Απόψεις
Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου 2019 10:03

Πότε αντεπιτίθεται ο λαϊκισμός;

Η πρόσφατη εκλογική ήττα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μιας κυβέρνησης με προφανή χαρακτηριστικά λαϊκισμού, έχει μεταφέρει τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα από το ερώτημα της αντιμετώπισης του λαϊκισμού (όπως γίνεται στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ) στο ερώτημα του αν και πώς μπορεί να επανακάμψει ο λαϊκισμός.

Του Άγγελου Χρυσόγελου*

Η πρόσφατη εκλογική ήττα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μιας κυβέρνησης με προφανή χαρακτηριστικά λαϊκισμού, έχει μεταφέρει τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα από το ερώτημα της αντιμετώπισης του λαϊκισμού (όπως γίνεται στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ) στο ερώτημα του αν και πώς μπορεί να επανακάμψει ο λαϊκισμός.

Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στο πρόσφατο συνέδριό του συζήτησε εκτενώς αυτό ακριβώς το ερώτημα: μπορεί να αντεπιτεθεί ο λαϊκισμός; Η αλήθεια όμως είναι ότι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε το ερώτημα είναι παραπλανητικός.

Πρώτον, αναπαράγει την διαδεδομένη αντίληψη περί λαϊκισμού ως μια εξωτερική απειλή προς την δημοκρατία. Όμως ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο εγγενές στην δημοκρατία. Κάθε σύστημα που στηρίζεται στη μαζική αντιπροσώπευση και κινητοποίηση έχει μέσα του το σπόρο του λαϊκισμού. Το ερώτημα επομένως δεν είναι τόσο αν ποτέ ο λαϊκισμός μπορεί να αντεπιτεθεί, αλλά ποιοι παράγοντες επανενεργοποιούν έναν πάντα παρόντα λανθάνοντα λαϊκισμό.

Πέραν από αυτήν την γενική θεωρητική άποψη όμως υπάρχει και το συγκεκριμένο ζήτημα του τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Και αυτό που βλέπουμε εκεί – στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης και της Αμερικής – είναι ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που γιγαντώθηκε την τελευταία δεκαετία που συζητάμε για αυτό, αλλά παρουσιάζει μια σταθερά ανοδική τάση εδώ και 30 χρόνια, ξεπερνώντας προσωρινές εκλογικές ήττες και αναποδιές.

Πρέπει επομένως να συζητήσουμε γιατί ο λαϊκισμός αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των δυτικών δημοκρατιών εδώ και 30 χρόνια. Θα εξηγήσω ότι ο λαϊκισμός γιγαντώνεται με κρίσεις, αλλά δεν υποχωρεί όταν αυτές υποχωρούν. Πρέπει να σκεφτούμε βαθύτερα ποιες είναι συστημικές πιέσεις που δέχεται η δυτική δημοκρατία σήμερα και που κάνουν τον λαϊκισμό ένα μόνιμο και σταθερό φαινόμενο των πολιτικών μας συστημάτων.

Την τελευταία δεκαετία, δυο εξηγήσεις έχουν δοθεί για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη και την Αμερική: η οικονομική ύφεση και η μετανάστευση. Η λογική είναι απλή: όταν έχουμε απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου ή ξαφνική έκρηξη μεταναστευτικών ροών που αμφισβητούν την ικανότητα των κρατών να προστατεύουν τα σύνορά τους, πολλοί πολίτες μπορεί να γοητευτούν από τις εύκολες λύσεις του λαϊκισμού εκεί όπου το «σύστημα» απέτυχε.

Θα μπορούσε επομένως κάποιος να πει ότι ο λαϊκισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί αν μειωθούν οι συνθήκες που τον δημιουργούν. Αν η οικονομία αρχίσει να πηγαίνει καλύτερα ή αν η μετανάστευση ελεγχθεί τότε και η έλξη του λαϊκισμού θα μειωθεί. Αν όμως κανείς κοιτάξει πιο προσεκτικά θα δει ότι αυτή η σύνδεση σπάνια ισχύει στην πράξη.

