«Η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα σε δύο χρόνια από σήμερα», τόνισε στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt o πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι η εικόνα της χώρας έχει ήδη αλλάξει κατά τους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης. «Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας θα παρατηρήσετε την αλλαγή. Οι πολίτες είναι πιο αισιόδοξοι. Αντιλαμβάνονται ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Είμαστε το σπάνιο παράδειγμα μιας κυβέρνησης η οποία ήδη, κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες, έχει εφαρμόσει περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης.
«Η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα σε δύο χρόνια από σήμερα», τόνισε στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt o πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι η εικόνα της χώρας έχει ήδη αλλάξει κατά τους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης. «Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας θα παρατηρήσετε την αλλαγή. Οι πολίτες είναι πιο αισιόδοξοι. Αντιλαμβάνονται ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Είμαστε το σπάνιο παράδειγμα μιας κυβέρνησης η οποία ήδη, κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες, έχει εφαρμόσει περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη «το κλίμα αισιοδοξίας αντανακλάται στην εικόνα της χώρας στις διεθνείς αγορές. Η απόδοση των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου βρίσκεται σήμερα στο 1,4%. Πριν από οκτώ μήνες βρισκόταν στο 3,8%. Mπορούμε να αναχρηματοδοτήσουμε με αρνητικά επιτόκια τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου. Οι επενδυτές επιστρέφουν. Έχουμε αφήσει πίσω μας την κρίση. Η Ελλάδα δεν ζητά πλέον, αλλά είναι μια χώρα η οποία συμμετέχει επί ίσοις όροις στις συζητήσεις για τα μεγάλα ευρωπαϊκά και παγκόσμια ζητήματα».
«Λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το μεταναστευτικό - προσφυγικό»
Στη συνέντευξη, με τίτλο «Μήνυμα από την Αθήνα», που δημοσιεύεται την Τρίτη, οι δημοσιογράφοι της Handelsblatt ρωτούν τον Πρωθυπουργό «πόσο ακόμα θα αντέξει η χώρα» την έλευση κάθε μέρα εκατοντάδων μεταναστών και προσφύγων από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά. «Αυτό είναι απαράδεκτο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι» απαντά ο κ. Μητσοτάκης, τονίζοντας ότι η Τουρκία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης το μεταναστευτικό για να αναγκάσει την Ευρώπη να κάνει παραχωρήσεις. «Ανέφερα πολύ ανοιχτά στον Πρόεδρο Ερντογάν ότι δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται τους μετανάστες και τους πρόσφυγες αν θέλει να έχει σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα», επεσήμανε.
«Τον τελευταίο καιρό, όταν προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με την τουρκική ακτοφυλακή και επισημαίνουμε ότι έφυγε μια βάρκα με μετανάστες από τις τουρκικές ακτές, δεν υπάρχει καμία αντίδραση από πλευράς τους. Αυτό είναι απαράδεκτο γιατί παραβιάζει τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το μεταναστευτικό», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους εταίρους υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί μια χώρα της ΕΕ να διεκδικεί τα πλεονεκτήματα της ζώνης του Σένγκεν και να αρνείται ταυτόχρονα να μοιραστεί τα βάρη, όπως κάνουν ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τις χώρες άφιξης όπως η Ελλάδα ως βολικούς χώρους “στάθμευσης” για πρόσφυγες και μετανάστες. Είναι αυτό ευρωπαϊκή αλληλεγγύη; Όχι. Δεν θα το δεχτώ άλλο».
Στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει» ο Πρωθυπουργός απάντησε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοεί το πρόβλημα και ότι ο ίδιος δεν μπορεί να δεχτεί τη στάση όσων «συμπεριφέρονται σαν να είναι αποκλειστικά ένα πρόβλημα της Ελλάδας».
«Θα πρέπει να δοθεί λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο», τόνισε. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προωθήσει τις προτάσεις του υπουργoύ Εσωτερικών της Γερμανίας Χορστ Ζεεχόφερ για τη μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου, του Κανονισμού του Δουβλίνου». (Σύμφωνα με την πρόταση Ζεεχόφερ, οι διαδικασίες για τη χορήγηση ασύλου θα μπορούν να ξεκινούν σε χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ολοκληρώνονται σε άλλα κράτη της ΕΕ).
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός τόνισε τις ενέργειες που έχει ήδη αναλάβει η κυβέρνηση, όπως η αυστηροποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου. «Όποιος δεν λαμβάνει άσυλο, πρέπει να επιστρέφει είτε στην Τουρκία είτε στη χώρα προέλευσής του. Γι’ αυτό θα δημιουργήσουμε κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα. Εκτός αυτών, θα ενισχύσουμε την ακτοφυλακή μας, για να μπορεί να επιτηρεί καλύτερα τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας».
Επιπλέον, στάθηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα των 4.000 ασυνόδευτων ανηλίκων που βρίσκονται στην Ελλάδα: «Γνωρίζετε τι θα συμβεί αν δεν φροντίσουμε αυτά τα παιδιά στα κατάλληλα ιδρύματα; Θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης. Θα έβλαπτε τόσο πολύ την Ουγγαρία ή την Πολωνία αν υποδέχονταν εκατό από αυτά τα παιδιά;», σημείωσε.
«Το πλεόνασμα 3,5% ήλθε λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης»
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι θα τηρηθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, «τον οποίο συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση με τους δανειστές», προσθέτοντας με σαφήνεια ότι η νέα κυβέρνηση θα θέσει το ζήτημα της μείωσης του στόχου για το 2021 και το 2022. «Δεν χρειαζόμαστε πια πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% και αυτό γιατί μπορούμε να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας με πολύ χαμηλότερα επιτόκια από ό,τι αναμενόταν», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης μνημονεύοντας το γεγονός ότι οι αποφάσεις για τα υψηλά πλεονάσματα ελήφθησαν επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, «σε μια εποχή κατά την οποία υπήρχε πολύ χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης για την Ελλάδα».
Η Ελλάδα «γραμμή άμυνας κατά του λαϊκισμού»
Κληθείς να απαντήσει αν η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της την εποχή του λαϊκισμού, μετά από τα 4,5 χρόνια θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε: «Νικήσαμε τόσο τους αριστερούς λαϊκιστές, όσο και τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές της Χρυσής Αυγής».
«Ήταν απίστευτος ο βαθμός ανικανότητας που επέδειξαν κατά τη διακυβέρνηση τους. Ήταν μια οδυνηρή εμπειρία και κόστισε στη χώρα μας μια περιουσία» τόνισε.
Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η Ελλάδα αποτελεί πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη «γραμμή άμυνας κατά του λαϊκισμού».
Ερωτηθείς ποια συμβουλή δίνει σε άλλα ευρωπαϊκά κόμματα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους λαϊκιστές, απάντησε: «Τα παραδοσιακά κόμματα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι πολλές ανησυχίες του λαού, τις οποίες εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές, είναι πραγματικές. Για παράδειγμα, οι εισοδηματικές ανισότητες, το τεχνολογικό χάσμα, τα ζητήματα ταυτότητας που σχετίζονται με το πρόβλημα της μετανάστευσης ή το γεγονός ότι οι μεγάλες πόλεις αναπτύσσονται με ταχύτερους ρυθμούς αφήνοντας πίσω τις περιοχές της υπαίθρου. Πρόκειται για ζητήματα που έχουν εν τέλει υπαρξιακό χαρακτήρα, που αγγίζουν πολλούς ανθρώπους και η πολιτική πρέπει να ασχολείται μαζί τους».