Απόψεις
Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου 2020 08:35

Περί αναπτυξιακών σχεδίων, ΕΣΠΑ, συνοχής...

Με Εθνικό Αναπτυξιακό Συνέδριο για το ΕΣΠΑ 2021-27 επεδίωξε η κυβέρνηση να ανοίξει έναν διάλογο, προκειμένου να επανέλθει στο προσκήνιο ο προγραμματισμός των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων με στήριξη/χρηματοδότηση Ε.Ε. στην ερχόμενη προγραμματική περίοδο.

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Με Εθνικό Αναπτυξιακό Συνέδριο για το ΕΣΠΑ 2021-27 επεδίωξε η κυβέρνηση να ανοίξει έναν διάλογο, προκειμένου να επανέλθει στο προσκήνιο ο προγραμματισμός των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων με στήριξη/χρηματοδότηση Ε.Ε. στην ερχόμενη προγραμματική περίοδο.

Δεν αποφεύχθηκαν βέβαια οι παραδοσιακές αντεγκλήσεις - η παρουσία Κυριάκου Μητσοτάκη στο Συνέδριο, στο Μέγαρο Μουσικής, όπου κατέγραψε δείκτη σύγκλισης της Ελλάδας μόλις στο 67% της Ε.Ε. και παρουσίασε την Επιτροπή Πισσαρίδη για την κατάρτιση Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων επικρίθηκε από την αντιπολίτευση επειδή ο πρωθυπουργός, προκειμένου να παρευρεθεί στο Συνέδριο, δεν πήγε για επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή… Πάντως ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς, θυμίζοντας το χρηματοδοτικό πλαίσιο των 21 δισ. ευρώ για την προγραμματική περίοδο (αύξηση σχεδόν 8%, παρά τη συνολική μείωση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού λόγω Brexit…) και αναδεικνύοντας τις οργανωτικές προκλήσεις του νέου ΕΣΠΑ, προσγείωσε τη συζήτηση στις απαιτήσεις προετοιμασίας. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο ευθύγραμμα.

Εξηγούσε -ψύχραιμα, με σαφώς φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση αλλά και διεισδυτική ματιά- ο Αλέκος Κρητικός (στο ΒΗΜΑ της 25ης Οκτωβρίου 2019) πως η τόσο συζητημένη και τόσο συχνά αναλυόμενη «πολιτική συνοχής» της Ε.Ε. έχει καταφέρει, στην πράξη και παρά την πολιτική επένδυση που έχει γίνει επάνω της, να χάσει τον στόχο της. «Να ενισχύσουν [τα κράτη μέλη] την ενότητα των οικονομιών τους και να προωθήσουν την αρμονική τους ανάπτυξη». Πώς κι έτσι;

Πρώτον, η έμφαση τέθηκε (η λατρεία των μετρούμενων στόχων, βλέπετε!) στη μείωση των διαφορών επιπέδου ανάπτυξης και της «καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών», όμως άφησε στην άκρια την προσδοκία εδραίωσης ενός δεσμού που να συνδέει -αληθινά- τους Ευρωπαίους πολίτες μεταξύ τους, «πολίτες που θα μοιράζονται τις ίδιες αξίες, θα συστρατεύονται για κοινούς στόχους και θα απολαμβάνουν [αναλογικά] τους καρπούς της κοινής προσπάθειας».

Ύστερα, ήρθε και εγκαταστάθηκε η λογική ότι αυτή η συνοχή δεν ήταν ένας αυτοτελής, πρώτης γραμμής πολιτικός στόχος (όπως τα χρόνια Ντελόρ είχε επιχειρηθεί στα σοβαρά να θεμελιωθεί: γι’ αυτό και η Ελλάδα των μετά το 1983 χρόνων Ανδρέα Παπανδρέου είχε θεωρηθεί πεδίο πειραματισμού της επιδίωξης της συνοχής), αλλ’ ήταν συνοδευτικό μέτρο άλλων πολιτικών. Το γιατί είναι απλό: οι χρηματοδότες, οι «καθαροί πληρωτές» της πολιτικής συνοχής (=η Γερμανία), άπαξ και τη δέχθηκαν ως αρχή, άρχισαν να ψαλιδίζουν το κόστος της. Κι αν, π.χ., η Βρετανία είχε οχυρωθεί πίσω από το rebate της, αν οι «μικροί» πληρωτές όπως η Ολλανδία είχαν μεν αρνητισμό, όμως όχι και φαρδιούς ώμους, το Βερολίνο πέρασε τη δική του λογική.

Όταν, δε, η απορρόφηση των Ανατολικών Laender στη Γερμανία ολοκληρώθηκε, όταν και οι πρώην Ανατολικές χώρες όπως Πολωνία και γενικώς Βίζεγκραντ πήραν την πρώτη σημαντική «δόση» κονδυλίων συνοχής, αυτή η τάση ευγενικής απώθησης της προτεραιότητας της πολιτικής συνοχής εντάθηκε. Έτσι θα γίνει ο τελικός προσδιορισμός της επόμενης προγραμματικής περιόδου, 2021-27, όπου οι διαδικασίες κινδυνεύουν να ψαλιδίσουν τους διαθέσιμους πόρους. 

Εδώ μάλιστα έρχεται να προστεθεί μια ακόμη στρέβλωση της ευρωπαϊκής πρόσληψης της λογικής της κοινοτικής χρηματοδότησης της συνοχής. Ξεκινά η στρέβλωση αυτή από μια υψηλόφρονα πρόθεση: την πίεση για τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των αρχών του κράτους δικαίου από τα κράτη μέλη της Ένωσης.

Στις περιπτώσεις κρατών της Ανατολικής Ευρώπης που -όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία- θεωρείται ότι έχουν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στα ζητήματα αυτά, και επειδή οι (προβλεπόμενες συνταγματικά) κυρώσεις που φθάνουν μέχρι και τη στέρηση δικαιώματος ψήφου στις χώρες αυτές δεν είναι στην πράξη λειτουργικές, προωθήθηκε η λογική της δυνητικής μείωσης ή της διακοπής των χρηματοδοτήσεων Ε.Ε. προς τα κράτη αυτά - κυρίως από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τους πόρους συνοχής.

Ας προστεθεί, εδώ, ότι ειδικά την Ελλάδα συγκινεί μια άλλη παρόμοια διάσταση: η απειλή αναστολής χρηματοδοτήσεων Ε.Ε. προς χώρες οι οποίες αρνούνται τη λογική της αλληλεγγύης, π.χ., στο κρίσιμο για μας ζήτημα της αποδοχής προσφύγων και μεταναστών από τα νέα κύματα που φθάνουν.

Ενώ, λοιπόν, αυτή η λογική της «ηθικής» χρήσης των κονδυλίων συνοχής ακούγεται υψηλόφρων, υπονομεύει τελικώς την ίδια τη λειτουργία της πολιτικής συνοχής. Που δεν είναι ούτε δώρο ούτε επιβράβευση. Είναι η αναγνώριση της ανάγκης να υπάρξει στην Ε.Ε. κοινή πορεία, συμπόρευση προς κοινούς στόχους, κοινή προκοπή (πάλι θα παραπέμψουμε στον Αλ. Κρητικό, τώρα στο Liberal, της 3ης Ιανουαρίου 2020).

Επειδή στα χρόνια που έρχονται πολλές πιέσεις «υψηλής πολιτικής» θα ασκούνται στην περιοχή μας, προσοχή στους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς στο πιο πολιτικό τους επίπεδο.