Απόψεις
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2019 11:13

Σολομώντειες προσεγγίσεις

Με ψηφισμένο πλέον τον προϋπολογισμό 2020, και με προδιαγεγραμμένη την προσέγγιση οικονομικής πολιτικής για μια χρονιά που εμφανίζει σειρά από αβεβαιότητες, μπορεί κανείς να πάει ένα βήμα πίσω και να απολαύσει εκείνο που προτείνεται ως πλαίσιο ώστε να περπατήσουμε -ακριβώς- αυτήν τη φάση όπου οι προσδοκίες μένουν θετικές, με βάση ένα επίσης θετικά καταγραφόμενο οικονομικό κλίμα, αλλά η πραγματικότητα διστάζει να ανεβάσει στροφές, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Με ψηφισμένο πλέον τον προϋπολογισμό 2020, και με προδιαγεγραμμένη την προσέγγιση οικονομικής πολιτικής για μια χρονιά που εμφανίζει σειρά από αβεβαιότητες, μπορεί κανείς να πάει ένα βήμα πίσω και να απολαύσει εκείνο που προτείνεται ως πλαίσιο ώστε να περπατήσουμε -ακριβώς- αυτήν τη φάση όπου οι προσδοκίες μένουν θετικές, με βάση ένα επίσης θετικά καταγραφόμενο οικονομικό κλίμα, αλλά η πραγματικότητα διστάζει να ανεβάσει στροφές. Ακόμη.

Με σολομώντεια προσέγγιση ήρθε η Τράπεζα της Ελλάδος (στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής με την οποία αποχαιρέτησε το πολυκύμαντο 2019) να αντιστηρίξει την πρόβλεψη για ρυθμούς ανάπτυξης του 2020 που θεμελιώνει την προτεινόμενη μακροοικονομική διαχείριση. Ο προϋπολογισμός 2020 χτίστηκε, θυμίζουμε, με 2,8% αύξηση του ΑΕΠ ως υπόθεση όταν ο ΟΟΣΑ «βλέπει» 2,1%, το ΔΝΤ 2,2%-2,3% η Ε.Ε. ομοίως 2,3%. Η ΤτΕ δέχεται για το 2020 ένα «τσικ» περισσότερο -2,4% αύξηση του ΑΕΠ-, κυρίως όμως βλέπει ακόμη ευνοϊκότερη την προοπτική για το 2021 -με επιτάχυνση στο 2,5%- τη στιγμή όπου εδώ ακριβώς είναι που π.χ. το ΔΝΤ «γράφει» προσγείωση προς το 2% (με δεδομένη την ιδιαίτερα δυσοίωνη μακροπρόθεσμα προοπτική του στη γειτονιά του 1%, αν δεν αλλάξει κάτι στις συνθήκες πρωτογενών πλεονασμάτων: άλλη ιστορία).

Καθώς όμως η ΤτΕ δεν κάνει πολιτική, φρόντισε τις προς-το-θετικότερο προβλέψεις της να τις συνοδεύσει και με επισημάνσεις και επιφυλάξεις . Έτσι, καταγράφει το ότι «ορισμένοι βραχυχρόνιοι δείκτες (πωλήσεις λιανικής αλλά και βιομηχανική παραγωγή) καταγράφουν λιγότερο θετική εικόνα», οπότε το κλίμα είναι που οδηγεί τις προβλέψεις. Μαζί και με τη βελτίωση στην αγορά ακινήτων ή στον τραπεζικό τομέα. Επίσης στα μελλοντοστραφή θετικά θέτει η ΤτΕ την ανθεκτικότητα του τουρισμού στα υψηλά όπου έχει εγκατασταθεί (παρά κάποια αμφιθυμία στα μέσα της χρονιάς). Προκειμένου όμως να καταλήξει στη συνολικά θετική της εκτίμηση, η Τράπεζα αφενός στηρίζεται σε πρόβλεψη για επαλήθευση των προοπτικών επενδυτικής επαναφοράς - με βάση και τις διαρθρωτικές αλλαγές, για τις οποίες ωστόσο δεν παραλείπει να τονίσει ότι χρειάζεται να συνεχισθούν «με την ίδια ένταση και στο προσεχές διάστημα» και μάλιστα «να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής τους [εκεί] όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους». Ενώ αφετέρου ανοίγει και πάλι το θέμα της ανάγκης «να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα», σπεύδοντας βέβαια να τονίσει ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιδιωχθεί «σε συνεννόηση με τους εταίρους» κ.λπ.

Η στήριξη που δίνει η Ενδιάμεση Έκθεση στις επιλογές του Προϋπολογισμού και της πολιτικής τις οποίες ενσωματώνει δεν παραλείπει να «δείξει» προς δύο ακόμη προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η προωθούμενη μείωση του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή του εισοδήματος από κεφάλαιο (που την καταγράφει ως ισοδύναμη προς 0,25% του ΑΕΠ) να αποβεί «μόνιμη». (Δηλαδή, θα τολμήσουμε να επεξηγήσουμε, να καταγραφεί από τους -εγχώριους κυρίως…- επενδυτές ότι πρόκειται να διαρκέσει. Τόσο σε επίπεδο φορολόγησης των εταιρικών κερδών όσο και σε εκείνο των μερισμάτων.)

Καθώς όμως αυτή είναι μια πηγή απώλειας δημοσιονομικών πόρων, μαζί και με τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή στη φορολογία φυσικών προσώπων, μαζί και με τις προοπτικές μονιμοποίησης του υφ’ οιανδήποτε ονομασία «κοινωνικού μερίσματος» που μάλιστα… ξαναμεγαλώνει, θα χρειαστεί «ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών μέτρων που [να] βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση». Εδώ δείχνονται προδήλως οι σχεδιαζόμενες κινήσεις προς την κατεύθυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ή/και την ηλεκτρονική τήρηση λογιστικής των εταιρειών - αν και η ενθουσιώδης αποθάρρυνση (=προς απαγόρευση) των συναλλαγών με μετρητά, που η ΤτΕ τις πολύ-στήριξε, σαν να ανακόπτεται. Ενώ και η ηλεκτρονική τιμολόγηση κινείται σε αμφίβολο έδαφος (ακόμη κι αν η ηλεκτρονική τήρηση βιβλίων προχωρήσει).

Όλα αυτά, την ώρα που η διεθνής οικονομία μάλλον βήχει -αυτό το καταγράφει η Ενδιάμεση Έκθεση- αλλά και που η γεωπολιτική αστάθεια στην άμεση περιοχή μας είναι ζήτημα τι ακριβώς κάνει (και τι θα μπορούσε να κάνει, αν οξυνθεί!) σε τομείς που μας καίνε. Γινόμαστε πιο συγκεκριμένοι, όσο η ΤτΕ δεν θα μπορούσε φυσικά να γίνει: τι ακριβώς θα συμβεί με την τουριστική κίνηση, αν οι τουρκικές πρωτοβουλίες λάβουν υπόσταση «επί του πεδίου»; Αν εκβιασθεί ελληνική απάντηση, νότια της Κρήτης και της Ρόδου (δείτε στον τουριστικό χάρτη); Ή πάλι πώς ακριβώς θα ενσωματωθεί/factored in στα μοντέλα αποτίμησης του πολιτικού κινδύνου/country risk η επίπτωση μιας αναταραχής που θα εγκαθίσταται στην ευρύτερη περιοχή; Στα ίδια εκείνα μοντέλα τα οποία τώρα χαμογελούσαν με την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, όπως αυτά διαβάζονται από τους πολυαναμενόμενους επενδυτές;