Αφιερώματα
Τρίτη, 05 Νοεμβρίου 2019 09:08

Η εξέλιξη του τομέα των ΑΠΕ στην Ελλάδα και οι προκλήσεις του νέου καθεστώτος στήριξης

Οι ΑΠΕ, αν και ήταν οι πρώτες μορφές ενέργειας που χρησιμοποιήθηκαν, από τις αρχές του 20ού αιώνα παραμερίστηκαν χάριν του άνθρακα και των υδρογονανθράκων. Το ενδιαφέρον για την επαν-αξιοποίησή τους αναβίωσε, έντονα, μετά την πρώτη πετρελαϊκή χρήση του 1979 και παγιώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ειδικά μετά τη συνειδητοποίηση της ανθρωπογενούς επίδρασης στην όξυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την ανάγκη απεξάρτησης από ρυπογόνους και εξαντλήσιμους ενεργειακούς πόρους.

Του Ηλία Δούλου*

Οι ΑΠΕ, αν και ήταν οι πρώτες μορφές ενέργειας που χρησιμοποιήθηκαν, από τις αρχές του 20ού αιώνα παραμερίστηκαν χάριν του άνθρακα και των υδρογονανθράκων. Το ενδιαφέρον για την επαν-αξιοποίησή τους αναβίωσε, έντονα, μετά την πρώτη πετρελαϊκή χρήση του 1979 και παγιώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ειδικά μετά τη συνειδητοποίηση της ανθρωπογενούς επίδρασης στην όξυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την ανάγκη απεξάρτησης από ρυπογόνους και εξαντλήσιμους ενεργειακούς πόρους.

Στην Ελλάδα, απαρχή του θεσμικού πλαισίου που προέβλεπε την είσοδο των ΑΠΕ στο εγχώριο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα αποτέλεσε ο νόμος 1559/1985 (ΦΕΚ Α’ 135), στο πλαίσιο του οποίου η ΔΕΗ εγκατέστησε έργα ισχύος 24 MW, κυρίως μικρά αιολικά πάρκα και μερικά φ/β συστήματα μικρής ισχύος. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 20 ετών η διείσδυση των ΑΠΕ ήταν αναιμική, έως το 2006, όταν με το νόμο 3468/2006 (ΦΕΚ Α’ 129) εισήχθησαν διατάξεις που στόχευαν στη ρύθμιση θεμάτων ανάπτυξης, ένταξης στο Σύστημα/Δίκτυο και τιμολόγησης έργων ΑΠΕ. Τέλος, με το νόμο 3851/2010 (ΦΕΚ 85 Α’) ενισχύθηκε ο προϋφιστάμενος μηχανισμός στήριξης (σύστημα εγγυημένων τιμών και επιδοτήσεις κεφαλαίου) και προβλέφθηκαν απλοποιημένες διαδικασίες αδειοδότησης.

Στο πλαίσιο των ανωτέρω, η εγκατεστημένη ισχύς των έργων ΑΠΕ, στη χώρα μας, πενταπλασιάστηκε σε σχέση με το τέλος του 2010, και υπερβαίνει σήμερα τα 6.000 MW (6.060 MW στο τέλος Ιουνίου 2019). Την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των τεχνολογιών ΑΠΕ διατηρούν οι φ/β σταθμοί και τα αιολικά πάρκα, αφού από κοινού αντιστοιχούν στο 94,6% της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, με τους αιολικούς σταθμούς να «κατακτούν» την πρώτη θέση κατά τη διάρκεια του 2018 (3.070 MW έναντι 2.666 MW φ/β). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, εντός του 2018, καταγράφηκε σημαντική αύξηση της ισχύος των μονάδων βιομάζας κατά 21 MW (αύξηση 35% σε σχέση με το 2017), ενώ παρατηρήθηκε, μετά από μεγάλο διάστημα, αύξηση της ισχύος των φ/β σταθμών κατά 40 MW. Σε ό,τι αφορά τους αιολικούς σταθμούς, εγκαταστάθηκαν επιπλέον 236 MW που αντιστοιχούν σε αύξηση ισχύος κατά 9%, έναντι του 2017. Οι αυξήσεις αυτές, αν και ως απόλυτα νούμερα δεν είναι σημαντικές, εντούτοις καταγράφουν μια σταθερή επενδυτική δραστηριότητα, με ανοδικήτάση, σε σχέση με τα έτη 2015, 2016 και 2017, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των διαγωνιστικών διαδικασιών που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα, αλλά και τη σταδιακή βελτίωση του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος στη χώρα. Την ενίσχυση του επενδυτικού ρεύματος στον τομέα των ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια καταδεικνύει και ο αυξημένος αριθμός αιτήσεων για απόκτηση Άδειας Παραγωγής.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΡΑΕ, μεταξύ των κύκλων υποβολής αιτήσεων του Σεπτεμβρίου 2016 και του Σεπτεμβρίου 2019 έχουν κατατεθεί συνολικά 1.723 αιτήματα, συνολικής ισχύος 17.294MW. Σε επίπεδο αριθμού αιτημάτων, το 84% αφορά σε αιτήσεις για απόκτηση Άδειας Παραγωγής από φ/β και αιολικούς σταθμούς, ενώ έχουν κατατεθεί και 167 αιτήματα (10% επί του συνόλου) που αφορούν σε Υβριδικές Μονάδες. 

