Αποτελεί το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχουν φορτωμένα στους ισολογισμούς τους οι συστημικές τράπεζες (43,5% του συνόλου των δανείων, δηλαδή περίπου 75 δισ. ευρώ, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με πρόσφατη τοποθέτηση Γιάννη Στουρνάρα), την τελευταία νάρκη που συνεχίζει να υπάρχει στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ιδίως μετά τη μεσοπρόθεσμη διαρρύθμιση του ελληνικού δημοσίου χρέους, το καλοκαίρι του 2018 στο Eurogroup «εξόδου από τα μνημόνια» και ήδη μετά την αναγνώριση των προοπτικών του 10ετούς ελληνικού χαρτιού με αποδόσεις κάτω από το 1,5% και με τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου σε αρνητικό έδαφος…
Από τη έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αποτελεί το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχουν φορτωμένα στους ισολογισμούς τους οι συστημικές τράπεζες (43,5% του συνόλου των δανείων, δηλαδή περίπου 75 δισ. ευρώ, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με πρόσφατη τοποθέτηση Γιάννη Στουρνάρα), την τελευταία νάρκη που συνεχίζει να υπάρχει στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ιδίως μετά τη μεσοπρόθεσμη διαρρύθμιση του ελληνικού δημοσίου χρέους, το καλοκαίρι του 2018 στο Eurogroup «εξόδου από τα μνημόνια» και ήδη μετά την αναγνώριση των προοπτικών του 10ετούς ελληνικού χαρτιού με αποδόσεις κάτω από το 1,5% και με τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου σε αρνητικό έδαφος…
Αυτή η αναγνώριση έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο εδώ και χρόνια. Πλην όμως, παρά τη συμφωνία των συστημικών με ΕΚΤ και SSM για μείωση των NPLs σε 35% μέχρι τέλους του 2019 (δηλαδή… αύριο!) και 20% μέχρι τέλους του 2021, εν τέλει λίγα έχουν γίνει. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός περιορισμένα λειτούργησε, παρά τις προσπάθειες και τις προσδοκίες. Οι διαγραφές και πωλήσεις δανείων και η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τα δάνεια -με αντίστοιχη δημιουργία ηρωικών προβλέψεων- βοήθησαν για αποκλιμάκωση, όμως ήδη έχουν φθάσει σε ένα όριο.
Ενώ οι πλειστηριασμοί ως μέσο πίεσης για ξεκοκκίνισμα όσων έχουν τη δυνατότητα αλλά «προτιμούν να δουν τι θα βγάλει το αύριο» σε καμιά φάση/με καμία κυβέρνηση (ας πούμε από το 2012) δεν απέδωσαν. Οι δε διοικήσεις των τραπεζών -τόσο οι «ιστορικές» όσο και τώρα οι μέσω SSM/TΧΣ- εν πολλοίς είδαν την πρόκληση μέρα-με-τη μέρα. (Όσο για την πολιτική τάξη: μήνα-με-τον-μήνα.)
Έτσι, η συζήτηση για τα κόκκινα δάνεια και οι σχετικοί σχεδιασμοί -η πατέντα ΤΧΣ για δημιουργία Σχήματος Προστασίας Ενεργητικού/APS με τιτλοποιημένα SPV βασιζόμενα σε εγγυήσεις για μέρος των περιλαμβανόμενων δανείων, η εκδοχή ΤτΕ για λύση με βάση την Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση /Deferred Tax-DTC- τραβούν σε μήκος, ενώ ο χρόνος εξαντλείται. Δεν είναι μόνο το υπεσχημένο τέλος του 2019, είναι και ο επόμενος γύρος stress tests που δεν αργεί (η ΕΒΑ έχει ήδη ανακοινώσει τις βασικές αρχές του γυμνάσματος 2020, δειγματοληπτικά με τους ισολογισμούς τέλους 2019: η DTC θα ξαναβρεθεί στο κέντρο των συζητήσεων για τα δικά μας).
Ενώ όμως φθάναμε στην τελική ευθεία με την επιλογή APS «τύπου Ιταλίας» -στην οποία είχε ήδη προσανατολισθεί η προηγούμενη κυβέρνηση/εποχή Τσακαλώτου- να προωθείται έπειτα και από συζήτηση με SSM/Ενρία αλλά και (ως φαίνεται) ευλογία ΕΚΤ/Ντράγκι και να εγκρίνεται σχετικά γρήγορα από τις Βρυξέλλες/DGComp, δείχνει να προκύπτει αμφιβολία.
Το Σχέδιο «Ηρακλής», που ταυτίσθηκε με τη διαχείριση της διαπραγμάτευσης με την DGComp από τον Γιώργο Ζαββό (με φόντο την ευρωβουλευτική θητεία του σε εποχές της χρηματοπιστωτικής ωρίμανσης της Ε.Ε., αλλά και τις νομικές υπηρεσίες της Επιτροπής), πήρε την ευλογία των Βρυξελλών έπειτα από εκείνην της Φραγκφούρτης. Τώρα χρειάζεται η νομοθέτηση στοιχείων του, κυρίως όμως (α) η υποδοχή των αγορών και (β) η προσέλευση των τραπεζών.
Για την υποδοχή των αγορών ακούγονται θετικά πράγματα, δηλαδή προδιάθεση να δεχθούν ότι μια χώρα που τα ομόλογά της έχουν αξιολόγηση «Β1»/«Β+»/«ΒΒ-» θα βρεθεί να εγγυάται τμήμα προϊόντος τιτλοποίησης με rating γύρω στο «ΒΒ», πετυχαίνοντας πρόσβαση στην αγορά. Όμως χρειάζεται όλα αυτά τώρα να επιβεβαιωθούν - και η τιμολόγηση να γίνει έτσι, ώστε να προχωρήσουν. Όμως χρειάζεται και οι συστημικές τράπεζες να πεισθούν να προσέλθουν: δεν είναι μόνο το κόστος της (18μηνης;) εγγύησης του Δημοσίου που δείχνει να τις απασχολεί (2%; 2,5%;) -για το ανώτερο/ασφαλέστερο μερίδιο των υπό τιτλοποίηση δανείων- αλλά και η εκτίμησή τους για την τελική επίπτωση στους ισολογισμούς τους. Όλα αυτά, «τώρα».
Απέναντι στον Ηρακλή, που αυτές τις ημέρες (πρέπει να) αποκρυσταλλώνεται, βρίσκονται τα κατά Γ. Στουρνάρα «περισσότερο ολιστικά και συστημικά σχήματα», όπως εκείνο που έχουν επεξεργασθεί οι υπηρεσίες της ΤτΕ. Το τελευταίο είναι βασισμένο στην αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου, που -θυμίζουμε- αποτελεί ουσιαστικό μέρος των εποπτικά δεκτών ως κεφαλαίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Άμα διαβάσει κανείς τον διοικητή της ΤτΕ προσεκτικά -ο ίδιος πάντα εκφράζεται με μεγάλη ακρίβεια-, βλέπει ότι εκείνο που επιδιώκεται με την προσέγγιση ΤτΕ είναι «παράλληλα με την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να αντιμετωπισθεί και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας». Και τούτο «με τρόπους συμβατούς με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της Ε.Ε.».
Ανάλογα με ό,τι έγινε με τον «Ηρακλή», πρέπει να ξεκαθαριστεί ευθέως/επισήμως (α) αν η αξιοποίηση DTC γίνεται δεκτή σε Βρυξέλλες/Φραγκφούρτη και (β) τι θα σημάνει για την κεφαλαιακή δομή των τραπεζών. Σύντομα.