Σαράντα χρόνια από την έκδοσή του, «Το Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο ανεβαίνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη σκηνή του Altera Pars. Ο διεθνούς αναγνώρισης, πολυβραβευμένος οπερατικός και θεατρικός σκηνοθέτης Michael Seibel –που γεννήθηκε στην Γερμανία και ζει τα τελευταία 25 χρόνια στην Ελλάδα, μίλησε μαζί μας.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Σαράντα χρόνια από την έκδοσή του, «Το Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο ανεβαίνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη σκηνή του Altera Pars, σε σκηνοθεσία του Michael Seibel και διασκευή του βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και δημοσιογράφου Stefano Massini - το πρώτο θεατρικό ανέβασμα έγινε στο ιστορικό Piccolo Teatro του Μιλάνο, με τη δική του υπογραφή, το 2016 [Μεγ. Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός].
Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Έκο, το οποίο έγραψε λίγο πριν το κατώφλι των πενήντα χρόνων του. Έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες και έχει πουλήσει 50 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ η εφημερίδα Le Monde το συμπεριέλαβε στη λίστα με τα 100 αριστουργήματα του 20ού αιώνα.
Μεταφέρθηκε αριστουργηματικά στον κινηματογράφο από τον Ζαν–Ζακ Ανό, το 1986, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερυ στον ρόλο του Γουλιέλμου του Μπάσκερβιλ και τον Κρίστιαν Σλέιτερ ως Άντσο -μια ταινία που συγκλονίζει τους θεατές ακόμη και σήμερα. Τον περασμένο Μάρτιο, δε, προβλήθηκε σε σειρά οκτώ επεισοδίων στη δημόσια ιταλική τηλεόραση, με πρωταγωνιστή τον Τζον Τουρτούρο. Μάλιστα, ο ίδιος ο Έκο είχε εγκρίνει το προσχέδιο του σεναρίου πριν από τον θάνατό του, το 2016.
Ο διεθνούς αναγνώρισης, πολυβραβευμένος οπερατικός και θεατρικός σκηνοθέτης Michael Seibel –που γεννήθηκε στην Γερμανία και ζει τα τελευταία 25 χρόνια στην Ελλάδα, μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση;
«Όλη η υπόθεση έχει να κάνει με ένα βιβλίο. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία το βιβλίο, το διάβασμα, η μόρφωση είναι κάτι που χάνεται όλο και περισσότερο. Η μόρφωση όμως είναι ένας βασικός παράγοντας, καθοριστικός και καταλυτικός για την πορεία της ζωής του ανθρώπου και την εξέλιξή του. Οδηγεί στη γνώση, η οποία δεν περιορίζεται στον επαγγελματικό τομέα μόνο, αλλά συμβάλλει στην ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου και της συνείδησης του κάθε ανθρώπου για την απόκτηση της εσωτερικής ελευθερίας. Η μόρφωση φέρνει σε επαφή και εξοικειώνει τον άνθρωπο με την πληροφορία και κατ’ επέκταση καλλιεργεί και τροφοδοτεί την επικοινωνία. Ενδυναμώνει τη σκέψη, την αναζήτηση, τη ζύμωση και την κυοφορία νέων προσεγγίσεων - ιδεών - αντιλήψεων που οδηγούν την κοινωνία στην πρόοδο και την ανάπτυξη όλων των μελών της. Ο Δημόκριτος θεωρεί την εκπαίδευση ως μια διά βίου λειτουργία σε τρία επίπεδα: α) ως απόκτηση δεξιοτήτων -αναγκαίων για την προσαρμογή στις απαιτήσεις της ζωής, β) ως απόκτηση της αρετής -αναγκαίας ιδιότητας για τις αμοιβαίες σχέσεις στην κοινωνία και γ) ως απόκτηση γνώσεων, μιας πνευματικής χαράς που αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας και βέβαια της εσωτερικής ελευθερίας. Το «γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος» του Σόλωνα συμβάλλει στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων, ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα, την ανάληψη ευθυνών και φυσικά το κριτικό πνεύμα. Το θέμα της μόρφωσης και της δύναμής της αποτελεί, όπως προείπα, και το βασικότερο επίπεδο ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Έκο».
