Απόψεις
Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 2019 15:07

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρειάζεται νέα εντολή

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Σεπτέμβριο να επιδιώξει περισσότερο χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής ήταν αμφιλεγόμενη, με έναν εκπρόσωπο του διοικητικού συμβουλίου από τη Γερμανία, να αντιτίθεται στην απόφαση. Ωστόσο, σε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της θέσης της ΕΚΤ δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή: την παραδοχή ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν υποβαθμιστεί και ότι χωρίς τη στήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής, η κεντρική τράπεζα πιθανώς δεν θα εκπληρώσει την εντολή της για σταθερότητα των τιμών στο εγγύς μέλλον.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Μαρσέλ Φράτσερ*

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Σεπτέμβριο να επιδιώξει περισσότερο χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής ήταν αμφιλεγόμενη, με έναν εκπρόσωπο του διοικητικού συμβουλίου από τη Γερμανία, να αντιτίθεται στην απόφαση. Ωστόσο, σε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της θέσης της ΕΚΤ δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή: την παραδοχή ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν υποβαθμιστεί και ότι χωρίς τη στήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής, η κεντρική τράπεζα πιθανώς δεν θα εκπληρώσει την εντολή της για σταθερότητα των τιμών στο εγγύς μέλλον.

Στην πραγματικότητα, πολλοί παρατηρητές, ακόμη και αρκετά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, υποστηρίζουν τώρα ότι η τράπεζα πρέπει να προσαρμόσει την εντολή της επαναπροσδιορίζοντας τη σταθερότητα των τιμών. Έχουν δίκιο - όμως προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα.

Δεδομένου ότι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας ενισχύθηκε τη δεκαετία του 1990, κατέστη σαφές ότι σε κανονικές περιόδους η συγκεκριμένη εντολή δεν έχει μεγάλη σημασία. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και να επιτύχει σταθερότητα τιμών με τη διπλή εντολή (σταθερότητα τιμών και μέγιστη απασχόληση) όπως και η Τράπεζα της Αγγλίας ή η ΕΚΤ, με λιγότερο ευέλικτες εντολές σταθερότητας των τιμών.

Εντούτοις, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η παραδοσιακή εντολή αποδείχθηκε ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της ευρείας χρηματοπιστωτικής αστάθειας, της ελλιπούς εμπιστοσύνης στην αγορά και της πολιτικής παράλυσης. Οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών έπρεπε να σχεδιάσουν πολιτικές «επί τόπου», χωρίς κατευθυντήριες γραμμές. Κάθε μία με τον δικό της τρόπο συνέχισε την άνευ προηγουμένου νομισματική χαλάρωση, επεκτείνοντας μαζικά τον ισολογισμό της, προκειμένου να παράσχει την απαραίτητη υποστήριξη στην οικονομία.

Από πολλές απόψεις, τα μέτρα αυτά πέτυχαν: η νομισματική επέκταση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση της παγκόσμιας οικονομίας από το χείλος της κατάρρευσης. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, η ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να επηρεάζουν την πραγματική οικονομία εξασθένησε. Σήμερα -και στο άμεσο μέλλον- ο εγχώριος πληθωρισμός επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο από ό,τι στο εσωτερικό περιβάλλον, ενώ η οικονομική σταθερότητα και η δημοσιονομική πολιτική έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή από τη νομισματική πολιτική.

Για την ΕΚΤ, προκύπτει μία ιδιαίτερα σοβαρή πρόκληση. Εξάλλου, σε αντίθεση με τις άλλες κεντρικές τράπεζες, πρέπει να ικανοποιεί τις προτιμήσεις 19 κυβερνήσεων, συντονίζοντας ελάχιστα ή και καθόλου τις διαρθρωτικές και τις δημοσιονομικές της πολιτικές. Η Ευρωζώνη είναι επίσης εξαιρετικά διαμελισμένη οικονομικά, χωρίς μία κοινή κεφαλαιαγορά, μία ενοποιημένη δεξαμενή περιουσιακών στοιχείων ασφαλείας ή με εργαλεία μακροοικονομικής σταθεροποίησης.

Η ΕΚΤ έχει ανάγκη μια πιο ρεαλιστική και ευέλικτη εντολή. Δεδομένης της κατακερματισμένης φύσης της Ευρωζώνης, η εντολή αυτή θα πρέπει να επικεντρωθεί πιθανώς στη σταθερότητα των τιμών. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσει ότι ο σημερινός ορισμός της σταθερότητας των τιμών -«πληθωρισμός χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα»- είναι πολύ στενός.

