Η ετυμηγορία της κάλπης στο Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) είναι ανέκκλητη: πολύ μεγάλη και καθαρή νίκη των Συντηρητικών του Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία, και συντριπτική ήττα των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος εξασφάλισε μόλις 201 έδρες, το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 1935. Τώρα πλέον ο δρόμος για την ψήφιση της συμφωνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε. από τη Βουλή των Κοινοτήτων είναι πλέον ανοιχτός.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Η ετυμηγορία της κάλπης στο Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) είναι ανέκκλητη: πολύ μεγάλη και καθαρή νίκη των Συντηρητικών του Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία, και συντριπτική ήττα των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος εξασφάλισε μόλις 201 έδρες, το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 1935. Τώρα πλέον ο δρόμος για την ψήφιση της συμφωνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε. από τη Βουλή των Κοινοτήτων είναι πλέον ανοιχτός.
Όμως τι έφταιξε γι' αυτήν την πανωλεθρία των Εργατικών και μαζί με αυτούς και των δυνάμεων που ήλπιζαν σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το Brexit; Η ήττα εδώ έχει σαφέστατα ονοματεπώνυμο: Τζέρεμι Κόρμπιν. Η στροφή του κόμματος στα αριστερά που επέβαλε ο Κόρμπιν είχε ασφαλώς μια λογική στη χώρα της Ευρώπης με τις μεγαλύτερες κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες, ιδίως μετά από δέκα χρόνια συνεχούς (και αχρείαστης) λιτότητας και στασιμότητας των μισθών.
Έτσι, ο ηγέτης της βρετανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης παρουσίασε ένα προεκλογικό πρόγραμμα που έδειχνε να βγαίνει απευθείας απ' την εποχή του New Deal του Φραγκλίνου Ρούζβελτ: άμεση αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 5%, μαζικές προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, δωρεάν θέσεις σε παιδικούς σταθμούς για όλα τα παιδιά από την ηλικία των 2 ετών (αντί των 4 ετών σήμερα), κατάργηση όλων των τελών εγγραφής και των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, μεγάλη αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε μέτρα ενεργειακής απόδοσης. Στο σύνολό τους, οι προεκλογικές υποσχέσεις του Εργατικού Κόμματος του Κόρμπιν αθροίζονταν σε 83 δισ. στερλίνες τρεχουσών δημόσιων δαπανών και σε 55 δισ. στερλίνες δημόσιων επενδύσεων επιπλέον κατ' έτος. Πρόκειται για μια πάρα πολύ μεγάλη αύξηση των δημόσιων δαπανών, η οποία αντιστοιχεί περίπου σε 15% του βρετανικού ΑΕΠ.
Παρά ταύτα, ιδωμένο αφηρημένα και από μόνο του, αυτό το νούμερο δεν είναι μη πιστευτό για τους οικονομολόγους. Πράγματι, το πρόγραμμα των Εργατικών θα αύξανε το ποσοστό των δημόσιων δαπανών στο 45% του ΑΕΠ της χώρας, αντιστοιχίζοντάς το έτσι με το επίπεδο δημόσιων δαπανών των μεγάλων οικονομιών της Ε.Ε., ήτοι της Γερμανίας και της Γαλλίας. Τοσούτω μάλλον που η Γερμανία και η Γαλλία θα συνέχιζαν να έχουν υψηλότερες δαπάνες προς ΑΕΠ από το Η.Β. ακόμα και μετά από αυτήν την αύξηση, για να μην αναφέρουμε τις σκανδιναβικές χώρες της Ε.Ε. (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία), οι οποίες έχουν ακόμα υψηλότερο ποσοστό δημόσιων δαπανών προς ΑΕΠ.
