Ο τύπος της Κυριακής 24 Νοεμβρίου 2019, μας πληροφόρησε ότι το πρώτο θέμα που απασχολεί την κοινή γνώμη δεν είναι πλέον τα ευρύτερα πεδία της οικονομίας και της εργασίας, αλλά το μεταναστευτικό. Προφανώς, δε, κάποιοι, το σοβαρό αυτό πρόβλημα το αποσυνδέουν από την οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ.Χ. Παπανδρόπουλου
Ο τύπος της Κυριακής 24 Νοεμβρίου 2019, μας πληροφόρησε ότι το πρώτο θέμα που απασχολεί την κοινή γνώμη δεν είναι πλέον τα ευρύτερα πεδία της οικονομίας και της εργασίας, αλλά το μεταναστευτικό. Προφανώς, δε, κάποιοι, το σοβαρό αυτό πρόβλημα το αποσυνδέουν από την οικονομία. Λάθος. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Το μεταναστευτικό συνδέεται άμεσα με την οικονομική ευρωστία μιας χώρας και τις κοινωνικές της μεταβλητές. Και όσο η σύνδεση αυτή δεν γίνεται κατανοητή, το όλο πρόβλημα, με γείτονα την Τουρκία, θα μπορούσε να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις και να γίνει κρίσιμο θέμα εθνικής επιβίωσης.
Ιδιαίτερα δε στη σημερινή Ελλάδα που δεν έχει ακόμη καταλάβει γιατί εδώ και μια δεκαετία σχεδόν βρίσκεται στη δίνη μιας συνολικής κρίσης. Μιας κρίσης με ισχυρά δομικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν και δραματικές ψυχολογικές επιπτώσεις.
Έτσι στο βιβλίο τους «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης» (εκδόσεις Κριτική), οι Κ. Γάτσιος, πρώην πρύτανης του οικονομικού Πανεπιστημίου και Δημ. Α. Ιωάννου, οικονομολόγος, μεταξύ άλλων, γράφουν: «Η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη η οποία, μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και στους νέους. Είναι η χώρα εκείνη την οποίαν από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν εγκαταλείψει σχεδόν 500.000 πολίτες της, στη συντριπτική πλειονότητά τους νέοι, νεότεροι των σαράντα ετών.
Δηλαδή, την έχει εγκαταλείψει το πιο παραγωγικό και δυναμικό τμήμα του πληθυσμού της. Η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εξωτερικό δημόσιο χρέος στον κόσμο, με αποτέλεσμα να ζει υπό τη διαρκή απειλή μιας συντριπτικής χρεοκοπίας της οικονομίας της. Η Ελλάδα είναι επίσης η χώρα όπου κανείς δεν επενδύει και κανείς δεν προγραμματίζει μακροπρόθεσμα για το μέλλον. Και όλα αυτά συμβαίνουν διότι είναι μια χώρα που δεν πιστεύει στον εαυτό της και διότι η κοινωνία της και ο λαός της βρίσκονται στην πιο βαθιά ιδεολογική και αξιακή σύγχυση.
Ο φόβος αλλά και η απαισιοδοξία που χαρακτηρίζουν τον ψυχισμό της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι, συνεπώς, αδικαιολόγητα συναισθήματα. Σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν και αντανακλούν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, ως συλλογικό σώμα, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε από την επίπλαστη ευημερία της πριν από το 2010 περιόδου, στην κρίση που συνεχίζεται για δέκα σχεδόν χρόνια τώρα και της οποίας η έξοδος δεν είναι ακόμη ορατή. Μόνο που η κρίση αυτή δεν εκδηλώθηκε ως κεραυνός εν αιθρία.
Ήταν, αντιθέτως, το αποτέλεσμα της παρατεταμένης -επί δεκαετίες- αδυναμίας της ελληνικής κοινωνίας να αντιληφθεί ποια είναι η διεθνής πραγματικότητα μέσα στην οποία εντάσσεται και πώς μπορεί μια κοινωνία να προοδεύσει και να ευημερήσει στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης».
Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, οι συγγραφείς, παρά τη διάχυτη αισιοδοξία που τον τελευταίο καιρό εκδηλώνεται δημοσκοπικά λόγω κυβερνητικής αλλαγής, υποστηρίζουν ότι η όποια έξοδος της χώρας από την υλική κρίση της προϋποθέτει, πρωτίστως, μια ψυχολογική ανατροπή.
«Η ραγδαία παρακμή, γράφουν, ενέσκηψε στην Ελλάδα υπό πολλές μορφές: ως ηθική, ως ιδεολογική, ως πολιτική και ως οικονομική κρίση. Το ξεπέρασμά της δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την προσπάθεια, από όλους εμάς, στα ίδια ακριβώς πεδία στα οποία αυτή ενέσκηψε: αλλάζοντας τον κώδικα των ηθικών μας αξιών, ξεκαθαρίζοντας την ιδεολογία με την οποία προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο, μετασχηματίζοντας την πολιτική μας πράξη, αναμορφώνοντας και ισχυροποιώντας την οικονομία μας.
Εάν υπάρχει ένας κεντρικός λόγος για τον οποίον στα οκτώ τουλάχιστον τελευταία χρόνια δεν καταφέραμε να τα κάνουμε όλα αυτά, θα μπορούσαμε να τον εντοπίσουμε στο γεγονός της πατροπαράδοτης συλλογικής αδράνειας, δηλαδή στην αναμονή της έξωθεν σωτηρίας και της έλευσης του “από μηχανής θεού”. Οι Έλληνες αναλώθηκαν επί οκτώ χρόνια στο να συμφωνούν ή να διαφωνούν με την τρόικα, χωρίς να έχουν να προτείνουν τίποτα εξ ιδίων για μια υπόθεση που αφορούσε αυτούς και μόνον αυτούς».
Υπό αυτές τις ψυχολογικές συνθήκες, οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης καλά θα κάνουν να δουν την όλη τακτική τους και υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Για να βγει η χώρα από την κρίση της, μια πρώτη και σοβαρή λύση θα ήταν η προτροπή με σοβαρά επιχειρήματα, για ριζική ανατροπή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον αξιολογούμε, καθώς και του τρόπου με τον οποίον πολιτευόμαστε. Μια λύση που, ακόμη περισσότερο, απαιτεί μια ανατροπή του τρόπου με τον οποίον ενεργούμε στον οικονομικό μας βίο.
Αυτό είναι όμως ένα άλλο τεράστιο θέμα, στο οποίο θα επανέλθουμε.
Οι δύο διαπρεπείς οικονομολόγοι, ο καθηγητής Κων. Γάτσιος και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου υποστηρίζουν ότι η όποια έξοδος της χώρας από την υλική κρίση της προϋποθέτει, πρωτίστως, μια ψυχολογική ανατροπή.