Μια περιγραφή της υπόθεσης;
«Ένας φραγκισκανός μοναχός καλείται σ’ ένα απομονωμένο μοναστήρι βενεδικτίνων, με σκοπό να λύσει έναν μυστηριώδη θάνατο. Η άφιξή του, όμως, πυροδοτεί μια σειρά φόνων, οι οποίοι φαίνεται πως συνδέονται μ’ ένα σπάνιο βιβλίο: τον δεύτερο τόμο της “Ποιητικής” του Αριστοτέλη που αναφέρεται στην Κωμωδία. Και ενώ η μία δολοφονία διαδέχεται την άλλη, στο μοναστήρι καταφτάνει ένας απεσταλμένος της Ιεράς Εξέτασης, έτοιμος να στείλει στην πυρά όσους δεν συμμορφώνονται με το γράμμα των εκκλησιαστικών νόμων».
Τι σας προσέλκυσε στην ενασχόληση με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;
«Η πολυεπίπεδη ανάγνωση αυτού του κειμένου αποτέλεσε για μένα πρόκληση ενασχόλησης. Το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο “Το όνομα του Ρόδου” είναι ένα ρεαλιστικό έργο, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί σε διάφορα επίπεδα. Αποτελεί καταρχάς μία αστυνομική ιστορία, στην οποία ο αναγνώστης περιμένει να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας παραπέμπει σε έναν “μεσαιωνικό Σέρλοκ Χολμς”. Το δεύτερο επίπεδο είναι καθαρά ιστορικό. Η ιστορία εκτυλίσσεται στον ύστερο Μεσαίωνα, δίνοντας στον αναγνώστη πολλές πληροφορίες για μία εποχή, που οδεύει αργά και βασανιστικά στην Αναγέννηση. Το τρίτο επίπεδο είναι φιλοσοφικό και θεολογικό. Οι αιρέσεις, οι θεολογικές διαφωνίες των λογίων της Εκκλησίας την εποχή εκείνη, η σύγκρουση του καλού με το κακό, όπως διαφαίνεται μέσα από την αντιπαράθεση των δύο μερών της Ποιητικής του Αριστοτέλη: το πρώτο αναφέρεται στην Τραγωδία, δηλαδή στο καλό, στο ιερό. Το δεύτερο στην κωμωδία και εκπροσωπεί το κακό και το βέβηλο. Το βασικότερο επίπεδο κατά τη γνώμη μου είναι καθαρά ποιητολογικής υφής: η αγάπη για τα βιβλία και την ανάγνωση. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες είναι ένας φανατικός βιβλιοφάγος και όλη η υπόθεση έχει να κάνει με ένα βιβλίο, για το οποίο θύτης και θύματα είναι σε θέση να κάνουν τα πάντα. Ο δράστης των δολοφονιών, ο τυφλός βιβλιοθηκάριος Χόρχε ντε Μπούργκος παραπέμπει στον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος ήταν επίσης τυφλός και βιβλιοθηκάριος. Μάλιστα η βιβλιοθήκη της Μονής μοιάζει με εκείνη τη βιβλιοθήκη, την οποία ο Μπόρχες περιγράφει στο διήγημά του “Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ”. Αυτά τα επίπεδα ανάγνωσης καλούμαι να τα μεταφέρω επί σκηνής, μέσα σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο».
