Πολλοί είναι οι εμπλεκόμενοι στο μέτωπο της Συρίας. Ένας από αυτούς, και συγκεκριμένα η Ρωσία, φαίνεται να ωφελείται από τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο και την αντιπαράθεση Ουάσιγκτον- Άγκυρας.
Μέχρι στιγμής, και πέρα από συνήθεις εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός ή αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, η Μόσχα παρατηρεί με εγκράτεια τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία. Στον ανταγωνισμό Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν για τους φυσικούς πόρους στην περιοχή, αλλά και την άσκηση πολιτικής επιρροής, το Κρεμλίνο φαίνεται να διαβλέπει μακροπρόθεσμα ωφέλη. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις των πρωταγωνιστών είναι προκαθορισμένες, αν όχι και προσυμφωνημένες.
«Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουν γίνει συγκεκριμένες συμφωνίες για το τί μπορεί να κάνει ο καθένας και που είναι οι κόκκινες γραμμές, τις οποίες πρέπει να τηρήσει», υποστηρίζει ο Φιοντόρ Λουκγιάνοφ, πολιτικός επιστήμων και αρχισυντάκτης του περιοδικού Russia in Global Affairs. Ο Ρώσος αναλυτής παραδέχεται ωστόσο ότι «συμφωνίες αυτού του είδους έχουν άτυπο χαρακτήρα και δεν αποδεικνύονται με γραπτά κείμενα».
Στήριξη στο καθεστώς Άσαντ
Σύμφωνα με τον Λουκγιάνοφ το Κρεμλίνο ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική με αφετηρία τη στήριξη στον Σύρο ηγέτη Μπασάρ Αλ Άσαντ- σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και με παροχή στρατιωτικής βοήθειας για την πάταξη των ανταρτικών οργανώσεων που αμφισβητούν την κυριαρχία του. Βασικός πυλώνας της ρωσικής στρατηγικής είναι και οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με Τουρκία και Ιράν στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται στο Καζακστάν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, τονίζει ο Ρώσος αναλυτής. «Η συμμαχία τους στηρίζεται στην παραδοχή ότι κανείς από τους τρεις δεν μπορεί να επιτύχει τον στόχο του, εάν δεν συνεργαστούν και οι άλλοι δύο. ΄Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Γι αυτό όλοι είναι καταδικασμένοι να συνεργαστούν», επισημαίνει.
Επιπλέον η Μόσχα έχει οικονομικά συμφέροντα, τα οποία τη συνδέουν με την Άγκυρα. Μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η συμφωνία για την πώληση ρωσικών πυραύλων S 400 στην Τουρκία. Θεωρητικά η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη βόρεια Συρία αντίκειται στα ρωσικά συμφέροντα, καθώς υποσκάπτει την επιρροή του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Ωστόσο η κριτική του Κρεμλίνου παραμένει διακριτική, με τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ να υπενθυμίζει ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας. Σύμφωνα με τη ρωσική ανάγνωση, η ειρήνευση στη Συρία είναι ζήτημα χρόνου και δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο από μία απόπειρα αποσταθεροποίησης. ο ίδιος ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν προειδοποιεί ότι «στη βόρεια Συρία οι Κούρδοι είχαν υπό κράτηση τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, αλλά τώρα εισβάλλει ο τουρκικός στρατός και οι Κούρδοι απομακρύνονται. Αυτό σημαίνει ότι οι ισλαμιστές πάνε όπου θέλουν...»
Ρωσικές αιχμές για ΗΠΑ
Για όλα αυτά η Μόσχα ενοχοποιεί τις ΗΠΑ, οι οποίες, όπως επισημαίνει, αρχικά στήριξαν τους Κούρδους μαχητές, αλλά στη συνέχεια τους γύρισαν την πλάτη αποχωρώντας από τη βόρεια Συρία. Ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ αυτοπροβάλλεται ως διαμεσολαβητής μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. «Θα προσπαθήσουμε να φέρουμε τη Συρία σε επαφή με τις μη τρομοκρατικές οργανώσεις των Κούρδων», επισημαίνει ο ίδιος.
Σε τελική ανάλυση, επισημαίνει ο Ρώσος πολιτικός επιστήμων Φιοντόρ Λουκγιάνοφ, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων θα ωφελούσε τόσο τη Συρία του Άσαντ όσο και τη ρωσική διπλωματία, που θα αναλάμβανε ρόλο διαμεσολαβητή σε μία εποχή αναδιάταξης δυνάμεων και στρατηγικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή.