Η μακροοικονομία ήταν ένα από τα θύματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Τα συμβατικά μακροοικονομικά μοντέλα δεν κατάφεραν να προβλέψουν την καταστροφή ή να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις και έτσι δεν μπόρεσαν να δώσουν λύσεις σχετικά με τον τρόπο αποκατάστασης των ζημιών. Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι παραμένουν σε άρνηση επιδιώκοντας την επιστροφή στο «φυσιολογικό» και ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας την κρίση ως απλό διάλειμμα, κάτι που σαν αντίληψη πρέπει να αλλάξει.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Μαρκ Κλιφ*
*Ο Μαρκ Κλιφ είναι οικονομολόγος και επικεφαλής παγκόσμιας έρευνας στον όμιλο ING.
Η μακροοικονομία ήταν ένα από τα θύματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Τα συμβατικά μακροοικονομικά μοντέλα δεν κατάφεραν να προβλέψουν την καταστροφή ή να παράσχουν επαρκείς εξηγήσεις και έτσι δεν μπόρεσαν να δώσουν λύσεις σχετικά με τον τρόπο αποκατάστασης των ζημιών. Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι παραμένουν σε άρνηση επιδιώκοντας την επιστροφή στο «φυσιολογικό» και ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας την κρίση ως απλό διάλειμμα, κάτι που σαν αντίληψη πρέπει να αλλάξει.
Παρά το γεγονός ότι η οικονομική ανάκαμψη έχει εδραιωθεί, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της υποδηλώνουν ότι τα μακροοικονομικά εξακολουθούν να έχουν την επιτακτική ανάγκη για αναμόρφωση. Τρία μαθήματα από την τελευταία δεκαετία ξεχωρίζουν.
Πρώτον, η αντίληψη ότι οι οικονομίες διορθώνουν από μόνες τους, ενώ είναι δελεαστική στις καλές εποχές, είναι αβάσιμη και μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Η ανάκαμψη των τελευταίων ετών έχει δημιουργήσει σε πολλούς μία ψευδαίσθηση ασφάλειας, επειδή ήταν το αποτέλεσμα αντισυμβατικών πολιτικών που υπερέβαιναν την επικρατούσα «γενικά ισορροπημένη» σκέψη.
Επιπλέον, τα προ κρίσης οικονομικά μοντέλα αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις διαταραχές που προκλήθηκαν από τις αναδυόμενες ψηφιακές τεχνολογίες. Η ψηφιακή οικονομία χαρακτηρίζεται από τις αυξανόμενες επιστροφές κερδών, με αποτέλεσμα οι Big Tech εταιρείες να εκμεταλλεύονται ταχέως το διαδίκτυο για να κυριαρχήσουν σε μία αυξανόμενη ποικιλία αγορών. Αυτό έχει επεκτείνει τα υφιστάμενα επιχειρηματικά μοντέλα και έχει μετατρέψει την επιχειρηματική συμπεριφορά με τρόπους που έχουν φέρει σε σημείο τους οικονομολόγους και τους διαμορφωτές πολιτικής να προσπαθούν -και κυρίως να αποτυγχάνουν- να διατηρήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης.
Συνεπώς, η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ακολουθήσει έναν τακτικό κύκλο γύρω από μία σταθερή τάση ανάπτυξης δεν είναι πολύ χρήσιμη πέρα από το πολύ βραχυπρόθεσμο διάστημα. Αντίθετα, οι οικονομικές διαταραχές που βιώνουμε υπογραμμίζουν ένα προφανές γεγονός: το μέλλον είναι θεμελιωδώς αβέβαιο και όλοι οι κίνδυνοι δεν μπορούν να «ποσοτικοποιηθούν».
Ακριβώς για τον λόγο αυτό θα πρέπει να απορρίψουμε την ιδέα που προέκυψε μετά την κρίση ότι ο κόσμος θα επιστρέψει στο «φυσιολογικό». Εν όψει των εξελισσόμενων διαρθρωτικών αλλαγών στη χρηματοδότηση, την τεχνολογία, την κοινωνία και την πολιτική, είναι πολύ περισσότερο χρήσιμο να σκεφτούμε με όρους «νέων παθογενειών», με τις οποίες οι οικονομίες χαρακτηρίζονται από πραγματική ή λανθάνουσα δομική αστάθεια.
Το δεύτερο μάθημα από την κρίση είναι ότι οι προϋπολογισμοί έχουν σημασία. Η χρηματοδότηση της παγκόσμιας οικονομίας αφήνει τις εθνικές οικονομίες ευάλωτες σε μεγάλες διορθώσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες μπορούν να καταστήσουν το χρέος μη εξυπηρετήσιμο. Τα μακροοικονομικά μοντέλα που επικεντρώνονται στις ροές εσόδων και δαπανών αγνοούν τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν αυτά τα αποτελέσματα του πλουτισμού. Ενισχύοντας το πρόβλημα, τα μοντέλα αυτά δεν είναι σε θέση να προβλέψουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, επειδή οι τελευταίες αντανακλούν τις πεποιθήσεις των επενδυτών σχετικά με μελλοντικές αποδόσεις και κινδύνους. Με άλλα λόγια, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι δύσκολο να προβλεφθούν επειδή οι ίδιες είναι προβλέψεις.
