Ένα ιδιαίτερα πολυδαίδαλο δίκτυο, με δύο εγκληματικές οργανώσεις κι επτά συμμορίες, εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών σε Αχαρνές και Φυλή, αλλά και σε άλλες περιοχές της Αττικής, εξάρθρωσε πλήρως η ΕΛΑΣ, που μιλά για «καίριο πλήγμα στα οργανωμένα κυκλώματα».
Ένα ιδιαίτερα πολυδαίδαλο δίκτυο, με δύο εγκληματικές οργανώσεις κι επτά συμμορίες, εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών σε Αχαρνές και Φυλή, αλλά και σε άλλες περιοχές της Αττικής, εξάρθρωσε πλήρως η ΕΛΑΣ, που μιλά για «καίριο πλήγμα στα οργανωμένα κυκλώματα».
Στη διάρκεια επιχειρήσεων σε Αχαρνές, Νέα Φιλαδέλφεια, Μεταμόρφωση και Νέο Φάληρο, με τη συμμετοχή της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Δυτικής Αττικής, των Τμημάτων Ασφαλείας Αχαρνών και Αγίας Βαρβάρας, της Ο.Π.Κ.Ε. και των Τ.Α.Ε., καθώς και δύο αστυνομικών σκύλων, συνελήφθησαν 22 άτομα, έγιναν 20 έρευνες σε κατοικίες και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, ποσότητες κοκαΐνης, ηρωίνης, χασίς, 42.150 ευρώ, έξι αυτοκίνητα, πιστόλι, φυσίγγια, καθώς και μηχανήματα κι εργαλεία για την τυποποίηση-νόθευση κοκαΐνης.
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, υποστράτηγο Πέτρο Τζεφέρη, οι συλληφθέντες είχαν συστήσει συνεργαζόμενες εγκληματικές ομάδες με σκοπό την εξασφάλιση μιας πλήρους ανταγωνιστικής αγοράς ναρκωτικών-ψυχοτρόπων ουσιών (ηρωίνη, κοκαΐνη και χασίς), με κύριο χαρακτηριστικό την πώλησή τους σε χαμηλές-δελεαστικές τιμές σε χρήστες ναρκωτικών από την ευρύτερη περιοχή της Αττικής αλλά και από την επαρχία, ως απόρροια της υψηλής νόθευσης που είχαν πετύχει. Χαρακτηριστικό είναι ότι η τιμή μιας δόσης ηρωίνης 0,5 γραμμαρίων πωλούνταν κατά μέσο όρο από 7 έως 8 ευρώ, τιμή ιδιαίτερα ανταγωνιστική σε σχέση με αυτή άλλων αγορών ναρκωτικών στην Αττική.
Η υπόθεση ήρθε στο φως όταν η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Δυτικής Αττικής σε συνεργασία με το Τμήμα Ασφαλείας Αχαρνών, έπειτα από συστηματική έρευνα, αποκάλυψε τη δράση του εγκληματικού αυτού δικτύου. Συγκεκριμένα, από τα μέσα Νοεμβρίου 2018 το Τμήμα Ασφαλείας Αχαρνών ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τη δράση διακινητών ναρκωτικών στην ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών. Από την πορεία των ερευνών διαπιστώθηκε η λειτουργία ενός ευρύτερου εγκληματικού δικτύου, τα μέλη του οποίου δραστηριοποιούνταν κυρίως στους καταυλισμούς των Αχαρνών (Αυλίζα, Αγία Σωτήρα, Πλάτωνας και Σαράντα Μάρτυρες), καθώς και σε γειτονικές περιοχές όπως στο Ζεφύρι και στα Άνω Λιόσια.
