Επίκαιρο, χρήσιμο, λιτό, καλογραμμένο και διεισδυτικό είναι το βιβλίο του οικονομολόγου και αναλυτή διεθνών αγορών κ. Κωνσταντίνου Γκράβα, ο οποίος διδάσκει επίσης θέματα όπως οι διεθνείς νομισματικές σχέσεις στην Αεροπορική Σχολή Πολέμου. Με τίτλο «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ευρώπη» και υπότιτλο «Η ελληνική οικονομική κατάθλιψη» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης), ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο με απόλυτη σαφήνεια, αδρές πτυχές του σήμερα, σε συνάρτηση με το παγκόσμιο οικονομικό και νομισματικό γίγνεσθαι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Επίκαιρο, χρήσιμο, λιτό, καλογραμμένο και διεισδυτικό είναι το βιβλίο του οικονομολόγου και αναλυτή διεθνών αγορών κ. Κωνσταντίνου Γκράβα, ο οποίος διδάσκει επίσης θέματα όπως οι διεθνείς νομισματικές σχέσεις στην Αεροπορική Σχολή Πολέμου. Με τίτλο «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ευρώπη» και υπότιτλο «Η ελληνική οικονομική κατάθλιψη» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης), ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο με απόλυτη σαφήνεια, αδρές πτυχές του σήμερα, σε συνάρτηση με το παγκόσμιο οικονομικό και νομισματικό γίγνεσθαι.
Παράλληλα, όμως, ο Κων/νος Γκράβας ανοίγει στον αναγνώστη τις πόρτες του κόσμου των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική πορεία του πλανήτη. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που το βιβλίο προλογίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Και το ερώτημα που ίσως θα έθετε ο αναγνώστης είναι αυτό του κατά πόσον η κρίση του 2008 μπορεί να επαναληφθεί και υπό ποιους όρους. Η απάντηση του συγγραφέα είναι προσεκτική και καλοζυγισμένη πάνω στο θέμα αυτό, κατά κύριο δε λόγο στηρίζεται σε γεγονότα. Αποφεύγει έτσι μια τελεσίδικη απάντηση, δίνοντας ωστόσο μεγαλύτερο βάρος στην αισιόδοξη εκδοχή.
Αν υπάρξει νέα κρίση, γράφει ο Γ. Στουρνάρας στο εισαγωγικό του σημείωμα, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Και τούτο διότι από την τελευταία κρίση, τουλάχιστον οι κεντρικοί τραπεζίτες διδάχτηκαν αρκετά, αν κρίνουμε από τις ενέργειές τους και πρωτοβουλίες τους. Ένα πολύτιμο δίδαγμα, έτσι, είναι αυτό των ορίων της ελεύθερης οικονομίας, ήτοι της περίφημης «αόρατης χειρός» του Αδάμ Σμιθ.
«…Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανά τον κόσμο αποκόμισαν ένα σημαντικό δίδαγμα από την κρίση του 1929: όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει πιέσεις, χρειάζεται ενεργητική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών. Έτσι, στην πρόσφατη κρίση, οι κεντρικές τράπεζες έδρασαν άμεσα και δυναμικά. Ενίσχυσαν το οπλοστάσιό τους με πιο ευέλικτα, αποτελεσματικά και καινοτόμα εργαλεία και με μεγάλη δύναμη πυρός. Με δεδομένη την επιτυχία αυτών των πολιτικών, ορισμένα από αυτά τα εργαλεία μπορούν να ενταχθούν μόνιμα στο νέο λειτουργικό πλαίσιο, παρέχοντας έτσι στους υπευθύνους χάραξης πολιτικής τη δυνατότητα κατάλληλης και έγκαιρης δράσης», γράφει ο διοικητής της ΤτΕ.
Επισημαίνει, δε, όπως και ο συγγραφέας, ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά ώστε το χρηματοπιστωτικό σύστημα να καταστεί πολύ πιο ασφαλές απ’ ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία.
Οι ενέργειες αυτές έχουν κινηθεί σε διάφορες κατευθύνσεις, που περιλαμβάνουν όχι μόνο την αποτελεσματικότερη εποπτεία, αλλά και την ενίσχυση των κεφαλαίων και της ρευστότητας των τραπεζών, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και την ανάπτυξη εργαλείων μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε ενδεχόμενους κλονισμούς. Τα αποτελέσματα της πρόσφατης πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) έδειξαν ότι, την τελευταία διετία, οι τράπεζες έχουν γίνει ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικούς κλονισμούς.
Κλονισμοί βέβαια έντονοι και στην Ελλάδα, όπου χάρη στην ένταξή του στην Ευρωζώνη το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αντέχει παρά τα 100 και πλέον δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια που το επιβαρύνουν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κων/νος Γκράβας, αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία και τον κοινωνικό της περίγυρο, υπογραμμίζει ότι έχει έλθει η ώρα η Ελλάδα να απαλλαγεί από τη μετριοκρατία. Να ξεφύγει δηλαδή από την εξουσία των ασχέτων, που είναι ό,τι δηλώνουν.
«Στην άσκηση της εξουσίας», γράφει ο συγγραφέας, «θα πρέπει να προσκληθούν οι άριστοι από τους “μέσους” ανθρώπους. Άνθρωποι της εργασίας που έχουν δουλέψει σκληρά, έχουν δημιουργήσει και επιτύχει, με αίσθηση του μέτρου και πατριωτική συνείδηση που αγρυπνεί για να μην πέσει ούτε στην υπερβολή ούτε στην έλλειψη, αλλά να καταλήξει στην αριστοτελική μεσότητα. Επειδή όμως κανείς δεν έχει πιστοποιητικό από τον… παράδεισο, ή φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του, η Ελληνική Δημοκρατία χρειάζεται παράλληλα να αποκτήσει ισχυρούς θεσμούς σε επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και εσωτερικής πολιτικής».
Υπό αυτές τις συνθήκες, παρά τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης και τις αναπτυξιακές της πρωτοβουλίες σε επίπεδο προσώπων και προθέσεων, η μετάβαση της χώρας από τον «φαύλο» στον «ενάρετο» κύκλο δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε εγγυημένη. Η Ελλάδα παραμένει με το στίγμα της «ειδικής περίπτωσης», όπως τη χαρακτηρίζουν συστηματικά από το ξεκίνημα της κρίσης μέχρι και σήμερα οι κύριοι ευρωπαϊκοί θεσμοί: ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Θεσμοί όμως που και αυτοί, κατά τον συγγραφέα, πρέπει να αναθεωρηθούν και να προσαρμοστούν σε νέες ρευστές πραγματικότητες, όχι εύκολα κατανοητές από τον πολύ κόσμο. Και αυτό είναι σοβαρότατο, άλυτο για την ώρα, πρόβλημα.
Παρά τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης και τις αναπτυξιακές της πρωτοβουλίες σε επίπεδο προσώπων και προθέσεων, η μετάβαση της χώρας από τον «φαύλο» στον «ενάρετο» κύκλο δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε εγγυημένη.