H διαχείριση του μεταναστευτικού σε Ελλάδα και Ιταλία δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους της, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέσω της οποίας οι ελεγκτές της Ε.Ε. απευθύνουν έκκληση για «εντατικοποίηση» της δράσης της Ε.Ε. ώστε να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις.
H διαχείριση του μεταναστευτικού σε Ελλάδα και Ιταλία δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους της, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέσω της οποίας οι ελεγκτές της Ε.Ε. απευθύνουν έκκληση για «εντατικοποίηση» της δράσης της Ε.Ε. ώστε να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις.
Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, «τα προγράμματα μετεγκατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν πέτυχαν τις τιμές-στόχο που είχαν τεθεί, ενώ ο κύριος στόχος τους, η ελάττωση της πίεσης που ασκείται στην Ελλάδα και την Ιταλία, επιτεύχθηκε μόνο μερικώς». Επιπλέον, «παρά την αύξηση των ικανοτήτων διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου στις δύο χώρες, οι διαδικασίες παραμένουν εξαιρετικά χρονοβόρες και εξακολουθούν να εμφανίζουν σημεία συμφόρησης, ενώ τα ποσοστά επιστροφής παράτυπων μεταναστών παραμένουν χαμηλά και η διαδικασία της επιστροφής προβληματική σε ολόκληρη την Ε.Ε.».
«Παρότι ανταποκρινόταν στις ανάγκες, η διαχείριση της μετανάστευσης από πλευράς της Ε.Ε. στην Ελλάδα και την Ιταλία δεν έχει αποδώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων της» δήλωσε ο Λέο Μπρινκάτ, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για την έκθεση. «Είναι καιρός να εντατικοποιηθεί η δράση ώστε να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων», τόνισε.
Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση σημειώνει ότι έναντι 160.000 μεταναστών που ήταν η αρχική τιμή-στόχος, οι χώρες της Ε.Ε. δεσμεύθηκαν νομικά να μετεγκαταστήσουν 98 256. Εντούτοις, τελικώς μετεγκαταστάθηκαν μόλις 34.705 (21.999 από την Ελλάδα και 12.706 από την Ιταλία). Κατά την εκτίμηση των ελεγκτών, οι χαμηλές επιδόσεις των προγραμμάτων μετεγκατάστασης οφείλονται κυρίως στο πολύ μικρό ποσοστό των δυνάμει επιλέξιμων για μετεγκατάσταση μεταναστών, καθώς οι αρχές αμφότερων των χωρών αρχικώς αδυνατούσαν να εντοπίσουν το σύνολο των δυνητικών υποψήφιων και να τους προσανατολίσουν επιτυχώς προς την κατεύθυνση της αίτησης μετεγκατάστασης. Από τη στιγμή που οι μετανάστες εντάσσονταν σε πρόγραμμα μετεγκατάστασης, οι προσπάθειες τελεσφορούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό. Παρ' όλα αυτά, οι ελεγκτές εντόπισαν σειρά επιχειρησιακών αδυναμιών στη διαδικασία μετεγκατάστασης.
Επιπλέον, για το ΕΕΣ, οι διαδικασίες καταγραφής και λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων των μεταναστών βελτιώθηκαν σημαντικά, ωστόσο η κατάσταση στα ελληνικά hotspots παραμένει «ιδιαίτερα κρίσιμη», ιδίως όσον αφορά τη δυναμικότητά τους και την κατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων. Οι επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης συνέχισαν, όπως σημειώνεται στην έκθεση, «να μαστίζονται από την έλλειψη εθνικών εμπειρογνωμόνων, ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) είχε διαθέσει περισσότερο προσωπικό από το αναγκαίο στα ιταλικά hotspots, τα οποία διαπιστώθηκε ότι ήταν άδεια ή σχεδόν άδεια».
Όσον αφορά την Ελλάδα, ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει ότι «η αυξημένη ικανότητα διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου εξακολουθούσε να μην επαρκεί για την εκκαθάριση του αυξανόμενου όγκου των εκκρεμών υποθέσεων». Η Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας του 2016 είχε «σημαντικό αντίκτυπο στις αφίξεις». Εντούτοις, υπογραμμίζεται, «ο ακρογωνιαίος λίθος της, η ταχεία διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου στα σύνορα δεν διεξάγεται με την απαιτούμενη ταχύτητα».
Όπως εξηγείται, το 2018 χρειάζονταν κατά μέσο όρο 215 ημέρες από την υποβολή της αίτησης έως την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονταν κυρίως σε προβλήματα όπως η έλλειψη ιατρών για τη διενέργεια των αξιολογήσεων ευαλωτότητας στα ελληνικά νησιά. Όσον αφορά την ταχύρρυθμη και την τακτική διαδικασία, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο προβληματική, καθώς οι ημερομηνίες των συνεντεύξεων ορίζονται σε τέτοιο βάθος χρόνου που φθάνουν το 2021 και το 2023 αντίστοιχα. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός απορριπτικών πρωτοβάθμιων αποφάσεων μετακινείται στο στάδιο των προσφυγών, όπου εκκρεμεί ήδη μεγάλος όγκος υποθέσεων.
Τέλος, σύμφωνα με το ΕΕΣ σε αμφότερες τις χώρες, αλλά και συνολικά στην Ε.Ε., ο αριθμός των μεταναστών που πράγματι επιστρέφονται είναι σημαντικά μικρότερος από τον αριθμό των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται. Η απόκλιση αυτή οφείλεται κυρίως «στη μεγάλη διάρκεια των διαδικασιών ασύλου, στην απουσία ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης της επιστροφής, στην απουσία αμοιβαίας αναγνώρισης και την έλλειψη συστηματικής καταγραφής των αποφάσεων επιστροφής, στην ανεπαρκή χωρητικότητα των κέντρων κράτησης, την προβληματική συνεργασία με τις χώρες καταγωγής των μεταναστών ή στο γεγονός ότι οι μετανάστες απλώς διαφεύγουν μόλις εκδοθεί η οικεία απόφαση επιστροφής».
Οι ελεγκτές διατύπωσαν σειρά συστάσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους δύο οργανισμούς, οι οποίες αποσκοπούν στην αξιοποίηση των αντληθέντων διδαγμάτων ως βάση για την ανάπτυξη τυχόν μελλοντικών μηχανισμών εθελοντικής μετεγκατάστασης, στην ενίσχυση της διαχείρισης της στήριξης έκτακτης ανάγκης, των συστημάτων ασύλου και των διαδικασιών επιστροφής και στην ενίσχυση της υποστήριξης των διαδικασιών ασύλου από την EASO και στην προσαρμογή της στήριξης της διαδικασίας επιστροφής και της τοποθέτησης εμπειρογνωμόνων από τον Frontex στις εκάστοτε συνθήκες.
Πηγή: ΑΜΠΕ