Ο πολιτικός στόχος του Κόρμπιν ήταν ξεκάθαρος: φροντίζοντας να ανακτήσει η χώρα το επίπεδο δαπανών που είχε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, θα διέγραφε ολοκληρωτικά την οικονομική κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ. Όμως αυτό που κάνει τη διαφορά με τις άλλες μεγάλες οικονομίες της Ε.Ε. και κατά συνέπεια γέννησε την προγραμματική αναξιοπιστία, η οποία κόστισε τη συντριπτική ήττα στον Κόρμπιν, είναι το επίπεδο των δημοσίων εσόδων για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων για τη χρηματοδότηση του προεκλογικού προγράμματος. Ο Κόρμπιν επέμενε, καθ' όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ότι μόνο το 5% των υπερπλούσιων θα πλήρωναν επιπλέον φόρους και ότι ούτε ο φόρος εισοδήματος ούτε ο ΦΠΑ ούτε οι ασφαλιστικές εισφορές -οι τρεις εφιάλτες της μεσαίας τάξης, των επιχειρηματιών και των ελεύθερων επαγγελματιών σε όλες τις δυτικές χώρες- θα αυξάνονταν για όσους βγάζουν μέχρι 80.000 στερλίνες τον χρόνο.
Όμως αρκούσε μια στοιχειώδης οικονομική ανάλυση του προγράμματος των Εργατικών για να εξάγει κανείς το συμπέρασμα πως τα νούμερα απλά δεν βγαίνουν χωρίς μια τεράστια νομισματική επέκταση, την οποία οι Εργατικοί δεν τόλμησαν να προτείνουν: η αύξηση των φορολογικών συντελεστών από 40% σε 45% για όσους βγάζουν πάνω από 80.000 και στο 50% για όσους βγάζουν πάνω από 150.000 λίρες τον χρόνο δεν θα επέφερε παρά μόνο 5 δισ. στερλίνες επιπλέον έσοδα, δηλαδή μια σταγόνα στον ωκεανό της δημοσιονομικής επέκτασης. Από πού θα βρίσκονταν τα υπόλοιπα χρήματα για να μην αυξηθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα σε δυσθεώρητα -και ακόμα μια φορά, σε τρομακτικά για τη μεσαία τάξη- ύψη; Από μια αύξηση του φόρου εταιρειών από το 19% στο 26% και από νέους έμμεσους φόρους επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, των υπεραξιών κεφαλαίου και των μερισμάτων.
Η αριστερή πολιτική επιλογή να χτυπηθούν με νέους φόρους οι εταιρείες, οι κεφαλαιούχοι και ο χρηματοοικονομικός τομέας προκειμένου να αποσπαστεί η εύνοια των απλών μισθωτών και των φτωχότερων στρωμάτων ήταν προφανέστατα λανθασμένη, σε μια ανοιχτή, διεθνώς ανταγωνιστική και ελεύθερη οικονομία όπως η βρετανική και κυρίως, σε μια συγκυρία μεγάλης οικονομικής ανασφάλειας και φυγής επιχειρήσεων και κεφαλαίων μετά το επερχόμενο Brexit. Με απλά λόγια, το πρόγραμμα των Εργατικών δεν τρόμαξε μόνο τους πλουτοκράτες, τους καπιταλιστές και τους νεοφιλελεύθερους θιασώτες της οικονομίας-καζίνο, όπως νόμιζε ο Κόρμπιν, κινούμενος ακόμα από παραστάσεις περασμένων δεκαετιών. Τρόμαξε και η μεσαία τάξη, που κερδίζει και χάνει τις εκλογές σε όλα τα δυτικά κράτη. Και παρ' όλο που πολλοί ήταν έτοιμοι να μην ψηφίσουν Συντηρητικούς από φόβο των συνεπειών του Brexit, τους ήταν τελικά αδύνατον να ψηφίσουν τους Εργατικούς, όπως θα είχαν κάνει μετά βεβαιότητας αν είχε επικρατήσει στο ιστορικό αυτό κόμμα η μετριοπαθής οικονομική γραμμή Τόνι Μπλερ-Γκόρντον Μπράουν.
* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.