Απόψεις
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2019 10:49

Ενεργειακά, κόστος, επενδύσεις

υτήν την φορά η Ελλάδα βρέθηκε να συντονίζεται-σχεδόν να προηγείται- στην ευρύτερη συζήτηση για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή που ανοίγεται στην Ευρώπη, πάντως με την Πράσινη Συμφωνία/Green Deal με την οποία ξεκίνησε τη θητεία της η Επιτροπή της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Αυτήν την φορά η Ελλάδα βρέθηκε να συντονίζεται-σχεδόν να προηγείται- στην ευρύτερη συζήτηση για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή που ανοίγεται στην Ευρώπη, πάντως με την Πράσινη Συμφωνία/Green Deal με την οποία ξεκίνησε τη θητεία της η Επιτροπή της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν.

Kαι τούτο τις ημέρες που στη Μαδρίτη βρισκόταν κοντά σε αδιέξοδο η παγκόσμια συζήτηση για το κλίμα μετά τη Συμφωνία των Παρισίων/COP 25, με την πρώτη προθεσμία συμμόρφωσης να έχει φθάσει, καθώς το 2020 είναι… αύριο.

Και μάλιστα να συντονίζεται όχι με το παραδοσιακό ευχολόγιο της πολιτικής ορθότητας-στη λογική Γκρέτα Τούνμπεργκ, με λόγο απαγορεύσεων και με ανάδειξη της υποχρεωτικής ενάρετης συμπεριφοράς-, αλλά με προσπάθεια οικονομικού ρεαλισμού. Προσοχή! Αναφερόμαστε σε προσπάθεια ρεαλισμού: το αν η πραγματικότητα θα ακολουθήσει είναι μια άλλη ιστορία…

Πριν από λίγες εβδομάδες ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε την απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής ως στόχο πρώτης προτεραιότητας (αντί προηγούμενου στόχου 16,5%) με ορίζοντα 2028. Ενώ με επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ (στο 35% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης-διπλάσιο από το τωρινό- και 61%-64% της ηλεκτρικής) και με βελτίωση της εξοικονόμησης ενέργειας θεώρησε ότι μπορεί η Ελλάδα (του 30% στο ενεργειακό μίγμα από λιγνίτη, των βραδύτατων διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ και της χαλαρής ενεργειακής σπατάλης) να μιλά για μετάβαση σε «οικονομία κλιματικής ουδετερότητας» σε ορίζοντα 2050.

Όμως αυτοί οι στόχοι -που εν συνεχεία αναπτύχθηκαν από τον Κωστή Χατζηδάκη ως υπουργό και τον Κ. Αραβώση ως γ.γ. στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας- δεν τέθηκαν «στον αέρα», αλλά με αναγνώριση του κόστους. Ή, μάλλον, με ενσωμάτωση της έννοιας της ενεργειακής επένδυσης στη συζήτηση.

Επενδύσεις 4 δισ. ευρώ τον χρόνο στο διάστημα μέχρι το 2030, με προσδοκία εγχώριας προστιθέμενης αξίας πάνω από 20 δισ. στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων και την προώθηση των ΑΠΕ (με 8,2 δισ. σε εισόδημα εργασίας), είναι μια σημαντική παράμετρος στη συνολική συζήτηση για επενδυτική επανεκκίνηση της οικονομίας. Κυρίως όμως έρχεται να συμπαραταχθεί στη λογική της ευρωπαϊκής συζήτησης που βλέπει την επιδίωξη φιλόδοξων στόχων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ακριβώς υπό το πρίσμα της μεταβολής του παραγωγικού υποδείγματος.

Στο ακριβώς προηγούμενο σημείωμα αυτής της στήλης -στις 16/12- είχαμε αναφερθεί στην ανάλυση της Λοράνς Μπουν, επικεφαλής οικονομολόγου του ΟΟΣΑ, η οποία εξηγούσε την ανάγκη να κινητοποιηθούν επενδυτικοί πόροι, τώρα/σε μια περίοδο ιδιαίτερα χαμηλού κόστους χρήματος διεθνώς και πάντως στην Ευρώπη (ήδη και στην Ελλάδα…), ώστε η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή να φύγει από τον χώρο των προθέσεων και να πάει στην εφαρμογή. Κυρίως, όμως, να θέσει και πάλι σε υψηλότερη τροχιά την ανάπτυξη σε μια Ευρώπη η οποία έδειχνε να περνάει σε αυτάρεσκη στασιμότητα.

Ανάλογη η προσέγγιση του Green Deal της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διακινούνται διάφορα ποσά, πάντως ένα κοστολογικό πλαίσιο 3 τρισ. ευρώ - το 1 τρισ. από τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό, τα υπόλοιπα ιδιωτικά, δανειακά και με μόχλευση του InvestΕU. Ή, πάλι, μια χρηματοδοτική ροή 180 δισ. ευρώ τον χρόνο για τη δεκαετία μέχρι το 2030: από αυτά, η ΕΙΒ/Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει earmarked 80 δισ./έτος για «πράσινες επενδύσεις». (Προσοχή όμως! Τι θα γίνει με τη μη χρηματοδότηση, π.χ. των αγωγών φυσικού αερίου;). Στην πρόσφατη Κορυφή της Ε.Ε. -12/13 Δεκεμβρίου- η συνολική έμφαση είχε δοθεί στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και, ειδικότερα, στη χρηματοδότηση της μετάβασης.

Πέρα από τη γενικότερη αναφορά στις χρηματοδοτικές ανάγκες, Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης/JTM βρίσκεται υπό διαμόρφωση από την Επιτροπή, με πρώτη αναφορά   σε τάξη μεγέθους 100 δισ. ευρώ: εδώ κεντρικό ρόλο έπαιξαν οι επιφυλάξεις των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης και ιδιαίτατα της Πολωνίας, που έχει πελώρια εξάρτηση από τον λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή της και δεν θα ‘θελε να δει το «οικονομικό θαύμα» των τελευταίων ετών της να λιώσει κάτω από το κόστος μετάβασης (ή: τα πρόστιμα για τη χρήση ρυπογόνων καυσίμων, που θα κλιμακωθούν). Στην ίδια λογική της μετάβασης, «ορισμένα κράτη μέλη» δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν πυρηνική ενέργεια στο δικό τους ενεργειακό μίγμα.

Γενικότερα, πάντως, και ενώ τα δισεκατομμύρια σε κόστος μετάβασης και τα νομικά και τεχνολογικά εργαλεία διασταυρώνονται σαν πυροτεχνήματα, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε επίπεδο κορυφής όσο και, κατεβαίνοντας, μέχρι και την Ελλάδα, γινόταν φανερό ότι «θα χρειαστεί προσαρμογή των υφιστάμενων κανόνων, περιλαμβανομένων των κανόνων για τις εθνικές ενισχύσεις και τις κρατικές προμήθειες». Ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπονται «οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης». Όχι απλή υπόθεση.