Όπως προέκυψε, τα άτομα αυτά συνέστησαν εγκληματικές ομάδες, είτε με τη μορφή της εγκληματικής οργάνωσης, είτε με τη μορφή της ομάδας-συμμορίας. Από την έρευνα, προέκυψε η στενή συνεργασία των μελών των ομάδων αυτών, με κοινό σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Χαρακτηριστικό είναι η συνήθης τακτική της εξυπηρέτησης πελατών από τη μια ομάδα στην άλλη, με σκοπό ο πελάτης να παραμένει εντός της αγοράς αυτής, αποκτώντας εναλλακτικούς πωλητές, όταν και εφόσον ο βασικός προμηθευτής του για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. Επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη τής κάθε ομάδας έφερναν σε επαφή με προμηθευτές άτομα άλλων ομάδων.
Ειδικότερα, η πρώτη εγκληματική οργάνωση αποτελούσε τον βασικό διακινητή στην περιοχή της Αυλίζας και στην περιοχή του Πλάτωνα στις Αχαρνές, τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, τα άτομα της οργάνωσης είναι πάρα πολλά κι όταν κάποιο από αυτά οδηγείται στη φυλακή, τη δράση της οργάνωσης συνεχίζουν τα υπόλοιπα μέλη. «Αποτελούν αδιαμφισβήτητα από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στην περιοχή των Αχαρνών, με την προσέλευση των χρηστών να ξεπερνάει τους 100 χρήστες τη μέρα, κι αποκομίζουν όφελος από 1.300 έως 1.500 ευρώ» αναφέρει η αστυνομία.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση αποτελεί ιδιάζουσας μορφής ομάδα, όπου τα τέσσερα μέλη της διακινούν ναρκωτικές ουσίες σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Είχαν αποκτήσει σταθερό πελατολόγιο χρηστών κοκαΐνης και χασίς, έχοντας ορίσει την τιμή πώλησης της κοκαΐνης στα 100 ευρώ το γραμμάριο.
Οι περιοχές που δραστηριοποιούνταν περιελάμβαναν κυρίως τις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια, αλλά εκτείνονταν και πέραν αυτών, σε Νέα Φιλαδέλφεια, Μαρούσι, Ψυχικό, Φιλοθέη, Σπάτα, κέντρο Αθήνας, Πειραιά, Γλυφάδα, Βάρη, Σπάτα κ.α. Διατηρούσαν στενή επαφή με μέλη της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης, ενώ διέθεταν σε δύο σπίτια των μελών της πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια τυποποίησης και νόθευσης ναρκωτικών ουσιών.
Οι περιφερειακές ομάδες-συμμορίες αποτελούσαν βασικές ομάδες διακίνησης ναρκωτικών ουσιών στις Αχαρνές, στις περιοχές Αγία Σωτήρα, Λόφου Αυλίζας και Σαράντα Μαρτύρων. Συνδέονταν στενά μεταξύ τους και είχαν προαποφασίσει να τηρούν σταθερή τιμή πώλησης των ναρκωτικών ουσιών, προκειμένου να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους.
Τα μέλη της συγκεκριμένης υποομάδας μετέφεραν συστηματικά ποσότητες χασίς από χώρα των Βαλκανίων στην Ελλάδα, με βασικό διακινητή 35χρονο αλλοδαπό, έγκλειστο σε σωφρονιστικό κατάστημα, κι άμεσο βοηθό του 37χρονη Ελληνίδα. Προμήθευαν δε συστηματικά διακινητές, κυρίως στην περιοχή των Αχαρνών και των Άνω Λιοσίων.
Ο εν λόγω 35χρονος αλλοδαπός συνελήφθη στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Λαθρομεταναστών στην περιοχή της Θεσπρωτίας, ενώ μετέφερε 105 κιλά χασίς. Επίσης, ο ίδιος οργάνωσε και κανόνισε μεταφορά ποσότητας χασίς, αν και ήταν έγκλειστος, με συνεργούς του τέσσερις αλλοδαπούς, ένας εκ των οποίων συνελήφθη από αστυνομικούς της ίδιας υπηρεσίας για μεταφορά 117 κιλών.