Κάποιο σχόλιό σας για τη διασκευή του Stefano Massini;
«Ο Massini κατάφερε, κατά τη γνώμη μου, να ενσωματώσει κατά τη θεατρική επεξεργασία του αριστουργήματος του Έκο την πυκνότητα και τα πολλά επίπεδα του μυθιστορήματος. Και, φυσικά, δεν μπορεί το πρωτότυπο να μεταφερθεί αυτούσιο στη σκηνή. Δεν είναι και το ζητούμενο μίας τέτοιας ενασχόλησης. Πρόκειται, καταρχάς, για δύο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Το θέατρο ως παραστατική τέχνη είναι πάντα συνδεδεμένο με ένα ζωντανό γεγονός που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του θεατή, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση και αμφίδρομη σχέση με τον ηθοποιό και την υπόλοιπη αισθητική δράση. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η παράσταση καταλαμβάνει έναν συγκεκριμένο χρόνο και είναι αναγκαστικά εκτεθειμένη στο πρόσκαιρο και το παροδικό. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με το μυθιστόρημα, το οποίο απευθύνεται σε ένα αναγνωστικό κοινό. Είναι αδύνατο μέσα σε 130 περίπου λεπτά να αποδοθεί στο μέγιστο η έκταση και το βάθος ενός τέτοιου λογοτεχνικού έργου. Θεωρώ ότι η θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος από τον Massini είναι πολύ πετυχημένη με αρχή, μέση και τέλος και κατάλληλη αισθητικά για τον θεατή, δίνοντάς του με τον καλύτερο τρόπο μία ιδέα του μεγαλείου που διέπει το έργο του Ουμπέρτο Έκο».
Που επικεντρώθηκε η δική σας, σκηνοθετική ματιά; Η θητεία σας στην όπερα επηρέασε το αποτέλεσμα;
«Καταρχήν, ανάμεσα σε ένα θεατρικό και ένα μουσικοθεατρικό έργο, όπως την όπερα, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά όσον αφορά στη σκηνοθετική εργασία. Η διαφορά έγκειται στον τρόπο προσέγγισης. Ο σκηνοθέτης ενός θεατρικού έργου πρόζας έχει μπροστά του το κείμενο, το οποίο καλείται να αναγνώσει και να κατανοήσει. Ο σκηνοθέτης της όπερας καλείται επιπλέον να αναγνώσει και να κατανοήσει και το μουσικό κείμενο, τη μουσική δηλαδή, αντιμετωπίζοντας το έργο ως συνολικό έργο τέχνης, αποκτώντας έτσι ερεθίσματα που θα τον καταστήσουν ικανό στη μεταφορά της όπερας στη θεατρική σκηνή. Σε αυτήν την περίπτωση, οι μουσικές γνώσεις ενός σκηνοθέτη αποτελούν προτέρημα για το ανέβασμα ενός μουσικοθεατρικού έργου και φυσικά επηρεάζουν θετικά τη σκηνοθετική σύλληψη. Στην όπερα, ο συνθέτης έχει ήδη δείξει μέσα από την παρτιτούρα τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το λιμπρέτο, θα τραγουδηθεί. Αυτό που δεν υπάρχει ακόμα είναι η παράσταση του έργου επί σκηνής. Στο θέατρο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχει μόνο το κείμενο και καμία ένδειξη από μέρους του δημιουργού πώς θα αποδοθεί. Αυτό καλείται ο σκηνοθέτης, μέσα από τις πρόβες, να το ανακαλύψει και στη συνέχεια να το ορίσει. Αφού επιτευχθεί αυτό, τότε καλείται να δει το θεατρικό έργο, επίσης, ως συνολικό έργο τέχνης και να βάλει τα θεμέλια για την επί σκηνής παρουσίασή του, έχοντας επιλέξει τους θεματικούς άξονες, στους οποίους θα κινηθεί σκηνοθετικά.
