Σε υψηλή προτεραιότητα θέτουν οι καταναλωτές του μέλλοντος τις υγιεινές επιλογές και την εναλλακτική φυτική διατροφή, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν νέες γεύσεις, στρέφονται στα γρήγορα γεύματα και προβάλλουν τις διατροφικές τους επιλογές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παράλληλα εκφράζουν ενδιαφέρον για τις πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης που ακολουθούν οι εταιρείες παραγωγής. Τις παραπάνω τάσεις που σκιαγραφούν την κατανάλωση τροφίμων την ερχόμενη δεκαετία κατέγραψε σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 10ου συνεδρίου του Ινστιτούτου.
Από την έντυπη έκδοση
Σε υψηλή προτεραιότητα θέτουν οι καταναλωτές του μέλλοντος τις υγιεινές επιλογές και την εναλλακτική φυτική διατροφή, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν νέες γεύσεις, στρέφονται στα γρήγορα γεύματα και προβάλλουν τις διατροφικές τους επιλογές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παράλληλα εκφράζουν ενδιαφέρον για τις πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης που ακολουθούν οι εταιρείες παραγωγής. Τις παραπάνω τάσεις που σκιαγραφούν την κατανάλωση τροφίμων την ερχόμενη δεκαετία κατέγραψε σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 10ου συνεδρίου του Ινστιτούτου.
Πιο αναλυτικά, στο πλαίσιο της πανελλαδικής έρευνας που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο, η πρώτη τάση αφορά τη χορτοφαγία, η οποία αν και περιορισμένη βαίνει αυξανόμενη στην εγχώρια αγορά. Συγκεκριμένα, από την έρευνα προέκυψε ότι μόνο το 6% των συμμετεχόντων δήλωσαν χορτοφάγοι, ωστόσο 6 στους 10 ανέφεραν ότι έχουν αυξήσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για να βελτιώσουν την υγεία τους. Το βασικότερο κανάλι για τις χορτοφαγικές επιλογές αναδεικνύεται, σύμφωνα με την έρευνα, η λαϊκή αγορά με ποσοστό 35%, ενώ τα σούπερ μάρκετ ακολουθούν με 33%.
Εναλλακτικές γεύσεις
Σε ακολουθία ως δεύτερη τάση αναδεικνύεται η στροφή στην εναλλακτική διατροφή, η οποία έχει ως οδηγό τη βελτίωση της υγείας, με τους καταναλωτές να στρέφουν το βλέμμα στις επιλογές που έχουν δημιουργηθεί για να καλύψουν ενδεχόμενες διατροφικές ιδιαιτερότητες όπως δυσανεξία ή αλλεργίες, παρόλο που μπορεί να μην εμφανίζουν κάποια τέτοια ανάγκη. Εδώ το «κλειδί» αφορά το γεγονός ότι τα εναλλακτικά προϊόντα στα μάτια των καταναλωτών εμφανίζονται ως περισσότερο υγιεινές επιλογές. Η τρίτη τάση αφορά τις νέες γευστικές προτάσεις που διατίθενται στην αγορά. Το 71% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δηλώνει ότι του αρέσει να ανακαλύπτει νέες γεύσεις, όταν στην αγορά των ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 67%.
Μάλιστα, σχεδόν 7 στους δέκα εγχώριους καταναλωτές δηλώνουν ότι η ποικιλία είναι βασικός παράγοντας επιλογής σημείου πώλησης τροφίμων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η τέταρτη τάση που εμφανίζεται, ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες, και αφορά τη στροφή της αντικατάστασης του βασικού γεύματος με σνακ. Το «snacking» φαίνεται να διευρύνει πάρα πολύ τη θέση του στις ελληνικές συνήθειες, καθώς το 25% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι αντικαθιστά κύρια γεύματα με snack λόγω έλλειψης χρόνου, με την τακτική αυτή να ακολουθείται κατά 32% από την κατηγορία των millennials. Εξίσου σημαντικό ποσοστό της τάξεως του 29% από το σύνολο των ερωτηθέντων στρέφεται στα σνακ για να καλύψει τις ανάγκες για βραδινό.
Στην πέμπτη θέση της λίστας με τις ανερχόμενες καταναλωτικές τάσεις περιλαμβάνεται η στροφή σε πιο αναγνωρίσιμες υγιεινές επιλογές -με το 32% να επιλέγει μόνο μη γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, ίδιο ποσοστό να επιλέγει πάντα προϊόντα ελληνικής παραγωγής και το 9% να επιλέγει πάντα βιολογικά-, καθώς και η αποφυγή της ζάχαρης, που εστιάζεται κυρίως σε ηλικίες άνω των 35.
Η έκτη τάση αφορά το νέο μοντέλο της «μαγειρικής μέσω κινητού», δηλαδή αναζήτηση συνταγών και συμβουλών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και προβολή της «δημιουργίας» στο δίκτυο. Ενδεικτικό είναι ότι το 40% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι έχει φωτογραφίσει το φαγητό του την ώρα της παρασκευής του καθώς και στην τελική του μορφή με σκοπό να ανεβάσει τη φωτογραφία στα social media.
Και, τέλος, μία ακόμα σημαντική παράμετρος που συνθέτει το προφίλ του καταναλωτή του μέλλοντος αφορά τη βαρύτητα που έχουν αρχίσει να δίνουν οι εγχώριοι καταναλωτές σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, με το 74% των συμμετεχόντων να δηλώνει πιο πιθανό να αγοράσει προϊόντα από εταιρείες με ειλικρίνεια και διαφάνεια στον τρόπο λειτουργίας τους, ενώ το 42% δηλώνει ότι θα έδινε περισσότερα χρήματα για προϊόντα με μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και αντίστοιχο ποσοστό αναφέρει ότι θα διέθετε μεγαλύτερο ποσό για προϊόντα με φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες.