Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης και γνωστού πολυδισεκατομμυριούχου Μάικλ Μπλούμπεργκ ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, ως ο καταλληλότερος «αντί-Τραμπ» για τις εκλογές του 2020, τάραξε τα νερά, γράφει ο Μωυσής Λίτσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης και γνωστού πολυδισεκατομμυριούχου Μάικλ Μπλούμπεργκ ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, ως ο καταλληλότερος «αντί-Τραμπ» για τις εκλογές του 2020, τάραξε τα νερά.
Όχι γιατί η υποψηφιότητά του προσκομίζει κάτι νέο για το Δημοκρατικό Κόμμα και την Αμερική γενικότερα, αλλά για το ότι τα εκατομμύριά του ίσως παίξουν σημαντικό ρόλο για το ποιος θα ηγηθεί του κόμματος και αύριο -ίσως- των ΗΠΑ.
Ο Αμερικανός μεγιστάνας έχει ανακοινώσει ήδη πως θα διαθέσει μόνο σε μία εβδομάδα περί τα 34 εκατ. δολάρια σε τηλεοπτική διαφήμιση σε εθνικό επίπεδο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διαφημιστική εβδομαδιαία καμπάνια στην αμερικανική πολιτική ιστορία, σύμφωνα με την εταιρεία Advertising Analytics. Παράλληλα ετοιμάζει άλλα 100 εκατ. δολάρια σε ψηφιακές διαφημίσεις.
Φυσικά το ότι ένας πολύ πλούσιος κατεβαίνει για πρόεδρος και χρησιμοποιεί την προσωπική του περιουσία για εκλογικούς σκοπούς δεν είναι κάτι νέο στην Αμερική. Από τον Ρος Περό, που είχε κατέβει ως ανεξάρτητος υποψήφιος, έως τον Στιβ Φορμπς και τον Μιτ Ρόμνεϊ, που διεκδίκησαν το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, το χρήμα έπαιζε πάντοτε καθοριστικό ρόλο.
Ο ίδιος ο Τραμπ, παρά την απήχηση που είχε σε στρώματα μη προνομιούχων λευκών στη λεγόμενη «ζώνη της σκουριάς», στις άλλοτε ακμάζουσες βιομηχανικές πόλεις της Αμερικής, ξόδεψε εκατομμύρια για να εκλεγεί το 2016, χωρίς καν «πόθεν έσχες».
Τα δύο, άλλωστε, κόμματα εξουσίας, το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό, ουδέποτε έκρυψαν τις δωρεές από επιχειρήσεις και επιχειρηματικά λόμπι.
Τι έκανε ωστόσο τον μεγιστάνα των μμε να μπει στην κούρσα, όταν μάλιστα μέχρι πρότινος ορκιζόταν ότι δεν ενδιαφέρεται να κατέβει ως υποψήφιος;
Η αυξανόμενη απήχηση που έχουν εναλλακτικοί υποψήφιοι, όπως ο Μπέρνι Σάντερς ή η Ελίζαμπετ Γουόρεν, που διεκδικούν με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών, προτάσσοντας -εκτός των άλλων- τη φορολόγηση των πολύ πλουσίων.
Τα 34 εκατ. δολάρια διαφημιστικής καμπάνιας του Μπλούμπεργκ είναι περίπου το 1,1% που θα πλήρωνε κάθε χρόνο με βάση το σχέδιο Γουόρεν.
Ασχέτως των κινήτρων του Μπλούμπεργκ και της τύχης που θα έχει η υποψηφιότητά του, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι δεν αποκλείεται τελικά να κληθούν να επιλέξουν τον... καλύτερο δισεκατομμυριούχο.