Η χώρα μας έπειτα από μια καταστροφική δημοσιονομική περιπέτεια (υψηλά ελλείμματα και χρέος) που διήρκεσε 10 έτη, έχει κατορθώσει να ανακόψει την κατηφορική πορεία και προσπαθεί να μπει σε μονοπάτια οικονομικής ανάπτυξης. Για να αναπληρώσει τις ζημιές της δεκαετίας αυτής χρειάζονται έντονα θετικοί ρυθμοί αύξησης του εθνικού προϊόντος. Μεταξύ αρκετών παραγόντων που μπορούν να συμβάλουν στους ρυθμούς αυτούς είναι η τεχνολογική πρόοδος και η καινοτομία που δημιουργούν έντονη προστιθέμενη αξία μέσω αυξημένης παραγωγής (προϊόντων και υπηρεσιών), προσέλκυσης επενδύσεων, εξαγωγικής επίδοσης και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης (με ικανοποιητικές αμοιβές).
Από την έντυπη έκδοση
Tου Νικόλαου Απέργη*
Η χώρα μας έπειτα από μια καταστροφική δημοσιονομική περιπέτεια (υψηλά ελλείμματα και χρέος) που διήρκεσε 10 έτη, έχει κατορθώσει να ανακόψει την κατηφορική πορεία και προσπαθεί να μπει σε μονοπάτια οικονομικής ανάπτυξης. Για να αναπληρώσει τις ζημιές της δεκαετίας αυτής χρειάζονται έντονα θετικοί ρυθμοί αύξησης του εθνικού προϊόντος. Μεταξύ αρκετών παραγόντων που μπορούν να συμβάλουν στους ρυθμούς αυτούς είναι η τεχνολογική πρόοδος και η καινοτομία που δημιουργούν έντονη προστιθέμενη αξία μέσω αυξημένης παραγωγής (προϊόντων και υπηρεσιών), προσέλκυσης επενδύσεων, εξαγωγικής επίδοσης και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης (με ικανοποιητικές αμοιβές).
Για την ενίσχυση του επιπέδου τεχνολογικής προόδου και της καινοτομίας χρειάζεται η συμβολή συγκεκριμένων παραδοσιακών προσδιοριστικών παραγόντων, όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς, ένα αποτελεσματικό και ευέλικτο φορολογικό σύστημα, η αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης και ένας μικρός, ευέλικτος και αποτελεσματικός δημόσιος τομέας. Πιστεύω όμως ότι παράγοντες όπως η ποιότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου (μέσω της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος) και οι διαθέσιμοι πόροι για ενίσχυση των προσπαθειών έρευνας και ανάπτυξης κρίνονται ως εξαιρετικά σημαντικοί για τη συμβολή της έρευνας στην οικονομία.
Η δραστική μείωση στις σπατάλες στον δημόσιο τομέα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους ώστε να διατεθούν σε κονδύλια για την έρευνα και την ανάπτυξη, γεγονός που θα ανέβαζε το (χαμηλό) ποσοστό του 0,8%-0,9% του ΑΕΠ της χρηματοδότησης που διατίθεται για έρευνα σε ποσοστά που πλησιάζουν το 2,2%, μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τι χρειάζεται όμως για να ενισχυθεί η έρευνα στη χώρα μας και τα θετικά της πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα; Προτεραιότητα είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών πανεπιστημίων ως προς τα διεθνή ιδρύματα. Μπορεί οι πρόσφατες πολιτικές του υπουργείου Παιδείας να καλυτερεύουν την πορεία προς αυτήν την ανταγωνιστικότητα, αλλά χρειάζονται δραστικότερες στρατηγικές, όπως να σταματήσει η πολιτεία να προσπαθεί να «βολέψει» όλη τη νεολαία στα πανεπιστήμια. Ο πληθωρισμός φοιτητών σίγουρα δεν οδηγεί στην αναβάθμιση της ανώτερης εκπαίδευσης. Στα πανεπιστήμια πρέπει να μπαίνουν οι καλύτεροι, οι άριστοι. Επιπλέον, πρέπει να εφαρμοστεί η αυτονομία των πανεπιστημίων και ο χώρος να λειτουργεί αμιγώς σαν ακαδημαϊκό και όχι πολιτικό/κομματικό περιβάλλον. Να αυξηθεί η χρηματοδότησή τους (αφού γίνει και η κατάλληλη αξιολόγησή τους από διεθνείς ακαδημαϊκές επιτροπές) και το μάνατζμεντ να περάσει σε χέρια ικανών ανθρώπων της αγοράς και έτσι να σταματήσουν οι φεουδαρχικές και οικογενειακές πολιτικές διοίκησής τους.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός των πανεπιστημίων πρέπει να εξορθολογιστεί, ενώ τα ιδρύματα να αποτελέσουν τον πυρήνα δημιουργίας ενός λίκνου εκπαίδευσης σε όλη την υφήλιο, μέσω νέων προγραμμάτων και προσέλκυσης διεθνών φοιτητών. Τέλος, πρέπει να δυναμώσουν οι δεσμοί συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων σε θέματα βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, ενώ πρέπει να βρεθούν και ιδιωτικοί πόροι μέσω ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος (αλλά και εναλλακτικών και μοντέρνων τρόπων χρηματοδότησης) ώστε να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες ερευνητικές προσπάθειες.
Για όλα τα ανωτέρω έμφαση δίνω (έτσι όπως είναι δομημένο και το πολιτικό και το κοινωνικό μας σύστημα) στην παρουσία πολιτικής βούλησης για τη στήριξη της αριστείας, της καινοτομίας και της προσέλκυσης επενδύσεων και πόρων στον χώρο της έρευνας και της εκπαίδευσης.
* Ο κ. Νικόλαος Απέργης είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς