Απόψεις
Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2019 09:18

Για μια δίκαιη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών

Οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν αναμφισβήτητα κερδίσει πολλά, τόσο θεμιτά όσο και αθέμιτα, από την παγκοσμιοποίηση. Θεμιτό μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι είναι το κέρδος που έχουν αποκομίσει με τη μορφή εξοικονόμησης κόστους και αύξησης της παραγωγικότητας λόγω των πολλαπλών εξαγορών αλλά και υπεργολαβιών (outsourcing) που η μητρική εταιρεία έχει εγκαθιδρύσει με μυριάδες άλλες εταιρείες ανά τον κόσμο.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*

* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής
καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν αναμφισβήτητα κερδίσει πολλά, τόσο θεμιτά όσο και αθέμιτα, από την παγκοσμιοποίηση. Θεμιτό μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι είναι το κέρδος που έχουν αποκομίσει με τη μορφή εξοικονόμησης κόστους και αύξησης της παραγωγικότητας λόγω των πολλαπλών εξαγορών αλλά και υπεργολαβιών (outsourcing) που η μητρική εταιρεία έχει εγκαθιδρύσει με μυριάδες άλλες εταιρείες ανά τον κόσμο.

Αθέμιτο όμως είναι σίγουρα το κόστος που έχουν αποκομίσει πολλές από αυτές από την αποφυγή φόρων, εκμεταλλευόμενες τα κενά σε μια απαρχαιωμένη νομοθεσία η οποία ανάγεται στα προπολεμικά χρόνια, όταν ακόμα το κεφάλαιο αναπτυσσόταν κατά βάση μέσα στα εθνικά σύνορα. Μία ριζική μεταρρύθμιση του διεθνούς συστήματος φορολόγησης είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητη, όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς και ηθικούς λόγους, καθώς η μεγάλη φοροαποφυγή στερεί από τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς πολύ σημαντικούς πόρους και διατηρεί έτσι την πίεση για συνεχή λιτότητα και θυσίες από την πλευρά των εργαζομένων.

Πρόσφατα, ο ΟΟΣΑ, έπειτα από πολλά χρόνια εσωτερικών διαβουλεύσεων, δημοσίευσε ορισμένες πολυαναμενόμενες προτάσεις για μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση. Οι προτάσεις αυτές -για τις οποίες θα χρειαστεί πολύς χρόνος πριν πάρουν την μορφή δεσμευτικών αποφάσεων από τα κράτη- βασίζονται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας στοχεύει στην ανακατεύθυνση μέρους των φορολογικών εσόδων από τις πολυεθνικές εταιρείες προς τα κράτη εκείνα όπου γίνονται οι τελικές πωλήσεις. Πρόκειται για μια αναδιανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης από τους λεγόμενους «φορολογικούς παραδείσους», όπου εδρεύουν νομικά πολλές πολυεθνικές ή κλάδοι αυτών, σε χώρες όπου οι πολυεθνικές εταιρείες αναπτύσσουν πραγματικά την οικονομική τους δραστηριότητα και πραγματοποιούν τις πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών τους.

Αυτός ο πρώτος στόχος είναι και νομιμοποιημένος και απαραίτητος, αρκεί βεβαίως μια μελλοντική διεθνής συνθήκη να μην αφήσει απέξω ορισμένα κράτη. Ωστόσο, η οικονομική έρευνα δείχνει ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν θα ευνοήσει παρά ελάχιστα τόσο τις βιομηχανοποιημένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς στην πραγματικότητα δεν θα αναδιανείμει παρά ένα μικρό μέρος της φορολογικής βάσης. 

Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν είχαμε μια πιο φιλόδοξη και διαφανή πρόταση, όπως μια ποσοστιαία φορολογική αναδιανομή των εσόδων των πολυεθνικών εταιρειών. Αν, ας πούμε, κατοχυρωνόταν από μια δεσμευτική διεθνή συνθήκη ότι το 20% των εσόδων μιας πολυεθνικής θα φορολογούνταν σε κάθε περίπτωση από τις χώρες τελικής κατανάλωσης, αυτό θα έφερνε και αύξηση των φορολογικών εσόδων και τόνωση της τοπικής παραγωγής των πιο ανεπτυγμένων χωρών, καθώς μέρος των κερδών που θα δημιουργούσε η τοπική παραγωγή θα φορολογούνταν με πιο χαμηλούς συντελεστές από ό,τι τώρα, καθιστώντας έτσι πιο ελκυστική την οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα η απώλεια εσόδων θα αντισταθμιζόταν και με το παραπάνω από τη φορολόγηση, που προηγουμένως δεν γινόταν λόγω της χρήσης φορολογικών παραδείσων.

Ο δεύτερος πυλώνας των προτάσεων του ΟΟΣΑ στοχεύει στη θέσπιση ενός ελάχιστου κοινού φορολογικού συντελεστή διεθνώς. Πρόκειται ασφαλώς για ένα μέτρο που φαίνεται πολύ ωμό και ακατέργαστο, όμως η οικονομική έρευνα έχει δείξει ότι θα έχει σημαντικά αποτελέσματα. Μια ελάχιστη διεθνής φορολόγηση θα βάλει φρένο σε δεκαετίες ολόκληρες άγριου φορολογικού ανταγωνισμού των κρατών προς τα κάτω (race to the bottom) προκειμένου να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και βέβαια, θα ωθούσε και τα κράτη-φορολογικούς παραδείσους να αυξήσουν οριακά τους δικούς τους φορολογικούς συντελεστές. Τα ποσά που θα ανακτούσαν τα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης θα ήταν σημαντικά, σύμφωνα με τις προσομοιώσεις που έχουν γίνει στη σχετική βιβλιογραφία.

Βεβαίως, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί και αυτό να καταστρατηγηθεί με την κατάλληλη «φορολογική βελτιστοποίηση» (κωδική ονομασία για τη νόμιμη φοροαποφυγή) από πλευράς πολυεθνικών εταιρειών, γι’ αυτό και θα πρέπει να κατοχυρωθεί από την ευρύτερη δυνατή διεθνή συμφωνία. Μέχρι να συμβούν όλα τα παραπάνω, θα ζούμε σε μια φορολογική ζούγκλα, όπου το κάθε κράτος θα λαμβάνει -ή όχι- μονομερή μέτρα φορολόγησης πολυεθνικών εταιρειών που πληρώνουν ελάχιστα, παρά το ότι δραστηριοποιούνται στο έδαφός του. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει με τα κέρδη, για παράδειγμα, των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών γνωστών ως GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple). Όμως αυτός ο φορολογικός κατακερματισμός είναι αναποτελεσματικός και εντέλει, αρκετά εύκολο να παρακαμφθεί μέσω πολιτικών πιέσεων προς τα κράτη και βεβαίως, μέσω μιας εντατικοποίησης της «φορολογικής βελτιστοποίησης» των εταιρειών.