Απόψεις
Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2019 10:15

Υπάρχει διέξοδος από τη χαμηλή ανάπτυξη;

Μια συζήτηση φαίνεται να ανοίξαμε, με το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου, σχετικά με τους παράγοντες που φρενάρουν τις αισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά τη διαδικασία του Προϋπολογισμού και της οικονομικής πολιτικής 2020.

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Μια συζήτηση φαίνεται να ανοίξαμε, με το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου, σχετικά με τους παράγοντες που φρενάρουν τις αισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά τη διαδικασία του Προϋπολογισμού και της οικονομικής πολιτικής 2020.

Συνέπεσε εκείνες τις ημέρες να βρεθεί στην Αθήνα και να μιλήσει (σε διοργάνωση του ΙΟΒΕ) η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Λοράνς Μπουν, με θέμα «την παγκόσμια οικονομία μπροστά σε μια κυκλική διόρθωση ή μήπως σε παρατεταμένη στασιμότητα»/secular stagnation (για να θυμηθούμε και τον Λάρι Σάμερς). Αξίζει μια -κατ’ ανάγκην αποσπασματική- ματιά το πώς οι ελληνικές προοπτικές φαντάζουν μπροστά σ’ αυτήν τη γενικότερη προσέγγιση.

Όμως πρώτα, το στίγμα του ΟΟΣΑ: για την Ελλάδα δίνει ένα 2,1% ανάπτυξη για το 2020 (έναντι 1,8% για φέτος, μάλλον πιο συγκρατημένο από την τελική έκβαση της χρονιάς). Κι ακόμη λιγότερο ευχάριστα ένα 2% για το 2021.

Πάμε τώρα στον μεγάλο έξω κόσμο: οι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπονται πτωτικοί - μόνον το 2021 η Ευρωζώνη θα ξεκολλήσει κάπως από το 1%. Κυρίως όμως η βραδεία ανάπτυξη δείχνει να γίνεται πλέον διαρθρωτικό και όχι κυκλικό φαινόμενο. Στη δε Ευρωζώνη, η «καθοδηγητική» Γερμανία αναμένεται να έχει ένα πιεστικό 2020, χειρότερο κι από την Ιταλία. Άλλωστε -απ’ αλλού αυτό το στοιχείο- η βιομηχανική της παραγωγή βρίσκεται κάπου 5% πιο κάτω από του 2018: και Γερμανία με αδύναμη βιομηχανία…

Βασικό στοιχείο του αύριο αναδεικνύεται πάντως για τον ΟΟΣΑ η οικονομική ανασφάλεια, περισσότερο κι από τη χαλαρή ζήτηση. Η επιβράδυνση που έχει καταγραφεί στη ζώνη OOΣΑ -αρκετά έντονα το 2019- στη μεταποίηση αρχίζει να γίνεται αισθητή (spillover) στις υπηρεσίες. Αντίστοιχα, η υποχώρηση των ρυθμών αύξησης του διεθνούς εμπορίου (στο 1% για το 2019) τράβηξε μέχρι και σε αρνητικό έδαφος την επενδυτική δραστηριότητα.

Ενώ λοιπόν και η Ευρωζώνη έρχεται να ευθυγραμμισθεί -τραγική ειρωνεία- με την ελληνική πραγματικότητα, που θέλει την ανάπτυξη να στηρίζεται βασικά στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών, η απασχόληση στη ζώνη ΟΟΣΑ δείχνει (για το 2020-21) να ανακόπτεται πέφτοντας κάτω από το +0,5%. Οπότε μπορεί μεν να υπάρχει ανοδική πίεση στους μισθούς (άρα και στο διαθέσιμο εισόδημα), όμως όχι αρκετή για να τροφοδοτήσει τη ζήτηση.

Πίσω στην Ελλάδα, τώρα: στην ερχόμενη χρονιά, για να πιάσει το ήδη άχρωμο 2,1% θα χρειαστεί να επαληθεύσει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% (με τη δημόσια να πηγαίνει πίσω, στο 1,1%), συν τις επενδύσεις πάνω από 10% και τις εξαγωγές περίπου στο ίδιο.

Όμως, η ορθοδοξία του ΟΟΣΑ δεν μπορεί να παραλείψει τις αναφορές σε «σώφρονες/prudent δημοσιονομικές πολιτικές» αν είναι να συνεχίσει η μείωση του δημοσίου χρέους. (Μια ματιά στο διάγραμμα του ΟΟΣΑ δείχνει το πρωτογενές πλεόνασμα και για το 2020 και για το 2021 στο 3,5% του ΑΕΠ. Ελάφρυνση; Μόνον άμα συγκρίνει κανείς με τη γραμμούλα για το 2018, τότε που το πλεόνασμα άγγιξε το 4%!...)

Ο ΟΟΣΑ δεν παύει να είναι ένας μηχανισμός προτάσεων πολιτικής για τη ζώνη που παρακολουθεί . Διόλου αμελητέων προτάσεων πολιτικής, δε. Δείτε: «Αναγκαία η επένδυση στο μέλλον» - τι θα πει όμως αυτό; Θα πει ότι η ενεργειακή μετάβαση (ήδη η Ε.Ε. οργανώνει μια εποχή με ουδετερότητα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου: η προσαρμογή σ’ αυτόν τον στόχο είναι βαρύτατη υπόθεση), αλλά και η προώθηση της ψηφιοποίησης (μπροστά στις ΗΠΑ αλλά και την Κίνα, που «ξεφεύγουν»), είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουν την τωρινή παραμονή του κόστους χρήματος σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ώστε να δρομολογήσουν επενδυτική επανεκκίνηση.

Όμως αυτό θα χρειαστεί προχρηματοδότηση ή πάντως μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. θα χρειαστεί επιπλέον και «διαφανής επιλογή επενδυτικών σχεδίων με υψηλή κοινωνική αποδοτικότητα» ώστε να εξασφαλισθεί ευρύτερη στήριξη της κοινής γνώμης. Τι από αυτά «ακούει» η Ευρώπη - δηλαδή… η Γερμανία;

Ταυτόχρονα, απαραίτητη κρίνεται διεθνής συνεργασία νέου τύπου, ώστε οι εμπορικές συγκρούσεις να πάψουν να ξεπηδούν από βαθύτερους παράγοντες (παράδειγμα: από τις επιδοτήσεις στη γεωργία ή σε κλάδους όπως το ενεργοβόρο αλουμίνιο…). αλλά και να γίνει ουσιαστικότερη η συνεργασία σε επίπεδο φοροαποφυγής/φοροδιαφυγής (κάτι μεταξύ 100 και 240 δισ. δολάρια ετησίως «χάνονται» από τους χειρισμούς των πολυεθνικών). Τι από αυτά μπορεί να συμβεί στα χρόνια Τραμπ και καταξίωσης της φοροαποφυγής των πολυεθνικών μέσω των φορολογικών παραδείσων;

Συμπέρασμα (για την ώρα): όσοι χρειάζονται να αισιοδοξήσουν - αναλυτικά, πολιτικά κ.ο.κ. για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, ας αναζητήσουν πλήρη μεταβολή του παραγωγικού υποδείγματος. Τη βλέπετε;

Ενώ η Ευρωζώνη έρχεται να ευθυγραμμισθεί -τραγική ειρωνεία- με την ελληνική πραγματικότητα, που θέλει την ανάπτυξη να στηρίζεται βασικά στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών, η απασχόληση στη ζώνη ΟΟΣΑ δείχνει (για το 2020-21) να ανακόπτεται πέφτοντας κάτω από το +0,5%.