεων προς συνταξιούχους) και των Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα (ο οποίος, τι να κάνουμε!, έχει μια κυλιόμενη διαπραγμάτευση με Eurogroup και… επαφή με τις αγορές).
Μπορεί η υπόσχεση για εφάπαξ καταβολή αναδρομικών να έχει κόστος «μόλις» 0,2% του ΑΕΠ, μπορεί οι διαρρυθμίσεις ποσοστών αναπλήρωσης και η χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού από τον προϋπολογισμό σε πάγια βάση να είναι «μόνον» 0,5%, μπορεί και όντως να είμαστε εκτός μνημονίων. Όμως τα ποσά αθροίζουν. Και, όταν απευθύνεσαι στις αγορές (και όχι μόνον στην τρόικα) οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις παρακολουθούνται. Πιο αργά, αλλά παρακολουθούνται.