Μια τεχνική «ενίσχυσης» τροφίμων με θρεπτικές ουσίες, έτσι ώστε να γίνονται πιο θρεπτικά και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του υποσιτισμού, ανέπτυξαν ερευνητές του ΜΙΤ.Όπως αναφέρει το MIT News, οι ερευνητές του αμερικανικού πανεπιστημίου ανέπτυξαν μια μέθοδο για εισαγωγή θρεπτικών ουσιών όπως ο σίδηρος και η βιταμίνη Α σε βασικά τρόφιμα μέσω εγκιβωτισμού τους σε βιοσυμβατά πολυμερή τα οποία εμποδίζουν την υποβάθμισή τους κατά την αποθήκευσή τους ή το μαγείρεμα.
Μια τεχνική «ενίσχυσης» τροφίμων με θρεπτικές ουσίες, έτσι ώστε να γίνονται πιο θρεπτικά και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του υποσιτισμού, ανέπτυξαν ερευνητές του ΜΙΤ.
Όπως αναφέρει το MIT News, οι ερευνητές του αμερικανικού πανεπιστημίου ανέπτυξαν μια μέθοδο για εισαγωγή θρεπτικών ουσιών όπως ο σίδηρος και η βιταμίνη Α σε βασικά τρόφιμα μέσω εγκιβωτισμού τους σε βιοσυμβατά πολυμερή τα οποία εμποδίζουν την υποβάθμισή τους κατά την αποθήκευσή τους ή το μαγείρεμα. Σε μικρής κλίμακας κλινική δοκιμή αποδείχτηκε πως γυναίκες οι οποίες έτρωγαν ψωμί ενισχυμένο με εγκιβωτισμένο σίδηρο ήταν σε θέση να απορροφούν σίδηρο από την τροφή.
«Χαιρόμαστε πολύ που η ομάδα μας κατάφερε να αναπτύξει αυτό το μοναδικό σύστημα χορήγησης θρεπτικών ουσιών, που έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει δισεκατομμύρια ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο και να το πάει από τη σύλληψη μέχρι τις κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους» είπε ο Ρόμπερτ Λάνγκερ, καθηγητής του ΜΙΤ και μέλος του Koch Institute for Integrative Cancer Research.
Τώρα οι ερευνητές προσβλέπουν σε κλινικές δοκιμές σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η έλλειψη τέτοιων θρεπτικών ουσιών αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Η έλλειψη βιταμίνης Α είναι ο πιο κοινός λόγος τύφλωσης που μπορεί να προληφθεί στον κόσμο, και μπορεί επίσης να επηρεάσει τα επίπεδα ανοσίας, καθιστώντας τα παιδιά πιο ευάλωτα σε ασθένειες όπως η ιλαρά. Παράλληλα, η έλλειψη σιδήρου μπορεί να προκαλέσει αναιμία και επηρεάζει επίσης τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, συμβάλλοντας σε έναν «κύκλο φτώχειας», σύμφωνα με την Άνα Τζάκλενετς, ερευνήτρια στο Koch Institute.
«Αυτά τα παιδιά δεν τα πάνε καλά στο σχολείο εξαιτίας της κακής τους υγείας και όταν μεγαλώνουν δυσκολεύονται να βρουν δουλειά, οπότε τα παιδιά τους ζουν επίσης στη φτώχεια και συχνά χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση» είπε σχετικά.
Η ομάδα του ΜΙΤ, με χρηματοδότηση από το Bill and Melinda Gates Foundation, ανέλαβε να αναπτύξει μια νέα τεχνολογία η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στις προσπάθειες ενίσχυσης των τροφίμων με απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά. «Αυτό που έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό για την ενίσχυση των τροφίμων είναι τα βασικά τρόφιμα, κάτι που είναι στο νοικοκυριό και οι άνθρωποι χρησιμοποιούν καθημερινά» είπε η Τζάκλενετς. «Όλοι τρώνε αλάτι ή αλεύρι, οπότε δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα στην καθημερινή διατροφή».
Η απλή εισαγωγή βιταμίνης Α ή σιδήρου στα τρόφιμα δεν αποδίδει πολύ, καθώς η βιταμίνη Α είναι πολύ ευαίσθητη στη θερμότητα και μπορεί να υποβαθμιστεί κατά το μαγείρεμα, ενώ ο σίδηρος μπορεί να συνδεθεί με άλλα μόρια στην τροφή, δίνοντας στην τροφή μια μεταλλική γεύση. Για αυτόν τον λόγο οι ερευνητές του ΜΙΤ βρήκαν τον τρόπο να εγκιβωτίσουν μικροθρεπτικά συστατικά σε ένα υλικό που τα προστατεύει, εμποδίζοντας τη διάσπασή τους ή την αλληλεπίδρασή τους με άλλα μόρια, και επιτρέπει την απελευθέρωσή τους μετά την κατανάλωσή τους.
Οι ερευνητές δοκίμασαν περίπου 50 διαφορετικά πολυμερή και κατέληξαν σε ένα που είναι γνωστό ως BMC και χρησιμοποιείται σε συμπληρώματα διατροφής, ενώ στις ΗΠΑ θεωρείται γενικά ασφαλές. Όπως έδειξαν οι ερευνητές, ήταν δυνατός ο εγκιβωτισμός 11 διαφορετικών μικροθρεπτικών συστατικών, μεταξύ των οποίων σίδηρος, βιταμίνη Α, βιταμίνη Β2, βιταμίνη C, βιοτίνη κ.α. Επίσης, έδειξαν πως ήταν δυνατός ο εγκιβωτισμός συνδυασμών μέχρι και τεσσάρων μαζί.
Εργαστηριακές δοκιμές έδειξαν πως τα μικροθρεπτικά στοιχεία ήταν αβλαβή μετά το μαγείρεμα, ενώ προστατεύονταν και από το υπεριώδες φως και από χημικά που προκαλούν οξείδωση και συναντώνται σε φρούτα και λαχανικά. Όταν τα σωματίδια αυτά βρίσκονταν σε πολύ όξινες συνθήκες (pH 1.5, όπως το pH στο στομάχι), το πολυμερές διαλυόταν και τα στοιχεία απελευθερώνονταν.
Οι δοκιμές σε ποντίκια ήταν επιτυχείς, και ακολούθησαν δοκιμές σε ανθρώπους στην Ελβετία (ETZ Zurich). Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με τη Τζάκλενετς, είναι αντίστοιχη μελέτη σε χώρα όπου πολλοί άνθρωποι βιώνουν ελλείψεις.