«Καραμέλες» και «κοκορέτσι»
Ενδεικτικό των μέτρων προφύλαξης που λάμβαναν τα μέλη του εγκληματικού αυτού δικτύου ήταν ότι χρησιμοποιούσαν διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακές εφαρμογές, προκειμένου να αποφεύγουν να επικοινωνούν μέσω τηλεφώνων. Επίσης, κατά τις συνομιλίες τους, χρησιμοποιούσαν ειδικό φρασεολόγιο και κωδικούς, για να μην γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές. Ενδεικτικά:
Ως «πράσινα», «πρασινάδα» ή «πράσα», εννοοούσαν, λόγω του πράσινου χρώματος της συσκευασίας τους, το χασίς, που το αποκαλούσαν και «λάστιχα».
Τα ναρκωτικά χάπια τα ονόμαζαν «καραμέλες», λόγω του σχήματος και του λευκού χρώματός τους.
Την ηρωίνη την αποκαλούσαν «κογιανή» ή «κουγιανή». Επίσης την ανέφεραν ως «κρέας», «σόδα, «θέμα», «κάστανα» , «καφέ», λόγω του καφέ σκούρου χρώματός της.
Την κοκαΐνη την ονόμαζαν «άσπρη» ή «χιόνι», λόγω του λευκού χρώματος της ουσίας. Πολλές φορές την αποκαλούσαν «κοκορέτσι».
Το ένα κιλό ναρκωτικής ουσίας το έλεγαν «αμάξι».
Την αστυνομική επιχείρηση ως «πέσιμο» ή «γάμο» ή «πανηγύρι».
Για τις ποσότητες χρησιμοποιούσαν τον όρο «γραμμές», η οποία υποδήλωνε τα γραμμάρια (1 γραμμή=1 γραμμάριο).
Τα χρήματα τα αποκαλούν «χαρτιά», λόγω της χάρτινης υφής τους και «λοβέ».
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, εντοπίσθηκαν και κατασχέθηκαν: 200 γραμμ. κοκαΐνης, 500 γραμμ. χασίς, 1.035 γραμμ. χημικής ουσίας νόθευσης ναρκωτικών ουσιών, 20 γραμμ. ηρωίνης, 2 γραμμ. χασίς σε μορφή σοκολάτας, εννέα στιπόχαρτα LSD (τρυπάκια), τρία Ι.Χ. επιβατικά αυτοκίνητα, πιστόλι, 49 φυσίγγια, 28.950 ευρώ, μηχανήματα κι εργαλεία που αποτελούσαν μέρος του εργαστηρίου τυποποίησης και νόθευσης κοκαΐνης (κομπρεσέρ, πρέσα, καλούπι μηχανικό, υδάτινο διάλυμα αμμωνίας, κόσκινο, ταψιά, κουτάλες, αντιασφυξιογόνος μάρκα).
Από έρευνες που διεξήχθησαν από το Τμήμα Ασφαλείας Αχαρνών το πρόσφατο χρονικό διάστημα, για την ίδια υπόθεση κατασχέθηκαν 522 γραμμ. κοκαΐνης, 752 γραμμ. ηρωίνης, 13.200 ευρώ και τρία Ι.Χ., ενώ συνελήφθησαν τέσσερα μέλη των συμμοριών, εκ των οποίων τρία προφυλακίστηκαν.
Επιπλέον, από προγενέστερη δικογραφία του Τμήματος Ασφαλείας Αχαρνών, προφυλακίστηκε πρόσφατα μέλος μιας εκ των συμμοριών αυτών, ενώ άλλα τρία μέλη τους είναι ήδη έγκλειστοι σε φυλακές από επιχειρήσεις άλλων υπηρεσιών κατά την πορεία των ερευνών.
Με δικογραφία σε βάρος τους, κατά περίπτωση για εγκληματική οργάνωση, καθώς και για παραβάσεις των νομοθεσιών για τις εξαρτησιογόνες ουσίες και τα όπλα, οι 20 συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.