Μετά το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ οι προσδοκίες της Αθήνας για αμερικανική πρωτοβουλία με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις με την Άγκυρα ήταν αυξημένες. Ο ίδιος ο Αμερικανός ΥΠΕΞ φερόταν να δηλώνει σε ελληνικά Μέσα ότι μια τέτοια πρωτοβουλία είναι στα σκαριά, για να σχολιάσει λίγα 24ωρα αργότερα ανώνυμη πηγή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «οι διαμεσολαβήσεις δεν βγαίνουν σε καλό», γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μετά το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ οι προσδοκίες της Αθήνας για αμερικανική πρωτοβουλία με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις με την Άγκυρα ήταν αυξημένες. Ο ίδιος ο Αμερικανός ΥΠΕΞ φερόταν να δηλώνει σε ελληνικά Μέσα ότι μια τέτοια πρωτοβουλία είναι στα σκαριά, για να σχολιάσει λίγα 24ωρα αργότερα ανώνυμη πηγή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «οι διαμεσολαβήσεις δεν βγαίνουν σε καλό».
Η «πρωτοβουλία» δεν ταυτίζεται βεβαίως απαραιτήτως με την επίσημη «διαμεσολάβηση» (υπάρχουν και άλλες οδοί), αλλά σε κάθε περίπτωση η διάψευση έρχεται να ρίξει απότομα τον πήχη των προσδοκιών. Τίθεται το ερώτημα εάν ήταν λογικό εξαρχής να περιμένουμε κάτι τέτοιο, όταν είναι έκδηλο τα τελευταία χρόνια το «bromance» (η εύστοχη κατά τη γνώμη μας περιγραφή ανήκει στο Reuters) των Τραμπ και Ερντογάν. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν ήταν εκείνος που, παρά τις απειλές μέσω Twitter για κυρώσεις που θα τσακίσουν την τουρκική οικονομία, δικαιολόγησε δημοσίως τον Τούρκο ομόλογό του για την αγορά των ρωσικών S400; Δεν ήταν εκείνος που, κόντρα στην έως τότε αμερικανική γραμμή, έδωσε το πράσινο φως στον σουλτάνο για την εισβολή στη βόρεια Συρία; Δεν είναι αυτός που ενημέρωσε ο ίδιος τον Ερντογάν για την επιχείρηση εξόντωσης του Σουλεϊμανί; Και δεν είναι σαφές ότι βλέπει την Τουρκία ως μια τεράστια ευκαιρία για επενδύσεις (έχοντας και προσωπικό ενδεχομένως ενδιαφέρον);
Ο Τραμπ όμως (όπως και κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ) δεν χαράσσει μόνος την εξωτερική πολιτική. Στα χρόνια διακυβέρνησής του έχει ανά καιρούς αιφνιδιάσει Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Πεντάγωνο και Κογκρέσο, αλλά δεν είναι ανεξέλεγκτος. Και η προσωπική του χημεία με αυταρχικούς ηγέτες (μεταξύ των οποίων ο Πούτιν και ο Κιμ, με τον οποίο όπως είχε δηλώσει «ερωτεύτηκαν» στην πρώτη ιστορική τους συνάντηση) διαδραματίζει σημαντικό, αλλά όχι τον μόνο ρόλο. Οι θολές προθέσεις, οι εναλλαγές σε διαθέσεις και στρατηγική είναι πράγματι χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην εποχή του «ερωτευμένου», απρόβλεπτου Τραμπ. Ο κύκλος της εσωστρέφειας στον οποίο έχει επίσης εισέλθει η Αμερική εν όψει εκλογών επίσης δεν βοηθά. Αλλά οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν με χειραψίες, φιλοφρονήσεις, ούτε απλά με μεγάλες δημόσιες δηλώσεις και τιτιβίσματα.
Η επικοινωνιακή διαχείριση είναι απαραίτητη, αλλά οι διπλωματικές πιέσεις είναι αυτές που φέρνουν τα αποτελέσματα. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν το ερώτημα δεν είναι τι πρέπει να περιμένουμε σε επίπεδο δημόσιων δηλώσεων από τους άλλους, αλλά εάν εμείς είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι για να πιέσουμε για πράξεις. Και η ευκαιρία να το κάνουμε υπάρχει.