Τριπλή είναι η μέγγενη που ήδη συνοδεύει τους σχεδιασμούς του κυβερνητικού επιτελείου για τη «μετά Κατρούγκαλον» εποχή του Ασφαλιστικού. [Δανειζόμαστε την έκφραση από το πρωτοσέλιδο της «Ν» της 9ης Ιανουαρίου]. Μπορεί η συνεχιζόμενη λογική της ανακοίνωσης καλών προθέσεων -λιγότερο από μέρους του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, περισσότερο από τον (καθ’ ύλην αρμόδιο) υφυπουργό Νότη Μηταράκη- να έχει υπερκαλύψει τη συζήτηση επί της ουσίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Τριπλή είναι η μέγγενη που ήδη συνοδεύει τους σχεδιασμούς του κυβερνητικού επιτελείου για τη «μετά Κατρούγκαλον» εποχή του Ασφαλιστικού. [Δανειζόμαστε την έκφραση από το πρωτοσέλιδο της «Ν» της 9ης Ιανουαρίου]. Μπορεί η συνεχιζόμενη λογική της ανακοίνωσης καλών προθέσεων -λιγότερο από μέρους του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, περισσότερο από τον (καθ’ ύλην αρμόδιο) υφυπουργό Νότη Μηταράκη- να έχει υπερκαλύψει τη συζήτηση επί της ουσίας.
Μπορεί και οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον τρίτο πυλώνα, τα επαγγελματικά Ταμεία, τη μείωση των εισφορών (αλλά και αύξηση στο κατώτατο), τη δυνατότητα του εφεξής ασφαλιζομένου στην επιλογή τού πώς θα κατευθύνονται οι εισφορές του (πέρα από την εθνική σύνταξη) να λειτουργούν με μια αίσθηση απόστασης από το άμεσο. Όμως το φάσμα των άλλων στοιχείων της συζήτησης ως περιορισμών, δημοσιονομικών-και-όχι-μόνο, δεν παύει να υπάρχει σαν φόντο.
Πρώτα η μέγγενη που προκύπτει από τη λειτουργία της Ελλάδας (και) του 2020 στα πλαίσια της ενισχυμένης μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Μέρες που έρχονται, ζούμε υπό το φως της πέμπτης αξιολόγησης. Και ναι μεν ΔΕΝ βρισκόμαστε σε μνημόνιο (η σημερινή κυβέρνηση, ευλόγως, άφησε στην άκρια την άποψη που είχε ως αντιπολίτευση ότι η Ελλάδα «βρίσκεται σε 4ο μνημόνιο» και σήμερα αξιοποιεί την ευχέρεια κινήσεων που υπάρχει από τα μέσα 2018) ώστε να χρειάζεται προ-συζήτηση και έγκριση τρόικας/θεσμών.
Όμως είναι τόσο μεγάλη η βαρύτητα του Ασφαλιστικού στα μεσοπρόθεσμα-και πέρα-στοιχεία της οικονομίας, ώστε η όποια τωρινή μεταρρύθμιση να πρέπει να ζυγιάζεται πολύ προσεκτικά ως προς τις συνέπειές της. Και είναι επίσης αλήθεια ότι ο ρόλος του ΔΝΤ έχει υποχωρήσει στη συζήτηση για την ελληνική οικονομία, ενώ απ’ εκεί ήταν που έρχονταν οι πιο έντονες πιέσεις: συμβολικά, το κλείσιμο του γραφείου του Ταμείου στην Αθήνα το τονίζει αυτό. [Εδώ, να σημειώσουμε ότι στις 6 Φεβρουαρίου θα παρουσιαστεί στην Αθήνα από τον Μπομπ Τράα, που ήταν στην Αθήνα resident του Ταμείου στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσης, βιβλίο των Εκδόσεων economia με τις εμπειρίες του στο καμίνι…].
Όμως το Ασφαλιστικό και η προβολή των ροών του βαραίνει ούτως ή άλλως πολύ στα μεσομακροπρόθεσμα -και μάλιστα με το σύννεφο των αναδρομικών να πυκνώνει στο ΣτΕ-, οπότε κανείς δεν θα ‘θελε να δημιουργήσει αναταράξεις, π.χ. κατά τη συζήτηση στο Eurogroup για τα πρωτογενή πλεονάσματα, συζήτηση που ακριβώς βασίζεται στην επανεκτίμηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους.
Εδώ, η δεύτερη μέγγενη στους σχεδιασμούς του Ασφαλιστικού.
Λέμε -και το λέμε, ως χώρα, όλο και συχνότερα στη διάρκεια του 2019-20- ότι από τον έλεγχο των θεσμών περνάμε πλέον στον έλεγχο των αγορών. Έχουμε, δε, τώρα κοντά αξιολογήσεις που θα μας φέρουν πιο κοντά στην πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» -η Fitch αναμένεται σε λίγες μέρες, η S&P δίνει θετικές προοπτικές-, δηλαδή στη μέσω αγορών και μόνο αναχρηματοδότηση του χρέους (γιατί ελλείμματα, ξεχάστε τα!, με τα οποία τον παλιό κακό καιρό πορευόταν το Ασφαλιστικό μας).
Οι rating agencies δεν τα πολυκοιτάζουν τα πιο μακρού ορίζοντα και τα πιο διαρθρωτικά ζητήματα -το Ασφαλιστικό και οι αναλογιστικές του, βλέπουν βασικά τα δημογραφικά και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας που, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι μέτωπα δυσοίωνα-, όμως ΑΜΑ τα κοιτάξουν και διαβλέψουν πρόβλημα, γίνονται δυσάρεστες. Δεν θα το θέλαμε!
Η τρίτη -μόνο- μέγγενη είναι η κυρίως δημοσιονομική. Όπου σε κάτι σαν ένα δισεκατομμύριο του προϋπολογισμού, κοντά 0,5% του ΑΕΠ, συνωθούνται για να χωρέσουν προσδοκίες/υποσχέσεις για τη «μόνιμη οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων» (όπου ο πήχης σύγκρισης της «13ης σύνταξης» του 2019 λειτουργεί πολιτικά, όσο κι αν στον καιρό της αυτή κατακεραυνώθηκε) μαζί με τις αναπροσαρμογές συντάξεων και τις κλιμακωτές εισφορές που θα προβλέπονται για τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιτηδευματίες τώρα που θα αποσυνδεθούν από το (δηλούμενο) εισόδημα.
Εδώ, μπαίνει στη μέση ένα στοιχείο πρόσθετης αβεβαιότητας, το οποίο θα χρειαστεί διπλό πολιτικό χειρισμό. Προς τα μέσα, πρώτα-πρώτα, όπου ήδη η κυβέρνηση ζει την πίεση των προσδοκιών. Προς τα έξω, όπως είδαμε ήδη, όπου θα χρειαστεί να επεξηγηθεί πειστικά η άμεση δημοσιονομική επίπτωση.
Γι’ αυτό επανερχόμαστε: Οι ελπίδες του πολιτικού συστήματος ότι όλο αυτό το ριψοκίνδυνο γύμνασμα ισορροπίας θα βγει πέρα προέρχονται από τη διατύπωση της προέδρου του ΣτΕ Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην πιλοτική δίκη για τις «ουρές» του Ασφαλιστικού: «Το Δικαστήριο γνωρίζει τα κοινωνικά προβλήματα, δεν βρίσκεται εκτός πραγματικότητας». Το θέμα είναι… πώς θα τα σταθμίσει. Όπως και ο νομοθέτης.