Η κλινική έρευνα αποτελεί τεκμηριωμένα βασικό καταλύτη, αλλά και μοχλό επιστημονικής και κοινωνικής προόδου, όπως ανέφερε στο πλαίσιο του 8ου Clinical Research Conference ο κ. Γιάννης Χονδρέλης, Sr διευθυντής Κλινικών Ερευνών & Εγκρίσεων ΦΑΡΜΑΣΕΡΒΛΙΛΛΥ ΑΕΒΕ και συντονιστής ομάδας Κλινικών Μελετών ΣΦΕΕ.
Η κλινική έρευνα αποτελεί τεκμηριωμένα βασικό καταλύτη, αλλά και μοχλό επιστημονικής και κοινωνικής προόδου, όπως ανέφερε στο πλαίσιο του 8ου Clinical Research Conference ο κ. Γιάννης Χονδρέλης, Sr διευθυντής Κλινικών Ερευνών & Εγκρίσεων ΦΑΡΜΑΣΕΡΒΛΙΛΛΥ ΑΕΒΕ και συντονιστής ομάδας Κλινικών Μελετών ΣΦΕΕ.
Όπως είπε, οι κλινικές μελέτες αφορούν τον άνθρωπο, με πολλά και σημαντικά οφέλη, όπως είναι η πρόσβαση σε νέες θεραπείες & φάρμακα, η βελτίωση θεραπευτικής αντιμετώπισης ασθενειών η υψηλού επιπέδου υγειονομική περίθαλψη, η μη οικονομική επιβάρυνση, καθώς φάρμακα, διαγνωστικές και απεικονιστικές εξετάσεις καλύπτονται από τον χορηγό της κλινικής δοκιμής και φυσικά η συνεχής ιατρική παρακολούθηση σε όλη τη διάρκεια της κλινικής δοκιμής.
Με βάση το EU Clinical Trials Register και σχετικές μελέτες του ΙΟΒΕ, τα στοιχεία για την περίοδο 2010 - 2018 δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο ετησίως, 160 κλινικές δοκιμές βρίσκονται σε εξέλιξη και περίπου 5.000 ασθενείς συμμετέχουν σε αυτές. Συγκεντρωτικά για το διάστημα 2010 - 2018 πραγματοποιήθηκαν 825 κλινικές δοκιμές και περίπου 25.000 ασθενείς συμμετείχαν σε αυτές. Καθόλου ευκαταφρόνητα στοιχεία, με ουσιαστικά οφέλη για τους ασθενείς, το Εθνικό Σύστημα Υγείας και την οικονομία της χώρας γενικότερα.
Η κλινική έρευνα είναι μια από τις πλέον παραγωγικές επενδύσεις με εξαιρετικά υψηλή προστιθέμενη αξία τόσο για την Υγεία όσο και για την πραγματική οικονομία. Δυστυχώς, ως χώρα καταφέρνουμε να αξιοποιούμε μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των δυνατοτήτων που ανοίγονται στην κλινική έρευνα παγκοσμίως. Με δεδομένη την αλματώδη αύξηση του αριθμού κλινικών δοκιμών διεθνώς, την επικέντρωση των επενδύσεων στο πεδίο της ιατροφαρμακευτικής έρευνας και ακριβώς τη στιγμή που η διεθνής φαρμακοβιομηχανία επενδύει στην Ευρώπη περισσότερα των 30 δισ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη, η χώρα μας δεν επωφελείται από τα πλεονεκτήματα που διαθέτει και δεν λαμβάνει το μερίδιο που της αναλογεί στην επένδυση.
Τα στοιχεία της EFPIA και σχετική μελέτη της IQVIA δείχνουν ότι η Ελλάδα, έχοντας το 1,5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, παραμένει ουραγός σε επενδύσεις για κλινική έρευνα με μόνο 42 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,1% της συνολικής ευρωπαϊκής επένδυσης και 4 ευρώ κατά κεφαλή (per capita). Άλλες χώρες με παρόμοιο πληθυσμό, όπως για παράδειγμα το Βέλγιο, επενδύουν πάνω από 2,5 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 8,5% της συνολικής Ευρωπαϊκής επένδυσης και 278 ευρώ κατά κεφαλή (per capita).
Σε μια προσπάθεια να διαπιστωθούν οι αιτίες των μεγάλων καθυστερήσεων στις διαδικασίες υλοποίησης των κλινικών μελετών στα περισσότερα νοσοκομεία της χώρας, ο ΣΦΕΕ διενήργησε πρόσφατα σχετική έρευνα μέσω της εταιρείας MediMark. H έρευνα διεξήχθη σε άτομα του ανώτατου διοικητικού και ιατρικού προσωπικού σε 25 δημόσια και 5 ιδιωτικά νοσοκομεία που διενεργούν κλινικές μελέτες, σε 7 πόλεις της Ελλάδος. Πραγματοποιήθηκαν 3 συνεντεύξεις σε κάθε συμμετέχον Νοσοκομείο (1.Διοικητής / Αναπληρωτής Διοικητής, 2.Ερευνητής ή Υπεύθυνος Κλινικής, 3.Οικονομικός διευθυντής/ Υπεύθυνος λογιστηρίου).
Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης δείχνουν ότι:
Είναι σαφές πως η άμεση υλοποίηση από πλευράς πολιτείας των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων είναι πλέον πιο επιτακτική από ποτέ. Μόνο μέσα από την άρση της γραφειοκρατίας, τη δραστική μείωση των καθυστερήσεων σε επίπεδο νοσοκομείων και φορέων οικονομικής διαχείρισης, τη δημιουργία φορολογικών και επενδυτικών κινήτρων μπορεί να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών και να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Μια σύγκριση με το Βέλγιο καταδεικνύει ότι για τη χώρα μας χρειάζονται τα ακόλουθα:
Με βάση τα παραπάνω χρειάζεται να γίνουν τα εξής:
Με προϋπόθεση την υλοποίηση των ανωτέρω, οι σχετικές επενδύσεις για κλινική έρευνα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν τα επόμενα έτη και μακροπρόθεσμα να ανέλθουν στα 500 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με τα 42 εκατ. ευρώ που περιορίζονται σήμερα. Σε αυτό το επιθυμητό, αλλά και ρεαλιστικό σενάριο, η ετήσια -θετική- επίπτωση με βάση τους σχετικούς πολλαπλασιαστές του ΙΟΒΕ θα ήταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 997,64 εκατ. ευρώ, αύξηση στα κρατικά έσοδα από φόρους και εισφορές κατά 181,20 εκατ. ευρώ και δημιουργία πάνω από 20.000 νέων θέσεων εργασίας.
Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις είναι έτοιμες να υποστηρίξουν εμπράκτως την πολιτεία, μέσα από τον ουσιαστικό διάλογο και τη συντονισμένη συνεργασία, με προτάσεις, με τεχνογνωσία και την εφαρμοσμένη καινοτομία που διαθέτουν, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.