Στις 29 Νοεμβρίου, το γερμανικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε οριστικά τον προϋπολογισμό του 2020. Για έκτη συνεχόμενη χρονιά, η Γερμανία τα κατάφερε να παρουσιάσει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, κατ’ εφαρμογήν της περίφημης πολιτικής «schwarze Null» («μαύρο μηδενικό»), δηλαδή μηδενικού ελλείμματος. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από τη θητεία στο ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών του χριστιανοδημοκράτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο από τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
*Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Στις 29 Νοεμβρίου, το γερμανικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε οριστικά τον προϋπολογισμό του 2020. Για έκτη συνεχόμενη χρονιά, η Γερμανία τα κατάφερε να παρουσιάσει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, κατ’ εφαρμογήν της περίφημης πολιτικής «schwarze Null» («μαύρο μηδενικό»), δηλαδή μηδενικού ελλείμματος. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από τη θητεία στο ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών του χριστιανοδημοκράτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο από τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς.
Ο γερμανικός προϋπολογισμός ναι μεν προβλέπει μια αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 5,6 δισ. ευρώ (+1,6%) σε σχέση με το 2019, όμως προβλέπονται επιμελώς τα αντίστοιχα έσοδα του προϋπολογισμού για να ισοσκελιστεί το αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει από το 2019, καθώς η οικονομική δραστηριότητα είναι πια αναιμική: τα έσοδα από φόρους για το 2020 προβλέπονται λιγότερα από το 2019 κατά 2,8 δισ. και για να έρθει η πολυπόθητη ισορροπία, μετά και από την προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών, η κυβέρνηση αναγκάζεται να αντλήσει από το απόθεμα που είχε δημιουργήσει το 2015, με την έξαρση της προσφυγικής κρίσης, για την ενσωμάτωση των προσφύγων και μεταναστών.
Βεβαίως, η γερμανική κοινή γνώμη παραμένει ιδιαίτερα προσκολλημένη σ’ αυτήν την πολιτική του «καλού νοικοκύρη», ο οποίος δεν χρεώνεται περισσότερο για να ξεπληρώνει τα τρέχοντα ελλείμματά του. Οι διεθνείς θεσμοί όμως δείχνουν λιγότερο ενθουσιώδεις: τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το ΔΝΤ κατακρίνουν σταθερά την πολιτική του «μαύρου μηδενικού», ενώ η νέα διευθύντρια της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ άσκησε κριτική στη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας ήδη από την 1η Νοεμβρίου, πριν καλά-καλά αναλάβει τα νέα της καθήκοντα.
Η κριτική είναι παντού η ίδια: Σε μια οικονομική συγκυρία διεθνούς αβεβαιότητας λόγω της μονομερούς και επιθετικής εμπορικής πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ, όπου η Γερμανία είδε μια μείωση του ΑΕΠ της κατά 0,2% μεταξύ του Μαρτίου και του Ιουνίου αλλά τη γλίτωσε οριακά από μια τεχνική ύφεση, δεν επιμένεις σε μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά αυξάνεις τις δαπάνες σου σε κεφαλαιουχικές επενδύσεις προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά σου μεσοπρόθεσμα. Καμία από τις κριτικές ή τις παραινέσεις δεν στάθηκε ικανή έως τώρα να κάμψει τη γερμανική οικονομική πολιτική.
Ωστόσο, το νέο δεδομένο είναι ότι αυτή η κριτική προέρχεται πια και από το εσωτερικό της Γερμανίας, και μάλιστα όχι μόνο από οικονομικά think tanks, αλλά και από τους εκπροσώπους της εργοδοσίας και των εργαζομένων, σε μια ταξική σύμπνοια αρκετά σπάνια ακόμα για τη συναινετική γερμανική κουλτούρα. Έτσι, ο πρόεδρος της ισχυρής ένωσης βιομηχάνων BDI, από κοινού με τον πρόεδρο της συνομοσπονδίας εργαζομένων DGB, έκαναν μια αρκετά δραματική έκκληση προς την συγκυβέρνηση CDU-SPD να αυξήσει μαζικά τις δημόσιες επενδύσεις κατά 450 δισ. ευρώ εντός της επόμενης δεκαετίας, κυρίως για την αναβάθμιση των φθαρμένων υποδομών και για ένα άλμα στην ψηφιοποίηση της οικονομίας.
Στη συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσαν, οι κοινωνικοί εταίροι εκφράστηκαν αρκούντως γλαφυρά, λέγοντας ότι «η Γερμανία οφείλει να ξυπνήσει απ’ τον βαθύ της ύπνο». Ενώ όμως οι ζώσες δυνάμεις της οικονομίας καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι αυτή η ατονία στις επενδύσεις θα κοστίσει πολύ στη μελλοντική ανάπτυξη, καθώς η χώρα αρνείται να αντιμετωπίσει τους δομικούς λόγους της αδύναμης ανάπτυξης, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνεχίζουν να κατανοούν το θέμα με μια στενά λογιστική αντίληψη τύπου «μια το λάδι μια το ξύδι», η οποία απάδει στα δημόσια οικονομικά.
Η στενή προσκόλληση στα πλεονάσματα είναι τέτοια, που τόσο η Άγκελα Μέρκελ όσο και ο Όλαφ Σολτς δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται καν το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος, παρά τις παραινέσεις τόσο έξωθεν όσο και έσωθεν: η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απάντησε στην κριτική λέγοντας ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα ανέλθουν στο «επίπεδο-ρεκόρ» των 42,1 δισ. ευρώ για το 2020 (αύξηση κατά 3,1 δισ. ευρώ).
Και η διαφαινόμενη αριστερή στροφή στον κυβερνητικό εταίρο SPD; Το ζεύγος Σάσια Έσκεν - Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς που κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές της 30ής Νοεμβρίου και επικράτησε στην προεδρία των Σοσιαλδημοκρατών φαίνεται να εμφορείται από μιαν εντελώς διαφορετική οικονομική αντίληψη: «κλιματικό σχέδιο» πολύ πιο φιλόδοξο από αυτό της κυβέρνησης, φορολόγηση του άνθρακα, μαζικές δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές και την εκπαίδευση (500 δισ. ευρώ επιπλέον σε μια δεκαετία).
Πώς είναι συμβατό αυτό το πρόγραμμα με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης; Παρόλο που εκφράστηκαν φόβοι για την μακροβιότητα της κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο, η ίδια η νέα ηγεσία του SPD και ιδίως ο Βάλτερ-Μπόργιανς έσπευσε να διασκεδάσει τους όποιους φόβους, δηλώνοντας ότι δεν είναι στα σχέδιά τους ούτε η πτώση της κυβέρνησης ούτε η συνολική επαναδιαπραγμάτευση της κυβερνητικής συμφωνίας, κάτι που οι Χριστιανοδημοκράτες δήλωσαν εμφατικά ότι δεν αποδέχονται και ότι προτιμούν τις πρόωρες εκλογές. Συνεπώς, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία φαίνεται σαν ποντίκι που βρυχάται, το δε «γερμανικό consensus» παραμένει ο σιδηρούς νόμος τόσο της Γερμανίας όσο και -κατ’ επέκταση και σε μεγάλο βαθμό- της Ε.Ε.