Παρακολούθησα με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τις περισσότερες «ανακρίσεις» των μελλοντικών επιτρόπων της Ευρώπης από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με εξαίρεση την απορριφθείσα Γαλλίδα Σιλβί Γκουλάρ, που θα είχε την ευθύνη της εσωτερικής αγοράς, σχεδόν κανένας από τους υπόλοιπους επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της νέας προέδρου της Επιτροπής, δεν αναφέρθηκε στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, ωσάν να μην υπήρχε. Μόνο η Μάρκεριτ Βεστάγκερ, ήδη επίτροπος Ανταγωνισμού, μίλησε για τα προβλήματα της ενιαίας αγοράς, στο πλαίσιο των καθηκόντων της βέβαια, και επεσήμανε ορισμένες ατέλειες και αδυναμίες που μάλλον δεν απασχολούν την οικονομική Ευρώπη.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Παρακολούθησα με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τις περισσότερες «ανακρίσεις» των μελλοντικών επιτρόπων της Ευρώπης από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με εξαίρεση την απορριφθείσα Γαλλίδα Σιλβί Γκουλάρ, που θα είχε την ευθύνη της εσωτερικής αγοράς, σχεδόν κανένας από τους υπόλοιπους επιτρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της νέας προέδρου της Επιτροπής, δεν αναφέρθηκε στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, ωσάν να μην υπήρχε. Μόνο η Μάρκεριτ Βεστάγκερ, ήδη επίτροπος Ανταγωνισμού, μίλησε για τα προβλήματα της ενιαίας αγοράς, στο πλαίσιο των καθηκόντων της βέβαια, και επεσήμανε ορισμένες ατέλειες και αδυναμίες που μάλλον δεν απασχολούν την οικονομική Ευρώπη.
Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς έτσι είναι ότι η ηγεσία της Ευρώπης ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι πιστεύοντας ότι αυτή είναι μια νέα μόδα. Μια μόδα που κατευνάζει τον έρποντα λαϊκισμό στη γηραιά ήπειρο και «κουκουλώνει» εθνικιστικές και άλλες ταυτοτικές τάσεις. Εικάζουμε συνεπώς ότι πίσω από την απόρριψη της Σιλβί Γκουλάρ για τη θέση της επιτρόπου Ευρωπαϊκής αγοράς υπάρχει και μια γενικότερη εκδήλωση διαφωνίας με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, το κόμμα του οποίου ανήκει στην Ομάδα των Φιλελευθέρων και Δημοκρατών (RE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Ομάδα αυτή, η οποία από 24 έως 26 Οκτωβρίου 2019 συνεδριάζει στην Αθήνα, βγήκε ενισχυμένη στις τελευταίες ευρωεκλογές «επιστρατεύοντας» ψηφοφόρους τόσο από τη Χριστιανοδημοκρατική Κεντροδεξιά όσο και από τους Σοσιαλδημοκράτες. Είναι συνεπώς η τρίτη σε δύναμη φιλοευρωπαϊκή Ομάδα του E.Κ., γεγονός που δεν πολυαρέσει στους δύο παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς που 40 χρόνια τώρα έλυναν και έδεναν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τώρα κατά πόσον οι πρακτικές αυτές και οι αντιλήψεις που τις εκφράζουν αντιπροσωπεύουν τα ευρύτερα συμφέροντα της Ευρώπης και των λαών της, είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο.
Η δε σημασία του κεφαλαίου αυτού αποδεικνύεται στο ότι η νέα πρόεδρος της Επιτροπής (Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) είναι ζήτημα αν μνημόνευσε την ενιαία αγορά μία φορά, όταν παρουσίασε το πρόγραμμά της τον Ιούλιο. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι βασικοί της υποστηρικτές (Γαλλία και Γερμανία) έχουν άλλες προτεραιότητες. Η Γερμανία, με τη μεταποίηση πρώτης γραμμής που διαθέτει αλλά με υστέρηση στον τομέα των υπηρεσιών, ωφελείται από το status quo. Αλλά και η Γαλλία ζητά πιο δραστήρια «βιομηχανική πολιτική’, σύμφωνα με την οποία οι πολιτικοί θα οδηγούν την κρατική χρηματοδότηση και θα παρέχουν προστασία στους ευνοούμενους κλάδους - το απόλυτο αντίθετο της προσέγγισης της ενιαίας αγοράς.
Μια ενιαία αγορά που είναι πλέον ορατό ότι κάποιες δυνάμεις μέσα στην Ε.Ε. δεν θέλουν να δουν να εξελίσσεται και να ολοκληρώνεται, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν περισσότερη Ευρώπη. Παρά τις προσπάθειες έτσι της κυρίας Μ. Βεστάγκερ και κάποιων άλλων, η Ευρώπη επιμένει να εφαρμόζει κανόνες οικοδομής στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας. Το μεγάλο πρόβλημα, έτσι, είναι ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος για προσαρμογή στον νέο παγκόσμιο πλέον καταμερισμό της εργασίας, όπου ήδη τα ευρωπαϊκά ποσοστά συμμετοχής είναι μικρά και μάλλον στάσιμα.
Σε πλήρη αντίθεση, δε, με τα αντίστοιχα αναδυόμενων οικονομιών όπως η Κίνα, η Ινδία και η Μαλαισία για παράδειγμα. Περιττό να τονιστεί βέβαια ότι η πολιτική αυτή, εντελώς στρουθοκαμηλική, σε τελευταία ανάλυση πλήττει και το κύρος του ευρώ ως διεθνούς αποταμιευτικού νομίσματος, σε μια νέα εποχή και για τα νομισματικά πράγματα στον πλανήτη μας.
Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε και την οφθαλμοφανή πλέον αδυναμία της Ε.Ε. να δείξει ότι υπάρχει και στο γεωπολιτικό τοπίο, το μέλλον της γηραιάς ηπείρου προδιαγράφεται μάλλον θαμπό και αβέβαιο. Σίγουρα δε προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλει και το επερχόμενο Brexit, το οποίο αν μη τι άλλο έχει σημειολογικό βάρος.
Η αδυναμία και η έλλειψη ενθουσιασμού απέναντι στην ενιαία αγορά οδηγούν την Ευρώπη σε νέα προβλήματα που κανείς δεν θέλει να αντιμετωπίσει υπεύθυνα.