Απόψεις
Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2019 10:26

Ο Γεωπολιτικός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας

Η γεωπολιτική αποτελεί εργαλείο της στρατηγικής με κεντρικό σημείο την εθνική ισχύ και τον έλεγχο μιας γεωγραφικής επικράτειας. Οι Η.Π.Α. φαίνονται να θεωρούν στο εξής ότι ο μοναδικός αντίπαλός τους είναι η Κίνα και όχι η Ρωσία. Στις επόμενες δεκαετίες η Κίνα θα αποτελεί το βασικό γεωπολιτικό ανταγωνιστή για τις Η.Π.Α. Διαθέτει μια δυναμική οικονομία η οποία δημιουργεί εμπορικό έλλειμμα στις Η.Π.Α.

Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,
Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France

Μαριάννας Εσκαντάρ
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια, MBA
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης

Η γεωπολιτική αποτελεί εργαλείο της στρατηγικής με κεντρικό σημείο την εθνική ισχύ και τον έλεγχο μιας γεωγραφικής επικράτειας. Οι Η.Π.Α. φαίνονται να θεωρούν στο εξής ότι ο μοναδικός αντίπαλός τους είναι η Κίνα και όχι η Ρωσία. Στις επόμενες δεκαετίες η Κίνα θα αποτελεί το βασικό γεωπολιτικό ανταγωνιστή για τις Η.Π.Α. Διαθέτει μια δυναμική οικονομία η οποία δημιουργεί εμπορικό έλλειμμα στις Η.Π.Α.

Αρχικά, δύο σύμμαχοι

Από το 1991 και μετά, ο βασικός άξονας της διεθνούς πολιτικής των Η.Π.Α. ήταν η διάδοση μέσα στον κόσμο του αμερικανικού μοντέλου του καπιταλισμού της αγοράς. Με την ονομασία “ομοφωνία της Washington”, το υπουργείο οικονομικών και το ΔΝΤ ενεργοποίησαν ένα πρόγραμμα τριπλής παγκοσμιοποίησης: απελευθέρωσης. απορύθμισης και ιδιωτικοποίησης σε υπερχρεωμένες χώρες σε ανάπτυξη της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργήθηκαν οι συνθήκες μιας δεύτερης χρυσής εποχής του διεθνούς καπιταλισμού, όπου οι Η.Π.Α. έγιναν η μόνη παγκόσμια δύναμη και από τη δεκαετία του 1990, οι στόχοι του κράτους και αυτοί του κεφαλαίου συντονίστηκαν με εξαιρετικό ρυθμό. Την εποχή αυτή, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ θεωρούσαν την Κίνα ως σύμμαχο παρά ως ανταγωνιστή και κυρίως όχι ως απειλή. Κίνα και Η.Π.Α. από το τέλος του 1960 και μέσα στη δεκαετία του 1970, εφάρμοσαν κοινή πολιτική εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Τη δεκαετία του 1980, η Κίνα ξεκίνησε μια περιορισμένη απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς της και ένα σταδιακό άνοιγμα στις διεθνείς επενδύσεις.

Το 1986, ζήτησε να προσχωρήσει στην GATT η οποία είναι πρόδρομος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ενίσχυσε την εσωτερική αναδιάρθρωση και επιτάχυνε τη διεθνοποίησή της στην παγκόσμια οικονομία. Η γεωπολιτική συσχέτιση και η οικονομική ολοκλήρωση ήταν μια φιλική συμφωνία με τις Η.Π.Α. για να αποφευχθούν συγκρούσεις ικανές να διακινδυνέψουν την περίοδο της μετάβασης. Από την πλευρά τους οι αμερικάνοι προσπάθησαν να εισαγάγουν το Πεκίνο σε όλα τα εμπορικά και θεσμικά συστήματα της παγκόσμιας δυτικής οικονομίας των οποίων οι κανόνες και οι περιορισμοί προσδιορίζονται από αυτούς (για παράδειγμα, για την εισαγωγή της Κίνας στον ΠΟΕ στις 11 Δεκεμβρίου 2001).

Άμεσες ξένες επενδύσεις και τεχνολογία

Με το άνοιγμα της οικονομίας της, η Κίνα γίνεται ολοένα και πιο θελκτικός προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων. Οι καθαρές ροές ήταν κατά μέσο όρο 2.2 δις δολάρια ανά έτος μεταξύ 1984-1989, 30,8 δις δολάρια ανά έτος μεταξύ 1992 και 2000 και 170 δις δολάρια ανά έτος μεταξύ το 2000 και 2013. Ενώ το κομμουνιστικό κόμμα προσπαθούσε να κατευθύνει αυτά τα υπέρογκα ποσά προς τις νέες τεχνολογίες και την τεχνογνωσία, το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνθηκε προς τις βιομηχανίες με χαμηλή προστιθέμενη αξία (κλωστοϋφαντουργία).

Η κατάσταση εξελίχθηκε ευμενώς από το τέλος της δεκαετίας του 2000 και είναι σήμερα εξαιρετικά διαφορετική. Η τεχνολογική οικειοποίηση δια μέσου των υποχρεωτικών μεταφορών για τους ξένους επενδυτές και ο διακλαδικός βιομηχανικός εκμοντερνισμός από το ίδιο το κράτος επέτρεψαν την Κίνα να προοδεύσει με κανονικούς ρυθμούς σε πολλούς κλάδους και να “συλλάβει” ένα αυξημένο μερίδιο της προστιθέμενης αξίας. Αυτά τα τεχνολογικά επιτεύγματα και το ειδικό βάρος της, πολιτικό και οικονομικό στην Ανατολική Ασία, προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία τόσο στην Washington όσο και σε άλλες δυτικές πρωτεύουσες.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διέπουν τη σημερινή Κίνα που την καθιστούν μια μεγάλη απειλή για της Η.Π.Α.

  • Μια μεγάλη χώρα που έγινε πολύ πλούσια πολύ γρήγορα. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο πέρασε από τα 194 δολάρια το 1980 σε 9174 δολάρια το 2015.
  • Ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων κυρίως σε τηλεπικοινωνίες, θαλάσσιες μεταφορές και τραίνα πολύ μεγάλης ταχύτητας. Η επιστημονική και τεχνολογική έρευνα αποτελεί πλέον του 2% του ΑΕΠ το 2016, έναντι 0.6% το 1996. Στις Η.Π.Α. είναι 2.74% και στη Γαλλία 2.25%.
  • Εκμοντερνισμός του ναυτικού διαμέσου των Δρόμων του Μεταξιού (Belt and Road Initiative, BRI), όπου η Κίνα προχώρησε αυτή τη στιγμή στην αγορά, την κατασκευή ή την εκμετάλλευση 42 λιμανιών σε 34 χώρες (Πειραιάς).

Ως εκ τούτου η Washington προσπαθεί δραστικά να περιορίσει την ανοδική πορεία της Κίνας ως σημαντικής υπερδύναμης πριν οι προσπάθειες της φθάσουν στην ωρίμανση. Τα μέτρα που προωθούν οι Η.Π.Α. είναι:

  • μείωση των κινέζικων εισαγωγών στην αμερικάνικη αγορά (εμπορικός πόλεμος),
  • αποκλεισμός των κινέζικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας που έχουν ποιοτικό πλεονέκτημα (Huawei),
  • αμφισβητούν τις εδαφικές αξιώσεις του Πεκίνου στη νότια θάλασσα της Κίνας με την αιτιολογία ότι η είσοδός της στα νησιά είναι μια απειλή για την παγκόσμια οικονομία,
  • επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους για τις βίζες και ελέγχους ασφαλείας σε όλους τους διπλωματούχους κινέζους φοιτητές.

Συμπερασματικά όπως το σημειώνουν οι Financial Times (20 Μάιου 2019) “η απόφαση της αμερικάνικης κυβέρνησης να τοποθετήσουν τις κινέζικες τηλεπικοινωνίες σε μια λίστα βάσει της οποίας, οι αμερικάνικες επιχειρήσεις δεν μπορούν να εμπορευθούν εκτός αν έχουν κυβερνητική άδεια, σηματοδοτεί μια κρίσιμη στιγμή για την παγκόσμια τεχνολογική βιομηχανία. Δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα ψυχρό πόλεμο μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας”.