Η συζήτηση γύρω από τις επιλογές οικονομικής πολιτικής που ενσωμάτωσε ο Προϋπολογισμός 2020 και το φορολογικό νομοσχέδιο, κυρίως όμως η τρέχουσα διαχείριση, πλέχθηκε κατά πολύ γύρω από το «κοινωνικό μέρισμα» που διανέμεται (και) φέτος, με τη σχετική πλατφόρμα (www.koinonikomerisma.gr) ανοιχτή από 17 έως 26 Δεκεμβρίου, αλλά και τη μείωση από 45% σε 22% του κόστους άνω των 40.000 ευρώ συμβολαίων μεταγραφών αθλητών (νομιμοποιείται κανείς να θεωρήσει ότι αφορά κυρίως ποδοσφαιριστές). Δυσοίωνα χαρακτηριστικό επειδή και στις δύο ακραίες περιπτώσεις -η μια αφορά περιπτώσεις ακραίας ανάγκης, που όλοι οφείλουμε να τις προσεγγίζουμε με τα μάτια χαμηλωμένα, η άλλη στοχεύει σε περιπτώσεις ακραίας δημοφιλίας, που δημιουργούν «οπαδικούς λαούς»- ουσιαστικά η έμφαση είναι στο παρελθόν. Το οποίο, προδήλως, αρνείται να τελειώσει, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η συζήτηση γύρω από τις επιλογές οικονομικής πολιτικής που ενσωμάτωσε ο Προϋπολογισμός 2020 και το φορολογικό νομοσχέδιο, κυρίως όμως η τρέχουσα διαχείριση, πλέχθηκε κατά πολύ γύρω από το «κοινωνικό μέρισμα» που διανέμεται (και) φέτος, με τη σχετική πλατφόρμα (www.koinonikomerisma.gr) ανοιχτή από 17 έως 26 Δεκεμβρίου, αλλά και τη μείωση από 45% σε 22% του κόστους άνω των 40.000 ευρώ συμβολαίων μεταγραφών αθλητών (νομιμοποιείται κανείς να θεωρήσει ότι αφορά κυρίως ποδοσφαιριστές). Δυσοίωνα χαρακτηριστικό επειδή και στις δύο ακραίες περιπτώσεις -η μια αφορά περιπτώσεις ακραίας ανάγκης, που όλοι οφείλουμε να τις προσεγγίζουμε με τα μάτια χαμηλωμένα, η άλλη στοχεύει σε περιπτώσεις ακραίας δημοφιλίας, που δημιουργούν «οπαδικούς λαούς»- ουσιαστικά η έμφαση είναι στο παρελθόν. Το οποίο, προδήλως, αρνείται να τελειώσει.
Και η ίδια η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να εξηγήσει με ένταση από βήματος της Βουλής ότι το φετινό «μέρισμα» μπόρεσε να κινηθεί γύρω στα 250 εκατ. ευρώ (έναντι τριπλάσιων ποσών στις δύο προηγούμενες χρήσεις) επειδή η προηγούμενη κυβέρνηση «αντί να αφήσει τον δημοσιονομικό χώρο να αξιοποιηθεί τον Δεκέμβριο, τον μοίρασε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές» (με τη «13η σύνταξη»), εγκαθιστά την πολιτική αντιπαράθεση στον αστερισμό των επιδομάτων. Ποιος περισσότερα, ποιος λιγότερα. Ποιος σ’ αυτούς, ποιος σ’ εκείνους. Ενώ γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι τι λαμβάνουν και τι δεν λαμβάνουν. Όσο για τη μεταχείριση των ομάδων και των οπαδικών αναγκών, τι το πιο παρελθοντοστραφές;
Πάντως, σε όλη την αναπτυσσόμενη παρουσίαση της οικονομικής πολιτικής για το 2020 κεντρικό ρόλο συνεχίζει να έχει η καταγραφόμενη θετική εξέλιξη των προσδοκιών με βάση τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Σ’ αυτήν, κυρίως δε στην ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης (σε υψηλό 19ετίας ακόμη κι αν η επιχειρηματική στιγμές-στιγμές σκοντάφτει), στηρίζεται και σημαντικό μέρος της πρόβλεψης για ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών. Πρόσθετη ενάρετη εξέλιξη -θα έτεινε να πει κανείς- αποτελεί η πληρέστερη οργάνωση των δυνατοτήτων ρύθμισης οφειλών προς το Δημόσιο, τα Ταμεία, αλλά και με διάφορα σχήματα προς τις τράπεζες. Με τη σταθερή επισήμανση ότι πρόκειται για «ρυθμίσεις τελευταίας ευκαιρίας», υπό τη διαφαινόμενη πλέον σαφέστερη πίεση (δηλαδή απειλή, αλλ’ ας μη χρησιμοποιούμε δυσοίωνες εκφράσεις χρονιάρες μέρες που πλησιάζουν...) για επανέναρξη των πλειστηριασμών, αλλά και για υλοποίηση των μέτρων υποχρεωτικής εξόφλησης οφειλών μετά τις δεσμεύσεις λογαριασμών προηγούμενων φάσεων.