Βλέπουμε πχ ότι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008-09 έχουν σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπιστεί τα τελευταία χρόνια. Η ανεργία στις ΗΠΑ υποχώρησε σταθερά καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας Ομπάμα, σε σημείο να είναι το 2016 σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι προ κρίσης. Και όμως είναι αυτή ακριβώς η περίοδος που είχαμε μια εκρηκτική άνοδο του λαϊκισμού που οδήγησε στην εκλογή Τραμπ. Με την ίδια λογική, στην Ευρωζώνη η ανεργία μειώνεται σταθερά τα τελευταία πέντε χρόνια, που είναι όμως και τα χρόνια ανόδου των λαϊκιστών όχι μόνο σε χώρες που ακόμα υποφέρουν από τις συνέπειες της κρίσης όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αλλά και χώρες που γρήγορα ξέφυγαν από την ύφεση όπως η Γερμανία, η Αυστρία ή η Ολλανδία.

Σε ό,τι αφορά την μετανάστευση, βλέπουμε επίσης πώς το πρόβλημα είναι συνολικά αρκετά μικρότερης έντασης από ό,τι ήταν το 2015 με τις ροές των εκατομμυρίων. Και όμως, είναι σε αυτήν την περίοδο ραγδαίας μείωσης των ροών που είχαμε την άνοδο του ακροδεξιού αντιμεταναστευτικού λαϊκισμού σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία.

Για να καταλάβουμε γιατί ο λαϊκισμός είναι ένα χρόνιο φαινόμενο της σύγχρονης δημοκρατίας, πρέπει επομένως να πάμε πέρα από συγκυριακές εξηγήσεις. Να σκεφτούμε λιγότερο με όρους κρίσεων και περισσότερο με όρους τάσεων. Και να αναλογιστούμε πώς οι πρόσφατες κρίσεις αντανακλούν βαθύτερες πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, πιέσεις που θα συνεχιστούν στο μέλλον και θα δημιουργούν ευκαιρίες για τον λαϊκισμό.

Μια πρώτη τάση είναι η λεγόμενη συμπίεση της δυτικής μεσαίας τάξης («the squeezing of the middle»), ένα φαινόμενο που προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης αλλά εντάθηκε πρόσφατα. Και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη η μεσαία τάξη έχει όλο και περισσότερες δυσκολίες να τα βγάλει πέρα. Συμπιέζεται από τα πάνω, από την αυξανόμενη ανισότητα που κάνει την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες δυσκολότερη. Και από τα κάτω, από τον ανταγωνισμό των αναδυομένων οικονομιών όπως η Κίνα και την αίσθηση ότι η προνομιακή θέση της Δύσης αμφισβητείται.

Όταν η μεσαία τάξη νιώθει ανασφάλεια, θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα την έχει προδώσει και γοητεύεται από εύκολες λύσεις όπως ο εμπορικός προστατευτισμός. Η άνοδος του λαϊκισμού στις δυτικές χώρες επομένως δεν έχει να κάνει τόσο με μια «επανάσταση των φτωχών» (όπως πχ είναι ο λαϊκισμός παραδοσιακά στην Λατινική Αμερική). Έχει να κάνει με τις ανασφάλειες και την υποχώρηση της παραδοσιακής μεσαίας τάξης, που εν μέσω διεθνών αβεβαιοτήτων και ανταγωνισμού αρχίζει να βλέπει τον εαυτό της ως προδομένο και ριζοσπαστικοποιημένο «λαό».

Μια δεύτερη τάση είναι η άνιση και ανισόρροπη κατανομή των κερδών της οικονομικής ανάπτυξης και ανάκαμψης. Αυτή η ανισότητα μπορεί να διαφανεί, μεταξύ άλλων, και στο ολοένα μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των μεγαλουπόλεων της παγκοσμιοποίησης, όπου συγκεντρώνονται τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης, και των περιοχών γύρω από τις πόλεις που βρίσκονται σε μια συνεχόμενη φάση υποχώρησης, αποβιομηχάνισης και απο-ανάπτυξης.