Όλοι γνωρίζουμε ότι “Το Όνομα του Ρόδου”, εκτός από δημοφιλές ανάγνωσμα, σηματοδότησε κατά την τελευταία εικοσαετία του περασμένου αιώνα τη συγγραφή πολυσέλιδων μυθιστορημάτων που χαρακτηρίστηκαν από την επάνοδο του επικού στοιχείου και των δραματικών χαρακτήρων. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι αυτά που με ώθησαν αρχικά να ασχοληθώ σκηνοθετικά με την επί σκηνής μεταφορά του μυθιστορήματος αυτού. Η σκηνοθεσία θα καταδείξει τον φανατισμό -και τους κινδύνους που εγκυμονεί, προβληματίζοντας και παράλληλα διδάσκοντας τον θεατή. Ευελπιστώ ότι μέσα από αυτή την παράσταση, ο θεατής θα σκύψει περισσότερο μέσα του, θα αναγνωρίσει τον δικό του προσωπικό φανατισμό και θα κατανοήσει πόσο αυτός δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική του ζωή. Θα συνειδητοποιήσει ότι η βιαιότητα και η άκαμπτη μισαλλοδοξία, απόρροια του φανατισμού, αδρανοποιούν τις δημιουργικές του δυνάμεις και παρουσιάζονται ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του. Το έργο αυτό δίνει έμφαση στη σημασία της ορθής, ανθρωπιστικής παιδείας που προσφέρει στους ανθρώπους αφενός την ικανότητα να κρίνουν με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου τους εξοπλίζει με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Και όλα αυτά τα επιτυγχάνει η ανθρωπιστική παιδεία με την ανάδειξη της σημασίας του διαλόγου στην αναζήτηση της αλήθειας, της ανεκτικότητας στις διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, της κατανόησης ότι η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη ή μονόπλευρη, αλλά και της αξίας της αμφισβήτησης ως μέσου για τη διαρκή βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η ελευθερία έκφρασης και σκέψης, η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια συνιστούν βασικές ποιότητες για τους πολίτες μίας υγιούς κοινωνίας».
Κάποια ή κάποιες δυσκολίες που διακρίνατε στη μεταφορά του μυθιστορήματος στη θεατρική σκηνή;
«Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στη μεταφορά του μυθιστορήματος επί σκηνής και αφορά περισσότερο στην αισθητική που έπρεπε να επιλέξω. Με ποια, δηλαδή, αισθητικά μέσα θα επιτύχω τη μεταφορά ενός μεταμοντέρνου μυθιστορήματος στη σκηνή ώστε το αποτέλεσμα να είναι ρεαλιστικό, όπως ρεαλιστικό είναι και το μυθιστόρημα, και εύληπτο από τους θεατές. Δεν έχουμε πλέον αναγνωστικό κοινό, αλλά θεατές, στους οποίους απευθύνεται η συγκεκριμένη δημιουργία».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο από το έργο ή περιγράψτε μας μια σκηνή. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Η συμβουλή του Γουλιέλμου του Μπάσκερβιλ στον βοηθό του, Άντσο, με εντυπωσίασε από την αρχική ανάγνωση του έργου: “Πρόσεχε, Άντσο, αυτούς που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, γιατί συνήθως πεθαίνουν και πολλοί άλλοι μαζί τους, συχνά πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί γι’ αυτούς”.»
Βάζοντας στην άκρη «Το Όνομα του Ρόδου», ένα βιβλίο που αγαπάτε ιδιαίτερα;
«“Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα” του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Αυτό το μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ είναι και το πιο γνωστό του έργο και αποτελεί μία σατιρική γκροτέσκ σύλληψη και εκδοχή του φαουστικού θέματος και μοτίβου και συνάμα ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο. Θεωρώ αυτό το μυθιστόρημα μία από τις πιο σημαντικές δημιουργίες του 20ού αιώνα».
Γεννημένος στη Γερμανία, εδώ και πολλά χρόνια έχετε επιλέξει να ζείτε στην Ελλάδα. Τι σας κράτησε εδώ;
«Η απόφασή μου να διαμείνω στην Ελλάδα δεν ήταν μία τυχαία απόφαση, ένα τυχαίο γεγονός. Η ανάπτυξή μου ως ανθρώπου αλλά και η καλλιτεχνική μου σταδιοδρομία είναι στενά και βαθιά συνδεδεμένες με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Ακόμα και αν αυτό δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, οι Έλληνες χαρακτηρίζονται από μία βαθιά αγάπη για τη ζωή. Η ελαφρότητα στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας, η ευελιξία των ανθρώπων, όπως και αν αυτή εκδηλώνεται, είναι χαρακτηριστικά που δεν τα συναντάμε στους κατοίκους της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτή η ελαφρότητα τού είναι, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, είναι κάτι που πάντα με εντυπωσιάζει στους Έλληνες και με κάνει να πιστεύω ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα, με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να αντιμετωπίζουν τις περιόδους κρίσης. Για μένα, ήταν πάντα σημαντικό να δείχνω αλληλεγγύη στους ανθρώπους που δοκιμάζονται από την κρίση, η οποία ακόμα μαστίζει την Ελλάδα. Με την εργασία μου στον τομέα του θεάτρου και της όπερας, αλλά και με την αγάπη μου για τη διδασκαλία δείχνω την αλληλεγγύη μου στους Έλληνες».
