Αφιερώματα
Τρίτη, 05 Νοεμβρίου 2019 09:10

Προ των πυλών τεκτονικές αλλαγές στο ενεργειακό μίγμα

Ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ «καυσίμων» για την παραγωγή ρεύματος, σε σχέση με το μίγμα που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, δρομολογούν οι αποφάσεις της κυβέρνησης για πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2028, αλλά και για περαιτέρω ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο 35%, έως το τέλος της επόμενης 10ετίας.

Ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ «καυσίμων» για την παραγωγή ρεύματος, σε σχέση με το μίγμα που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, δρομολογούν οι αποφάσεις της κυβέρνησης για πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2028, αλλά και για περαιτέρω ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο 35%, έως το τέλος της επόμενης 10ετίας. Οι δύο αυτοί στόχοι ουσιαστικά σημαίνουν πως η Ελλάδα υιοθετεί μία αισθητά πιο επιθετική στρατηγική στην αλλαγή του ενεργειακού της προφίλ, για τον περιορισμό των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου. Μία στρατηγική που, όπως έχει προαναγγείλει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θα συνοδευτεί από σημαντικές αλλαγές στο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο των «πράσινων» ενεργειακών έργων, ώστε να δοθούν έτσι τα κατάλληλα «σήματα» για την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων. 

Η αναβάθμιση του μεριδίου των ΑΠΕ με χρονικό ορίζοντα το 2030 σημαίνει πως θα αναθεωρηθεί αισθητά προς τα πάνω ο στόχος για την προσθήκη 8,3 GW αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, τον οποίο προέβλεπε το προσχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), σύμφωνα με το οποίο στο τέλος της επόμενης 10ετίας η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο τέλος της επόμενης 10ετίας θα ανερχόταν στο 32% της ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (ΑΤΚΕ). Επίσης, η απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ έως το 2028 σημαίνει πως εντός της επόμενης 9ετίας θα αποτελέσουν παρελθόν περίπου 4.000 MW (μεγαβάτ) από την τρέχουσα εγκατεστημένη ισχύ στο διασυνδεδεμένο σύστημα. Ένα νούμερο αισθητά μεγαλύτερο από τα 1.900 MW λιγνιτικής ισχύος που είχε ήδη η ΔΕΗ προγραμματίσει να «σβήσει» έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.

Η δραστική αλλαγή που θα επιφέρει η πλήρης απολιγνιτοποίηση είναι όμως εμφανής και με βάση το υφιστάμενο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, στο οποίο το στερεό καύσιμο διατηρεί σημαντική συμμετοχή - παρόλο που, λόγω της κατακόρυφης ανόδου του κόστους των δικαιωμάτων CO2, έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία που είχε μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, παραχωρώντας τις πρώτες θέσεις στο φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του τελευταίου δελτίου της Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (ΕΧΕ), σύμφωνα με τα οποία τον Σεπτέμβριο από το φυσικό αέριο προήλθε περίπου μία στις δύο παραγόμενες MWh (μεγαβατώρες), αφού το μερίδιό του στα «καύσιμα» ηλεκτροπαραγωγής άγγιξε το 48,33%. 

Παράλληλα, ο Σεπτέμβριος επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά την ήδη σημαντική ενίσχυση των ΑΠΕ, καθώς διαμορφώθηκε στο 26,89% η συμμετοχή τους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμη κι έτσι, όμως, το μερίδιο του λιγνίτη ανήλθε στο διόλου ευκαταφρόνητο 18,01%, κατατάσσοντάς το στην τρίτη θέση των εγχώριων πηγών ηλεκτροπαραγωγής. Μία θέση, μάλιστα, που απείχε αισθητά από το μερίδιο των υδροηλεκτρικών μονάδων που ακολούθησαν, και οι οποίες άγγιξαν το 6,76%.

Ο «οδικός χάρτης» της απολιγνιτοποίησης θα περιλαμβάνεται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, το οποίο θα υποβληθεί στην Κομισιόν στο τέλος του έτους. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, σημείωσε πως η εκπόνηση αυτού του χάρτη θα γίνει μεθοδικά και συντονισμένα, καθώς είναι ευνόητο πως θα εγγυάται παράλληλα την ασφάλεια εφοδιασμού και την επάρκεια του ενεργειακού συστήματος. Μάλιστα, χαρακτήρισε «περίπλοκη άσκηση» την απόσυρση των περίπου 4.000 MW λιγνιτικής ισχύος.

Σύμφωνα ωστόσο με την κυβέρνηση, η άσκηση αυτή εκτός από περίπλοκη είναι παράλληλα και επιβεβλημένη - και μάλιστα όχι μόνο για περιβαλλοντικούς, αλλά και για οικονομικούς λόγους. Κι αυτό γιατί η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων θα καθίσταται ολοένα και πιο ασύμφορη τα επόμενα χρόνια, με την προδιαγεγραμμένη από τις πολιτικές της Ε.Ε. περαιτέρω άνοδο των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων. Απόδειξη το γεγονός ότι ήδη με τα υφιστάμενα επίπεδα τιμών, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ορισμένες από τις παλιότερες μονάδες λιγνιτικές μονάδες στοιχίζουν στη ΔΕΗ περισσότερο τώρα που λειτουργούν, από όσο αν ήταν κλειστές και πληρώνονταν οι εργαζόμενοι κανονικά. Κατά συνέπεια, έχει ήδη εξαγγελθεί πως η απόσυρση θα ξεκινήσει από το 2020, με τη διακοπή της λειτουργίας έως το επόμενο καλοκαίρι των δύο εργοστασίων στο Αμύνταιο καθώς και της 3ης λιγνιτικής μονάδας της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη. 

Το κενό που θα αφήσει ο λιγνίτης δημιουργεί «χώρο» για επιπλέον μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, οι οποίες θα αποτελέσουν νέους σταθμούς βάσης για το ηλεκτρικό σύστημα. Έτσι, στο πλαίσιο του ρόλου του φυσικού αερίου ως «καυσίμου γέφυρα» για τη μετάβαση στην οικονομία μηδενικών ρύπων, στις αρχές Οκτωβρίου η Mytilineos θεμελίωσε μία καινούργια μονάδα συνδυασμένου κύκλου (CCGT), ισχύος 826 MW, στο ενεργειακό κέντρο της εταιρείας στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας. Το προβλεπόμενο επενδυτικό κόστος είναι της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ και η λειτουργία του εργοστασίου τοποθετείται στο 4ο τρίμηνο του 2021. Η μονάδα θα χρησιμοποιεί τεχνολογία αιχμής, με συνέπεια η απόδοσή της να αγγίζει το 63%, τη μεγαλύτερη για εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Έτσι, θα συμβάλει και στον περιορισμό της οικονομικής αιμορραγίας που προκαλούν συχνά οι εισαγωγές ρεύματος από το εξωτερικό, όπως σημείωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έδωσε το «παρών» στην τελετή θεμελίωσης.

Με βάση τις άδειες παραγωγής που έχουν υποβάλει στη ΡΑΕ, έχοντας πάρει το «πράσινο φως» της Αρχής, επενδυτικά πλάνα για αντίστοιχες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο έχουν τέσσερις ακόμη εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Έτσι, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ έχει λάβει άδεια για έναν σταθμό 660 MW στην Κομοτηνή, ενώ η Elpedison για έναν νέο σταθμό φυσικού αερίου 826 MW, τον οποίο σχεδιάζει να εγκαταστήσει στον Δήμο Δέλτα της Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Με βάση την εκκίνηση των διαδικασιών αδειοδότησης, την είσοδό τους στην ηλεκτροπαραγωγή, με εργοστάσια φυσικού αερίου, προγραμματίζουν επίσης η ΚΕΝ (Όμιλος Καράτζη) με μία μονάδα 660 MW στη Λάρισα, καθώς και ο Όμιλος Κοπελούζου με μία εγκατάσταση 650 MW στη Βιομηχανική Περιοχή της Αλεξανδρούπολης.

Την ίδια στιγμή, στόχος του ΥΠΕΝ είναι ένα μεγάλο μέρος της λιγνιτικής ισχύος θα αντικατασταθεί από ΑΠΕ. Γι’ αυτό τον λόγο, το υπουργείο πρόκειται να προχωρήσει το αμέσως προσεχές διάστημα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα επιταχύνουν δραστικά τις αδειοδοτικές διαδικασίες για την υλοποίηση νέων μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχοντας μάλιστα συγκροτήσει ήδη επιτροπή με επικεφαλής τη γενική γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρα Σδούκου, για την αναθεώρηση του αδειοδοτικού πλαισίου. Παράλληλα, σχεδιάζει να θεσπίσει τρόπο τιμολόγησης για τις υβριδικές μονάδες και τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (όπως τα έργα αντλησιοταμίευσης), ενώ επίσης θα επισπευσθεί η εκπόνηση του νέου Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ, με την υπογραφή της ανάθεσης του έργου έως το τέλος του έτους. Παράλληλα, θα θεσπισθεί η διαδικασία εξαίρεσης από τους διαγωνισμούς των έργων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, άνω των 250 MW, για τα οποία η Ε.Ε. δίνει τη δυνατότητα στα κράτημέλη να «κλειδώνουν» τιμές αναφοράς μέσω της αποστολής ατομικών κοινοποιήσεων στη Γεν. Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp).

Παρεμβάσεις όπως οι παραπάνω αναμένεται να επιταχύνουν την «πράσινη» στροφή του εγχώριου ενεργειακού μίγματος, με δεδομένο το ήδη ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον από ελληνικές και ξένες εταιρείες για την υλοποίηση νέων μονάδων ΑΠΕ στη χώρα. Ενδεικτικό είναι πως, στον τελευταίο κύκλο αιτήσεων στη ΡΑΕ για άδειες παραγωγής, υποβλήθηκαν 114 φάκελοι για αδειοδότηση καινούργιων σταθμών «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής, συνολικής ισχύος 2.093 MW. Επομένως, μόνο στους τελευταίους τέσσερις κύκλους υποβολής αιτήσεων, έχει δρομολογηθεί αδειοδοτικά ένα χαρτοφυλάκιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που ξεπερνά τα 8 GW.