Επιπλέον, η εκ νέου δημοσιονομική ρύθμιση μετά την κρίση δεν έχει λύσει κατ’ ανάγκη το πρόβλημα του προϋπολογισμού. Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες μεμονωμένα έχουν γίνει πιο ανθεκτικές εξαιτίας της ανάγκης να αυξήσουν σημαντικά τα κεφάλαιά τους και τη ρευστότητά τους. Όμως τα χρόνια μιας άνευ προηγουμένου νομισματικής χαλάρωσης και μεγάλων αγορών περιουσιακών στοιχείων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων σε όλο το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα με τρόπους που είναι πιο δύσκολο να εντοπισθούν και να προβλεφθούν.
Επιπλέον, η αποφασιστικότητα των πολιτικών για τον περιορισμό της έκθεσης των φορολογουμένων σε περίπτωση χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχει οδηγήσει σε μετατόπιση των κινδύνων στους επενδυτές μέσω της χρήσης εργαλείων όπως τα ομόλογα «διάσωσης». Οι συστημικές συνέπειες αυτών των συνεχιζόμενων κανονιστικών αλλαγών δεν θα είναι σαφείς μέχρι την εμφάνιση της επόμενης ύφεσης.
Υπάρχει επίσης μία αυξανόμενη τάση ότι οι οικονομικοί προϋπολογισμοί δεν είναι οι μοναδικοί που έχουν σημασία. Καθώς η αλλαγή του κλίματος και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος ανεβαίνουν θέσεις στην πολιτική ατζέντα, οι οικονομολόγοι αρχίζουν να εκτιμούν τη σημασία άλλων, λιγότερο ασταθών μορφών κεφαλαίου για βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία. Συγκεκριμένα, πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα την αλληλεπίδραση του παραγόμενου κεφαλαίου, του ανθρώπινου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των δεξιοτήτων και των γνώσεων και του φυσικού κεφαλαίου, το οποίο περιλαμβάνει τους ανανεώσιμους και μη ανανεώσιμους πόρους και το περιβάλλον.
έλος, οι οικονομολόγοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι τα θέματα διανομής έχουν σημασία. Η προσπάθεια να κατηγοριοποιήσουμε την οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών με βάση έναν και μοναδικό «αντιπροσωπευτικό τρόπο», οδηγεί σε κρίσιμες διαφορές στις εμπειρίες και τη συμπεριφορά των ανθρώπων στα διαφορετικά εισοδήματα και περιθώρια ευημερίας.
Το γεγονός ότι οι πλούσιοι επωφελήθηκαν δυσανάλογα από την παγκοσμιοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, για να μην αναφέρουμε τις επιτυχημένες προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να αυξήσουν τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων μετά το 2009, έχει αναμφισβήτητα συγκρατήσει την ανάπτυξη. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η διεύρυνση της ανισότητας έχει μειώσει δραματικά την υποστήριξη των συστημικών πολιτικών προς όφελος των λαϊκιστών και των εθνικιστών, με αποτέλεσμα να διαβρώνεται η προηγούμενη πολιτική συναίνεση που καταστούσε βιώσιμη τη δημοσιονομική ακεραιότητα, την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, το ελεύθερο εμπόριο και τη φιλελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και εργασίας.
Η παγκόσμια αντίδραση κατά του οικονομικού και πολιτικού status quo έχει επίσης στοχεύσει τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αμέσως μετά την κρίση, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βρίσκονταν στη γραμμή πυρός. Όμως ο λαϊκός θυμός έχει μεταμορφωθεί σε γενικό σκεπτικισμό σχετικά με την εταιρική συμπεριφορά, με τους τεχνολογικούς κολοσσούς να υπόκεινται σε εκτενή εξέταση για φερόμενες καταχρήσεις των δεδομένων των χρηστών και για μονοπωλιακή ισχύ.
Θα ήταν πολύ απλοϊκό να βλέπαμε αυτές τις εντάσεις ως αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας προς το 1% της κορυφής. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο υπόλοιπο 99% μεταξύ νικητών και ηττημένων από την παγκοσμιοποίηση. Επιπλέον, η πόλωση στις χώρες έχει ενταθεί καθώς οι λαϊκιστές και οι εθνικιστές κατηγορούν τους αλλοδαπούς για τα εγχώρια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Αυτό συνέβαλε στην ευρύτερη αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς εμπορίου, των επενδύσεων και των φορολογικών κανόνων. Οι αλλαγές στις ρυθμίσεις παγκόσμιας διακυβέρνησης ενδέχεται να διαταράξουν τα επιχειρηματικά μοντέλα, να μετατρέψουν το θεσμικό πλαίσιο και να προσθέσουν ένα νέο επίπεδο αβεβαιότητας στις οικονομικές προοπτικές.
Το επάγγελμα του οικονομολόγου δεν έχει ακόμη συμβιβαστεί με τα πιο σημαντικά διδάγματα της περασμένης δεκαετίας. Και χωρίς μία νέα συναίνεση σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της αβεβαιότητας, ο κόσμος είναι ευάλωτος σε νέες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαταραχές. Δυστυχώς, ίσως χρειαστεί άλλη μία κρίση για να αναγκάσουμε τους οικονομολόγους να εγκαταλείψουν τις ξεπερασμένες αντιλήψεις τους.
Copyright: Project Syndicate, 2019, www.project-syndicate.org