«Μία από τα ίδια», για μία ακόμη φορά. Η Κομισιόν δεν είναι ικανοποιημένη από το προσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού για το 2020 και ως γνωστόν δεν είναι η πρώτη φορά που ανησυχεί για τα δημοσιονομικά της Ιταλίας. Πέραν τούτου, ανησυχεί και για τα δημοσιονομικά σχέδια Γαλλίας, Ισπανίας, Βελγίου, Πορτογαλίας και Φινλανδίας. Ο βαθμός αυστηρότητας που θα επιδείξει ενδεχομένως να μην είναι ο ίδιος προς όλες τις χώρες. Με την Ιταλία η κόντρα είναι παλιά, οι Βρυξέλλες ανησυχούν ιδιαίτερα για το διαρθρωτικό ισοζύγιό της, που εξαιρεί τα έκτακτα έσοδα και δαπάνες, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
«Μία από τα ίδια», για μία ακόμη φορά. Η Κομισιόν δεν είναι ικανοποιημένη από το προσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού για το 2020 και ως γνωστόν δεν είναι η πρώτη φορά που ανησυχεί για τα δημοσιονομικά της Ιταλίας. Πέραν τούτου, ανησυχεί και για τα δημοσιονομικά σχέδια Γαλλίας, Ισπανίας, Βελγίου, Πορτογαλίας και Φινλανδίας. Ο βαθμός αυστηρότητας που θα επιδείξει ενδεχομένως να μην είναι ο ίδιος προς όλες τις χώρες. Με την Ιταλία η κόντρα είναι παλιά, οι Βρυξέλλες ανησυχούν ιδιαίτερα για το διαρθρωτικό ισοζύγιό της, που εξαιρεί τα έκτακτα έσοδα και δαπάνες.
Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι καλείται από την Κομισιόν να εξηγήσει γιατί οι πρωτογενείς δαπάνες, μη συμπεριλαμβανομένων των εντόκων πληρωμών, αναμένεται να αυξηθούν 1,9% το επόμενο έτος και όχι να μειωθούν κατά 0,1%. Τη στιγμή που όλοι οι διαμορφωτές πολιτικής της Ε.Ε. αντιλαμβάνονται ότι είναι άκρως αναγκαία η αύξηση των δαπανών προκειμένου να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος ύφεσης στην Ευρωζώνη. Η σύσταση προς τις υπόλοιπες χώρες έχει να κάνει επίσης με αυξανόμενες δαπάνες. Το Ελσίνκι απάντησε χαρακτηριστικά, κάτι που είναι εύκολα αντιληπτό και κατανοητό τοις πάσι, ότι τα μέτρα ήταν προσωρινά και αναγκαία για την τόνωση της απασχόλησης και τη βελτίωση των δημοσιονομικών σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Σε μία περίοδο οικονομικής επιβράδυνσης, που τα μέχρι τώρα άκρως υποστηρικτικά μέτρα της ΕΚΤ δεν αποδίδουν τους αναμενόμενους καρπούς, πώς είναι δυνατόν να μη ληφθούν κάποια δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης από τις κυβερνήσεις; Μία συζήτηση που άνοιξε και στο τελευταίο άτυπο Ecofin του Ελσίνκι τον Σεπτέμβριο, με αναφορά στην ανάγκη χαλάρωσης των κοινοτικών κανονισμών. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική των «δύο μέτρων και σταθμών» μένει βαθιά ριζωμένη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Προσφάτως η Eurostat αναθεώρησε ανοδικά τα στοιχεία για το πλεόνασμα της Γερμανίας στον προϋπολογισμό του 2018, καθώς το Βερολίνο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις, εξακολουθεί να έχει περισσότερα έσοδα από δαπάνες και η Άγκελα Μέρκελ δεν έκανε τίποτα για να διορθώσει το γερμανικό εμπορικό υπερπλεόνασμα. Επικροτεί δε τα οράματα για τη βελτίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, χωρίς όμως να συμβάλει στο να γίνουν πραγματικότητα, δείχνοντας τελικά ότι τα εθνικά συμφέροντα έχουν προβάδισμα από τα ευρωπαϊκά. Κάτι που γνωρίζει πολύ καλά ο Ευρωπαϊκός Νότος και δη η Ελλάδα που συμπιέστηκε κάτω από τα βαριά προγράμματα λιτότητας, τα ενορχηστρωμένα από το Βερολίνο. Αναμφισβήτητα, οι κανόνες πρέπει να τηρούνται γιατί δημιουργούν απόθεμα εμπιστοσύνης. Κάποιες αποκλίσεις, όμως, θεωρούνται ενίοτε αναγκαίες, χωρίς να δημιουργούν «καταστάσεις διαρκείας». Γιατί οι οικονομίες δεν είναι κάτι στατιστικό, προσαρμόζονται ανάλογα με τα διεθνή δεδομένα.