Και αυτό το ρήγμα έχει παίξει ρόλο στην άνοδο του λαϊκισμού. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι στις προεδρικές εκλογές του 2016 το χάσμα μεταξύ Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ είναι σε μεγάλο βαθμό ένα χάσμα μεταξύ των αστικών κέντρων με μεγάλο οικονομικό δυναμισμό και της φτωχότερης επαρχίας. Η ίδια δυναμική υπήρχε και στην Βρετανία με την ψήφο για το Μπρέξιτ. Και στην Γαλλία πρόσφατα τα Κίτρινα Γιλέκα, ένα κατεξοχήν λαϊκιστικό φαινόμενο, ήταν ουσιαστικά ένα φαινόμενο της επαρχίας που εισέβαλε στο Παρίσι.

Μια τρίτη τάση είναι η τεχνολογική αλλαγή και ιδιαίτερα η αυτοματοποίηση. Η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική αντικαθιστούν όλο και περισσότερες δουλειές που έκαναν άνθρωποι. Αυτή η τάση έχει ξεκινήσει στις κατασκευές αλλά επεκτείνεται και στις υπηρεσίες. Και πολλοί πιστεύουν ότι η αυτοματοποίηση βρίσκεται πίσω από την δυσαρέσκεια που εκφράζεται σήμερα στις κάλπες. Βλέπουμε πχ ότι οι πολιτείες που υπέστησαν τις περισσότερες απώλειες από την αυτοματοποίηση στήριξαν περισσότερο την υποψηφιότητα Τραμπ.

Tα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ζήσαμε έναν λαϊκισμό της κρίσης, δηλ. έναν λαϊκισμό που, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα, αναπτύχθηκε ως αντίδραση στις βίαιες οικονομικές αλλαγές που έζησαν οι Έλληνες. Αν όμως εμείς περάσαμε έναν λαϊκισμό της κρίσης, άλλες χώρες εδώ και μια δεκαετία ζουν με έναν λαϊκισμό της ανάκαμψης: ακόμα και αν οι άμεσες συνέπειες της κρίσης αντιμετωπίστηκαν, αυτή ενεργοποίησε βαθύτερες ανασφάλειες, φόβους και αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο λαϊκισμός όχι μόνο επιμένει αλλά και ενισχύεται.

Καθώς η Ελλάδα μπαίνει στην δικιά της φάση ανάκαμψης, πρέπει επομένως να θυμόμαστε ότι η περιώνυμη και πολυαναμενόμενη ανάπτυξη δεν σημαίνει το τέλος του λαϊκισμού. Η άνιση, στρεβλή και άδικη ανάπτυξη που δεν επαναφέρει το πρότερο αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς στην μεσαία τάξη δημιουργεί εξίσου ευκαιρίες για τον λαϊκισμό με μια κρίση. Πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα θετικά - επενδύσεις, εξωστρέφεια, ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, πράσινη μετάβαση – μπορούν εξίσου να ευνοήσουν την επανάκαμψη του λαϊκισμού.

Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών πχ μπορεί να επιτείνει και το ψηφιακό χάσμα μεταξύ αυτών που έχουν και αυτών που δεν έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Η υπερ-συγκέντρωση των επενδύσεων σε κάποιες περιοχές μπορεί να οδηγήσει σε μαράζωμα άλλων. Η έκθεση της εθνικής μεσαίας τάξης σε διεθνείς πιέσεις λόγω του ανοίγματος της οικονομίας σε επενδύσεις μπορεί να σημάνει και την ανατροπή του τρόπου ζωής της, πχ από την ραγδαία αύξηση του κόστους κατοικίας στην Αθήνα ή την αμφισβήτηση των αξιών που δημιουργεί η μετανάστευση.

Το απλό ερμηνευτικό σχήμα ότι αν υποχωρήσει η κρίση υποχωρεί και ο λαϊκισμός επομένως δεν δείχνει όλη την αλήθεια. Αντίθετα, συσκοτίζει την πολύ πιο δύσκολη αποστολή η ανάκαμψη να υλοποιηθεί με όρους δικαιοσύνης, ισορροπίας και κατανόησης ότι πράγματα όπως η οικονομική ανάπτυξη, το άνοιγμα της οικονομίας και οι τεχνολογικές αλλαγές αποτελούν εξίσου ευκαιρίες και πηγή ανασφαλειών για μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

* Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι assistant professor διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University. To παρόν άρθρο βασίζεται στην εισήγηση που έκανε στο 13ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας με τίτλο «Μπορεί ο Λαϊκισμός να Αντεπιτεθεί;».