Απόψεις
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2019 11:12

Η οικονομία και η τουρκική πρόκληση

Ενας λαός που αισθάνεται ότι απειλείται από γειτονική του χώρα θα έπρεπε να ρίχνει μεγάλο βάρος στην οικονομική του ευρωστία.

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ.Χ. Παπανδρόπουλου

Ενας λαός που αισθάνεται ότι απειλείται από γειτονική του χώρα θα έπρεπε να ρίχνει μεγάλο βάρος στην οικονομική του ευρωστία. Αν δεν το πράττει, θα πει πως δεν πιστεύει ότι κινδυνεύει! Τα τελευταία χρόνια και όχι μόνον, έχω φάει με τη σέσουλα διάφορες αναλύσεις περί του τουρκικού κινδύνου και περί των βλέψεων της Τουρκίας για Ελλάδα και Κύπρο. Όμως σχεδόν ποτέ οι διάφοροι αναλυτές δεν συνέδεσαν τον κίνδυνο αυτόν με την ανάπτυξη και πρόοδο της ελληνικής οικονομίας.

 Το ακριβώς αντίθετο διαπίστωσα σε πολλές χώρες που επισκέφθηκα δημοσιογραφικά, όπως η Ταϊβάν για παράδειγμα, που απειλείται από την Κίνα, η Ν. Κορέα που έχει πάνω της τη σκιά της Βόρειας Κορέας, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες που έχουν δίπλα τους τη Ρωσία.

Την πρώτη κουβέντα που ακούει ο επισκέπτης τους, είναι ότι μόνο με ισχυρή οικονομία αντιμετωπίζονται εξωτερικοί κίνδυνοι και άλλες επιβουλές. Έτσι οι χώρες αυτές, ενισχύουν συνεχώς την εξωστρέφειά τους, επενδύουν στην εκπαίδευση και τις σύγχρονες τεχνολογίες, διαθέτουν ικανοποιητική διοίκηση και διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα. Περίπου η ίδια κατάσταση συναντάται και στην Κύπρο, μια χώρα μέλος της Ευρωζώνης που τα κατάφερε πολύ καλύτερα από την Ελλάδα όταν γνώρισε την κρίση.

Αφήνω δε κατά μέρος το Ισραήλ, το οποίο, αν και περικυκλωμένο μόνον από εχθρούς που θέλουν την εξαφάνισή του, σήμερα βρίσκεται μεταξύ των 20 πιο πλούσιων και ισχυρών οικονομιών στον κόσμο. 

Αντιθέτως, η Ελλάδα των μεγάλων πατριωτών και «υπερπροοδευτικών» αναμορφωτών του πλανήτη, από γενναιοδωρία και αλληλεγγύη προς τον πενόμενο τουρκικό λαό, του έχει στείλει αρκετές επενδύσεις που η ίδια τις θεωρούσε περιττές, αλλά και εταιρείες, όπως η Pirelli για παράδειγμα, που ήταν εγκατεστημένες εδώ. Πάντα στη βάση του ίδιου πνεύματος, οι «πατριώτες» της ελληνικής γραφειοκρατίας συνεχίζουν και σήμερα να τροφοδοτούν με επενδύσεις όχι μόνον την Τουρκία, αλλά και χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία. 

Είναι κατάδηλο έτσι ότι για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού μας η Τουρκία όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα, αλλά είναι και καλή μας φίλη που πρέπει να την ενισχύουμε οικονομικά και επενδυτικά. Λόγω αυτής της γενναιοδωρίας, φαντάζομαι, οδηγήσαμε και τη χώρα στη χρεοκοπία, η οποία ως στρατηγική κατάσταση για τους Τούρκους στρατηγούς αποτελεί ένα σημαντικό στρατηγικό όπλο στους ευρύτερους σχεδιασμούς τους για την περιοχή μας, αλλά και για τις σχέσεις τους με την Ελλάδα.  Από την άλλη πλευρά, όμως, η οικονομική πορεία της Τουρκίας θα έπρεπε να είναι ισχυρό σημείο προσοχής και για την Ελλάδα.

Όπως τονίζει σε πρόσφατο άρθρο του στην επιθεώρηση «ForeignAffairs» ο καθηγητής κ. Κώστας Υφαντής, «…για την Ελλάδα η Τουρκία αποτελεί απειλή και αντιμετωπίζεται και ως τέτοια, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζω και ως ευκαιρία: Μια οικονομία που, παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, είναι οικονομία του περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, με σημαντική παραγωγική βάση, με εξαγωγές σχεδόν 200 δισεκατομμυρίων και μια διαρκώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη που καταναλώνει, πάει διακοπές και αποζητά ειρήνη και ευημερία.

Η τρέχουσα οικονομική αβεβαιότητα και επιβράδυνση δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινές. Η Τουρκία τάχιστα εντάσσεται σε αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες και ετοιμάζεται πυρετωδώς για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Επενδύει στην εκπαίδευση και την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της και μπορεί να είναι ήσυχη ότι -για τουλάχιστον κάποιες δεκαετίες- δεν θα αντιμετωπίσει τα δημογραφικά προβλήματα που απειλούν τις αναπτυγμένες κοινωνίες και την Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η γειτνίαση με μία τέτοια οικονομία θα ήταν ευλογία.

Όμως οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η Τουρκία είναι μια καχεκτική δημοκρατία. Βρίσκεται σε διαδικασία εκδημοκρατισμού εδώ και έναν αιώνα. Μια αέναη διαδικασία όπου ο Σίσυφος δεν φτάνει καν στην κορυφή του λόφου. Δεν υπάρχει άλλο ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν η Τουρκία αποκτά ολοένα και περισσότερο χαρακτηριστικά κεντροασιατικής πολιτείας.

Πανίσχυρη, ανέλεγκτη προεδρία, συνταγματικά τραυματισμένη διάκριση των εξουσιών, “κράτος δικαίου” που λειτουργεί υπέρ του κράτους και κατά του πολίτη, με μόνες τις εκλογές να “νομιμοποιούν” μια αγωνιστική αλλά αυταρχική πολιτική διαδικασία. Ένας ηγέτης που πλέον στηρίζεται στην υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης για να διατηρεί την εκλογική και πολιτική του πρωτοκαθεδρία, δεν είναι ένας συνομιλητής που αντέχει τους συμβιβασμούς…».  

Πότε λοιπόν θα αποφασίσουμε σοβαρά να δούμε το οικονομικό μας πρόβλημα και με το απαραίτητο στρατηγικό βάθος, τη στιγμή που πολλά αν όχι όλα αλλάζουν στον κόσμο μας;