Απαιτείται ένας ευρύτερος ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο η ΕΚΤ θα επιδιώξει έναν συμμετρικό στόχο για πληθωρισμό 2%, σε ένα εύρος 1,5% με 2,5%, με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα. Ορισμένοι υποστηρίζουν έναν ακόμα υψηλότερο στόχο: για παράδειγμα, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, πρότεινε να επαναπροσδιοριστούν οι προσδοκίες στο 4%. Μια διαφορετική πρόταση, από τον διοικητή της Φέντεραλ Ρισέρβ της Νέας Υόρκης Τζον Ουίλιαμς, είναι να στοχεύσει στο επίπεδο τιμών και όχι στον ρυθμό του πληθωρισμού.

Η δέσμευση για μία ευρύτερα καθορισμένη σταθερότητα των τιμών μακροπρόθεσμα θα δώσει στην ΕΚΤ μεγαλύτερο περιθώριο σε περιόδους κρίσης, επιτρέποντάς της έτσι να εκτιμήσει καλύτερα τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Αυτό θα τη βοηθήσει να σταθεροποιήσει τις τιμές πιο γρήγορα, ενισχύοντας την αξιοπιστία της.

Αντίθετα, όταν η ΕΚΤ δεν ανταποκρίνεται με συνέπεια στον στόχο της για τη σταθερότητα των τιμών -όπως συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια- χάνει την αξιοπιστία της. Μάλιστα, η ΕΚΤ αντιμετώπισε σκληρή κριτική -συχνά δικαιολογημένη, συχνά όχι- για την εφαρμογή μη δοκιμασμένων επεκτατικών νομισματικών πολιτικών από το 2008, εν μέρει επειδή τα μέτρα συχνά δεν είχαν κατανοηθεί καλά από τον κόσμο. Η απώλεια αξιοπιστίας έχει υπονομεύσει την ικανότητα της ΕΚΤ να εκπληρώσει τους στόχους της, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που απειλεί την de facto ανεξαρτησία της.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η χρονική στιγμή της αλλαγής της εντολής πρέπει να επιλεγεί πολύ προσεκτικά. Εάν η ΕΚΤ προσπαθήσει να αλλάξει ρότα ενώ απουσιάζει το κίνητρο, το βραχυπρόθεσμο πλήγμα στην ήδη μειωμένη αξιοπιστία της θα μπορούσε να είναι σοβαρό. Με αυτό τον τρόπο, η ΕΚΤ πρέπει να εργαστεί για να ενισχύσει τη θέση της προτού προσαρμόσει την εντολή της, μεταξύ άλλων προσπαθώντας να επιτύχει τον υφιστάμενο στόχο σταθερότητας των τιμών μετά από χρόνια αποτυχίας.

Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ πρέπει να «επικοινωνήσει» καλύτερα ποιες είναι οι δυνατότητές της. Κάποιοι ζήτησαν από την ΕΚΤ να κάνει προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα προβλήματα φερεγγυότητας των τραπεζών ή των κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Άλλοι θα ήθελαν η ΕΚΤ να καταφέρει να πειθαρχήσουν οι κυβερνήσεις να κάνουν το «σωστό» και να παγιώσουν τις δαπάνες. Μία κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να κάνει τίποτε από τα δύο και αν το επιχειρούσε θα αποτύγχανε. Ωστόσο, αυτές οι απόπειρες έχουν πλήξει την εικόνα της ΕΚΤ, ιδιαίτερα στη Γερμανία και έχουν εξασθενίσει την αξιοπιστία της.

Η αποσαφήνιση του περιεχομένου των εργαλείων πολιτικής της ΕΚΤ- συμπεριλαμβανομένων της αγοράς κρατικών ομολόγων και άλλων ακραίων μέτρων- θα βοηθούσε πολύ στην προστασία της ΕΚΤ από τέτοιες επιθέσεις στο μέλλον. Και όταν έρθει η ώρα να αλλάξουν οι στόχοι της, η ΕΚΤ πρέπει να επικοινωνήσει την αλλαγή -η οποία, βεβαίως, ίσως να μη χρειάζεται να είναι τόσο μεγάλη όσο πολλοί πιστεύουν- με σαφήνεια και λεπτομέρεια.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι είχε δίκιο: η περίοδος για να επισκευασθεί η στέγη είναι όταν ο ήλιος λάμπει. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να αναθεωρήσει την εντολή της έως ότου περάσει η τρέχουσα καταιγίδα. Όμως, με το νερό να ρέει, δεν μπορεί να περιμένει για πολύ. Όσο νωρίτερα η ΕΚΤ κάνει ό,τι χρειάζεται για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, τόσο πιο γρήγορα μπορεί να κάνει ό,τι χρειάζεται για να προστατευθεί από μελλοντικές καταιγίδες.

*Ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρώην διευθυντής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι πρόεδρος του think tank, DIW Berlin και καθηγητής Μακροοικονομικών και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου.

Copyright: Project Syndicate, 2019
www.project-syndicate.org