Οι ως άνω καταγραφόμενες επενδυτικές προσδοκίες - οι οποίες ενισχύονται περαιτέρω βάσει των κυβερνητικών εξαγγελιών, αφενός για πιο φιλόδοξους στόχους ΑΠΕ, αφετέρου για απλούστευση της αδειοδοτικής διαδικασίας - επισυμβαίνουν τη στιγμή που ήδη έχουν συντελεστεί, αλλά και συντελούνται κρίσιμες αλλαγές στο εθνικό θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, με το ν. 4414/2016, αφενός θεσπίστηκε νέο καθεστώς στήριξης των σταθμών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, αφετέρου τέθηκε το πλαίσιο συμμετοχής των ως άνω σταθμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, από 01/01/2016: 

  • Οι σταθμοί ΑΠΕ που τίθενται σε λειτουργία (κανονική ή δοκιμαστική) στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα/Δίκτυο, εντάσσονται σε καθεστώς στήριξης με τη μορφή Λειτουργικής Ενίσχυσης στη βάση μίας Διαφορικής Τιμής Αποζημίωσης (Διαφορικής Προσαύξησης / Premium). Η Διαφορική Προσαύξηση υπολογίζεται σε μηνιαία βάση σε ευρώ/MWh ως η διαφορά της Ειδικής Τιμής Αγοράς της συγκεκριμένης τεχνολογίας ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, από την Τιμή Αναφοράς (ΤΑ) που διέπει τη Σύμβαση λειτουργικής Ενίσχυσης Διαφορικής Προσαύξησης (ΣΕΔΠ).
  • Η ΤΑ για τις, εμπορικά ώριμες, τεχνολογίες των αιολικών και φ/β καθορίζεται στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας. Έως σήμερα η ΡΑΕ έχει ήδη διενεργήσει 11 διαγωνισμούς, μεταξύ των οποίων και μια δημοπρασία τεχνολογικά ουδέτερη. Η χαμηλότερη τιμή που έχει επιτευχθεί είναι 53 ευρώ/ΜWh. Αξιοσημείωτα χαμηλότερη σε σχέση με τις τιμές εκκίνησης των πρώτων δημοπρασιών, που κυμάνθηκαν στα 80-90 ευρώ/MWh, στις επιμέρους κατηγορίες τεχνολογιών.
  • Οι σταθμοί ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ που υπογράφουν ΣΕΔΠ συμμετέχουν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, είτε μόνοι τους, είτε μέσω Φορέων Σωρευτικής Εκπροσώπησης (ΦοΣΕ), είτε μέσω του Φορέα Σωρευτικής Εκπροσώπησης Τελευταίου Καταφυγίου (ΦοΣΕΤεΚ). Οι εν λόγω σταθμοί αποκτούν υποχρεώσεις εξισορρόπησης στο πλαίσιο εφαρμογής του νέου μοντέλου λειτουργίας της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (Target Model) και συγκεκριμένα από την χρονική στιγμή λειτουργίας συνεχούς Ενδοημερήσιας Αγοράς με επαρκή ρευστότητα. Έως τότε, ήτοι έως το τέλος του 2021, οι εν λόγω σταθμοί, υπόκεινται μεταβατικά στην ανάληψη υποχρεώσεων βέλτιστης ακρίβειας πρόβλεψης της δηλούμενης ποσότητας έγχυσης («Μεταβατικός Μηχανισμός Βέλτιστης Ακρίβειας Πρόβλεψης»).

Οι παραπάνω μεταβολές - και ειδικά η σταδιακή συμμετοχή των ΑΠΕ στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία επί της ουσίας θα αρχίσει να υλοποιείται από 01/11/2019 - διασφαλίζει ότι η ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα επιχειρηθεί να επιτευχθεί κοστοστρεφώς και σε συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού για όλους. Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι η διεξαγωγή διαγωνιστικών διαδικασιών έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντική υποχώρηση των ΤΑ και κατ’ επέκταση του μοναδιαίου κόστους στήριξης των ΑΠΕ, είναι σκόπιμο να μελετηθεί και η τροποποίηση του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου ώστε να επιτραπεί η συμμετοχή νέων σταθμών ΑΠΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς οι εν λόγω σταθμοί να λαμβάνουν κρατική ενίσχυση.