Με την ηχώ από την επίσκεψη Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ να σβήνει και τις εικόνες από τη συνάντησή του με το «φαινόμενο Τραμπ» να γίνονται αχνές -το ποια ουσία θα υπάρξει, ιδίως στο υπέρθερμο μέτωπο των Ελληνοτουρκικών θα το δείξει ούτως ή άλλως το μέλλον, με την αναμονή της υποτιθέμενης μεσολαβητικής προσπάθειας του ΑΝΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μάθιου Πάλμερ…- αξίζει να σταθεί κανείς για λίγο σε μια οικονομική διάσταση.
Από την εντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Με την ηχώ από την επίσκεψη Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ να σβήνει και τις εικόνες από τη συνάντησή του με το «φαινόμενο Τραμπ» να γίνονται αχνές -το ποια ουσία θα υπάρξει, ιδίως στο υπέρθερμο μέτωπο των Ελληνοτουρκικών θα το δείξει ούτως ή άλλως το μέλλον, με την αναμονή της υποτιθέμενης μεσολαβητικής προσπάθειας του ΑΝΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μάθιου Πάλμερ…- αξίζει να σταθεί κανείς για λίγο σε μια οικονομική διάσταση.
Δεν αναφερόμαστε, δε, στις προσδοκίες επενδύσεων κοκ, που αυτές κι αν θα κριθούν στην πράξη!, ούτε στην αναγνώριση του ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε νέο δρόμο, καθώς αυτό έχει ακουστεί ουκ ολίγες φορές από διαφορετικές αμερικανικές ηγεσίες από το 2017 και μετά.
Όμως, πέρα από τα καλά του λόγια για την ελληνική οικονομία ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο εγκωμίασε πιο συγκεκριμένα «τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται στη χώρα», για να επισημάνει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ «έχει υιοθετήσει παρόμοιο μίγμα οικονομικής πολιτικής, με θετικό αντίκτυπο στην ευημερία των πολιτών». (Κάπου εκεί ακούστηκε και ότι «η Ελλάδα δείχνει τον δρόμο σε όλη την Ευρώπη προς την οικονομική ανάπτυξη».)
Ο αντιπρόεδρος Μάικ Πένς, πάλι, αφού διεπίστωσε «θετική ενέργεια» μεταξύ Τραμπ και Μητσοτάκη (διορθώνοντας κάπως την εικόνα μιντιακής υποτίμησης του Έλληνα επίσημου επισκέπτη), πήγε κι αυτός προς τα «ιδεολογικοτρόπα» οικονομικά. Επεσήμανε ότι οι δύο ηγέτες πιστεύουν ότι «όταν οι πολίτες μπορούν να κρατήσουν μεγαλύτερο μέρος από όσα κερδίζουν, όταν καταπολεμούν τη γραφειοκρατία και γίνεται το κράτος πιο παραγωγικό […] τότε οι οικονομίες ανθούν.
Και αυτήν τη στιγμή, ΗΠΑ και Ελλάδα γνωρίζουν οικονομική άνθηση». Την προσέγγιση Πενς αντικατόπτρισε (ένα ιδεολογικό mirroring, εδώ, μιας και τόσα επικοινωνιολογικά ακούστηκαν για την περίεργη αυτή έννοια) και ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Ο κ. Πενς ανέφερε ότι όταν μειώνεις τους φόρους και αφήνεις την επιχειρηματικότητα να ανθήσει, συμβαίνουν μόνο καλά πράγματα στην οικονομία. Αυτό συνέβη εδώ στις ΗΠΑ, αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα».
Ποτέ δεν είναι ασφαλές -μερικές μάλιστα φορές μπορεί να καταλήξει να είναι και ολισθηρό- το να δανείζεται κανείς μεθόδους πολιτικής, «λύσεις» και προσεγγίσεις από άλλες οικονομίες. Ειδικά άμα πρόκειται για οικονομίες διαφορετικές στη δομή τους, με μη συγκρίσιμες παραδοχές και λειτουργίες. Και μάλιστα άμα οι εν λόγω οικονομίες βρίσκονται με διαφορά φάσης του οικονομικού τους κύκλου.
Αυτό ισχύει όσο κι αν η ροπή προς αναζήτηση «σωστών πολιτικών» σταθερά επανέρχεται, μέχρι σημείου να έχουμε στην οικονομική πολιτική σχεδόν φαινόμενα μόδας - θυμηθείτε διαχρονικά την κεϊνσιανή βουλγκάτα, τη μονεταριστική αντίδραση, την προσκύνηση των ορθολογικών προσδοκιών, την αναγωγή σε θαυματουργή λύση της δημοσιονομικής ισορροπίας (ακόμη περισσότερο: των όσο-το-δυνατόν πλεονασμάτων, του schwarze Null) - ή πάντως της ιδεολογικής επιβολής των πλεονασμάτων. Άλλωστε μη λησμονούμε πως κάποτε ένα πλήθος αναλυτών ινδαλματοποιούσε τη φιλελεύθερη (οικονομική) στροφή των ΗΠΑ επί Ρίγκαν, έως ότου προέκυψε ότι… η δυναμική της αμερικανικής οικονομίας είχε τότε στηριχθεί σε σοβαρά ελλειμματική δημοσιονομική διαχείριση (για τον «Πόλεμο των Άστρων»/SDI).
Όμως… ξεφεύγουμε. Εκείνο που θέλουμε να πούμε, είναι ότι οι «εκ μεταφοράς» επιλογές οικονομικής πολιτικής -πέραν της συνθηματολόγησης: αυτή είναι μια δοκιμασμένη πολιτική συνταγή!- καλύτερα να χρησιμοποιούνται με προσοχή και με φειδώ. Και μάλιστα όταν αφορούν οικονομίες σαν την ελληνική, που πορεύεται έπειτα από 9 χρόνια μνημονίων - δηλαδή… χωρίς δική της οικονομική πολιτική, αλλ’ αντ’ αυτής με επιβολή έξωθεν πολιτικών, κυρίως δημοσιονομικών αλλά και «διαρθρωτικών» (υπό τον όρο αυτό κρύβονται από την πλήρη αλλαγή του Ασφαλιστικού μέχρι το… φρέσκο γάλα 4 ή 7 ημερών) μεταρρυθμίσεων. Και με συνακόλουθη στρέβλωση στον οικονομικό κύκλο, όσο κι αν η διασύνδεσή του με την Ε.Ε./την Ευρωζώνη ασκεί ισχυρή επίδραση.
Λοιπόν: στις ΗΠΑ, όπου σήμερα η Διοίκηση Τραμπ αναζητά συνταγή συνέχισης της οικονομικής επιτυχίας των τελευταίων χρόνων, ώστε (τι άλλο;) να «δεθεί» η διεκδίκηση επανεκλογής, ευθέως αναγνωρίζουν ότι δεν ήταν η -μεγάλη: φόρος εταιρειών από 35% στο 21%- μείωση φόρου του 2017-18, που έδωσε στις ΗΠΑ αύξηση απασχόλησης με την ανεργία κάτω του 4% (και χρηματιστηριακή ακμή).
Ήταν η ταυτόχρονη ένεση δημοσίων επενδύσεων στην οικονομία, χωρίς πληθωριστικές συνέπειες. Για φέτος, η ίδια συνταγή της δαπάνης δημοσίου χρήματος θα εφαρμοστεί -άμεσα προεκλογικά-, καθώς… οι μειώσεις φόρων δεν (ΔΕΝ) έφεραν αύξηση επενδύσεων (από 3,3% ετησίως, υποχώρησε σε 2,5%), οι δε δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης έμειναν χαμηλά. Οι συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων, λοιπόν, ελάχιστα χρησιμεύουν.