Δείτε όμως πώς -το επισημαίνουν αυτό με έμφαση άνθρωποι της αγοράς, κι ας αναγνωρίζουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος- η παράλληλη λειτουργία αυτών των δεδομένων φέρνει στο προσκήνιο ένα ενδεχόμενο νέας καθοδικής σπείρας, ή πάντως ανακοπής της βελτίωσης. Εκεί που η συνειδητοποίηση της βελτίωσης κλίματος οδηγούσε σε αύξηση της ροπής προς κατανάλωση, και μάλιστα των στρωμάτων εκείνων της μεσαίας τάξης όπως π.χ. των επαγγελματιών και εμπόρων που είχαν υπερσυγκρατηθεί μέσα στην κρίση, η άλλη (ενάρετη, είπαμε) συνειδητοποίηση ότι αν δεν μπουν σε ρυθμίσεις ΚΑΙ αν δεν τις τηρήσουν ευλαβικά αυτήν τη φορά, κινδυνεύουν σοβαρά με πλειστηριασμούς και τα συναφή, στρέφει πόρους προς εφορία, Ταμεία, νέας εποχής ρυθμίσεις με τις τράπεζες. Και μπορεί αυτή η ένεση να βελτιώσει την εικόνα σε επίπεδο δημοσιονομικών στόχων/πλεονασμάτων (και να τροφοδοτεί τη ζωηρή συζήτηση περί διανομής των πλεονασμάτων, περί νέου Ασφαλιστικού κοκ) και να δίνει προοπτικές -κάποιας- πιστωτικής επαναφοράς στις τράπεζες. Όμως... την κατανάλωση, εκεί που υποτίθεται ότι πήγαινε να φύγει ανοδικά με πιο έντονους ρυθμούς, κινδυνεύει να την ξαναφρενάρει.
Με τις παραπάνω συζητήσεις συνέπεσαν άλλωστε και οι επισημάνσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τις συστημικές τράπεζες (στα πλαίσια της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Δεν αναφερόμαστε τόσο στην -αναμενόμενη- αναφορά στην ανάγκη να ενισχυθεί το, επίσης ψηφιζόμενο στη Βουλή, σχέδιο «Ηρακλής» με πρόσθετα μέτρα ξεκοκκινίσματος των τραπεζικών ισολογισμών, όσο στη ρητή αναφορά στην ενδεχόμενη επιβάρυνση από «τυχόν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις» μέσα από τη νέα άσκηση stress tests στους μήνες που έρχονται. Δεν αποτελεί κάποιου είδους έκπληξη, αυτή, καθώς και η νέα άσκηση ήταν γνωστή και το εφαρμοστέο νέο πλαίσιο Διεθνούς Προτύπου Αναφοράς. Όμως, το γεγονός ότι η ΤτΕ έκρινε επάναγκες να συνδέσει αυτήν την επισήμανση με την υπόμνηση ότι ένα 60% των ίδιων κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τον διαβόητο αναβαλλόμενο φόρο, σκιά του παρελθόντος, ώστε να επαναφέρει το θέμα της πρόσθετης (πλέον «Ηρακλή») πρωτοβουλίας για επιτάχυνση της μείωσης των κόκκινων δανείων ακριβώς με αξιοποίηση του DTC σε σχήματα τιτλοποίησης, θα ‘πρεπε να χτυπάει ένα πρόσθετο καμπανάκι.