Κάτι που απολαμβάνετε στην Ελλάδα;
«Όπως προείπα, απολαμβάνω την ελαφρότητα τού είναι».
Και κάτι που σας δυσαρεστεί εδώ;
«Είναι ερώτηση παγίδα; Θα προσπαθήσω, όμως, να απαντήσω. Αυτό που με δυσαρεστεί εδώ στη Ελλάδα είναι το γεγονός ότι ο Έλληνας βρίσκεται αιχμαλωτισμένος στο εγώ του με αποτέλεσμα να χάνει τον έλεγχο σε πολλά πράγματα, κάτι που δυσκολεύει τη συνύπαρξη των ανθρώπων μεταξύ τους. Επίσης, με φοβίζει η άγνοια, η απουσία θέλησης για γνώση. Το να μην αμφιβάλλουν οι άνθρωποι, να μην αναρωτιούνται για το τι συμβαίνει γύρω τους, να μην εξετάζουν όσα τους λένε, αλλά να τα δέχονται άκριτα. Με φοβίζει, επίσης, η απουσία του αισθήματος της συλλογικότητας. Ο καθένας ζει στον δικό του μικρόκοσμο κι αυτό ώρες ώρες με τρομάζει. Παρόλα αυτά, αρκετοί Έλληνες ενδιαφέρονται για τον συνάνθρωπό τους. Το να θέλει κάποιος να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τις ανησυχίες του διπλανού του, να δείχνει πως νοιάζεται για τους άλλους, είναι πραγματικά πολύ ελπιδοφόρο».
Τι σας λείπει πολύ από τη Γερμανία;
«Αυτό που μου λείπει είναι οι άνθρωποι, που έχω αφήσει πίσω μου. Επίσης, το εύρος της θεατρικής παραγωγής στη Γερμανία, η κριτική αντιπαράθεση με συναδέλφους, οι οποίοι στοχεύουν στη βελτίωση και εξέλιξη. Και, όμως, εδώ έχω βρει μία δεύτερη πατρίδα και νέους ανθρώπους που είναι σημαντικοί στη ζωή μου, συναδέλφους που χαίρονται να συνεργάζονται μαζί μου, σπουδάστριες και σπουδαστές που διψούν για γνώση. Αυτά είναι αρκετά, για να με κάνουν να συνεχίζω να διαμένω εδώ».
Ταυτότητα Παράστασης
Συγγραφέας: Ουμπέρτο Έκο
Θεατρική διασκευή: Stefano Massini
Σκηνοθεσία: Michael Seibel
Σκηνικά-κουστούμια: Λαμπρινή Καρδαρά
Μουσική: Γιώργος Καγιαλίκος
Κινησιολογία: Ανούσκα Οικονόμου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Motion Graphics: Βαγγέλης Καλαιτζίδης
Μετάφραση: Ντίνα Μπόγρη
Φωτογραφία: Μαρία-Αγγελική Γκίντη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ara Bogosian
Ερμηνεύουν (με σειρά εμφάνισης): Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Μίλτος Δημουλής, Αντώνιος Αντωνιάδης, Δημήτρης Νικολόπουλος, Ιωάννης Πολιτάκης, Κωνσταντίνος Συράκης, Παναγιώτης Σπηλιόπουλος, Στέλιος Γεράνης, Αντώνης Αντωνάκος, Ara Bogosian, Παναγιώτης Δαβιδόπουλος, Μαρίνος Ορφανός, Σάκης Τσινιάρος, Αλέξανδρος Ζαχαρέας, Πασχάλης Μερμιγκάκης, Μανώλης Δεστούνης, Νατάσα Κορομβόκη, Νίκος Πανόπουλος.