Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο Νο 39Α που κάνει στάση στην κεντρική πλατεία Bismarckplatz της Χαιδελβέργης και με κατεύθυνση προς τα δυτικά μέσω της Steigerweg και της Meyerhofstraße και μετά από εννιά στάσεις σε ένα πραγματικά μαγευτικό φυσικό τοπίο στο βουνό έφτασα στην είσοδο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒΟ). Εκεί, δηλαδή, όπου χτυπάει η “καρδιά” της Μοριακής Βιολογίας στην Ευρώπη.
ΧΑΪΔΕΛΒΕΡΓΗ
Γράφει: Βάσω Μιχοπούλου
Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο Νο 39Α που κάνει στάση στην κεντρική πλατεία Bismarckplatz της Χαιδελβέργης και με κατεύθυνση προς τα δυτικά μέσω της Steigerweg και της Meyerhofstraße και μετά από εννιά στάσεις σε ένα πραγματικά μαγευτικό φυσικό τοπίο στο βουνό έφτασα στην είσοδο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒΟ). Εκεί, δηλαδή, όπου χτυπάει η “καρδιά” της Μοριακής Βιολογίας στην Ευρώπη.
Είχα ήδη διαβάσει στο περιοδικό Nature πως η ιστορία του ΕΜΒΟ ξεκίνησε κατά την κρίση στην Κούβα το 1962, από μια συνάντηση στη Γενεύη του Ούγγρου πυρηνικού φυσικού Leo Szilard και του αυστριακού επικεφαλής του CERN Victor Weisskopf. Οι δυο τους σκέφτηκαν να ιδρύσουν ένα οργανισμό αντίστοιχο με το CERN, τον Européenne de Recherche Biologique-CERB, για να «παντρέψουν» την πυρηνική φυσική με την μοριακή βιολογία, για να προαγάγουν τα επιστημονικά μερίσματα της Ευρώπης και να κρατήσουν εντός τα ταλέντα της που έφευγαν στην ανταγωνιστική στην επιστήμη Αμερική.
Μάλιστα ο Weisskopf από το CERN προσέγγισε και τον Νομπελίστα John Kendrew από το Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (LMB) στο Κέμπριτζ του Ην. Βασιλείου, ο οποίος διέβλεψε αμέσως την προοπτική του CERB και έγινε ο κύριος υποστηρικτής του. Τον Σεπτέμβριο του 1963, ευρωπαίοι μοριακοί βιολόγοι συναντήθηκαν στο Ραβέλλο της Ιταλίας για να θέσουν τα θεμέλια ενός οργανισμού και ενός εργαστηρίου για την ευρωπαϊκή συνεργατική έρευνα στη μοριακή βιολογία. Και οι δύο προτάσεις εγκρίθηκαν και τον Ιούλιο του 1964 ο EMBO γεννήθηκε επίσημα με την οικονομική υποστήριξη 14 ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσά τους φυσικά και η Ελλάδα. Στόχος του ήταν να προωθήσει την επιστημονική αριστεία στο πεδίο της Μοριακής Βιολογίας.
Σήμερα ο οργανισμός αριθμεί περίπου 1800 ερευνητές-μέλη, από τους οποίους οι 88 είναι Νομπελίστες, με τελευταίο τον Jacques Dubochet που απέσπασε Νόμπελ Χημείας το 2017. Για την επίτευξη των στόχων του ΕΜΒΟ συστάθηκαν δύο επιτροπές. Οι προσπάθειες της μιας εξ’ αυτών οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του φημισμένου Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EMBL). Πολλοί είναι ακόμη αυτοί που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διάκριση μεταξύ EMBO και EMBL και είναι φυσικό. Αυτό που είναι όμως βέβαιο είναι ότι δεν θα υπήρχε το ένα χωρίς το άλλο…
Δύο εργαστήρια, δύο καριέρες και δύο ερευνητικά ζωικά μοντέλα…
Στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου στεγάζεται ο EMBO με περίμενε η γενική διευθύντρια, η Γερμανίδα αναπτυξιακή βιολόγος Maria Leptin, η οποία είναι η πρώτη γυναίκα επιστήμονας στον κόσμο που ανέλαβε διευθυντικά καθήκοντα σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους διεθνείς ερευνητικούς οργανισμούς. Και αυτό σε μια εποχή που οι γυναίκες ερευνήτριες δεν χάνουν ευκαιρία να επισημαίνουν τη φυλετική ανισορροπία στην ποσόστωση που υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων στο χώρο της επιστήμης. «Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχουν τέτοια φαινόμενα, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν βίωσα ποτέ τέτοιου είδους συμπεριφορές και δεν έχω απτά στοιχεία. Εξάλλου εργαζόμουν ήδη στον χώρο πριν αναλάβω τη διεύθυνση τα τελευταία εννέα χρόνια. Εδώ στον ΕΜΒΟ προσπαθούμε να ελαχιστοποιούμε τέτοια φαινόμενα και γενικά δεν έχουμε αρνητικές “εκπλήξεις”», μου λέει λίγο αργότερα καθισμένη στο γραφείο της.
Η Maria Leptin, με βασικές σπουδές στα Μαθηματικά και τη Βιολογία ακολούθησε την επιστήμη γιατί, όπως λέει, απέτυχε να γίνει χορεύτρια που ήταν το αρχικό όνειρό της. Η ίδια αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς εργάζεται ερευνητικά ταυτόχρονα στους τομείς της ανοσολογίας και της αναπτυξιακής βιολογίας, σε δύο εργαστήρια στη Χαϊδελβέργη και στην Κολωνία και με δυο ζωικά πειραματικά μοντέλα. Αρχικά ασχολήθηκε με την ανοσολογία και συνεχίζει να ασχολείται χρησιμοποιώντας ως πειραματικό ζωικό μοντέλο το zebrafish για να κατανοήσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ξενιστή και παθογόνων μικροοργανισμών. Κατά την πορεία της έστρεψε τον ερευνητικό της φακό και στη μελέτη των μονοπατιών που ρυθμίζουν τη διαφοροποίηση των ιστών και τη μορφολογία κατά την ανάπτυξη της μύγας του ξυδιού, τη δροσόφιλα, αλλά γενικά αποθαρρύνει όποιον επιχειρεί να κάνει κάτι ανάλογο, δηλαδή να δουλεύει σε δύο πεδία: «Δεν είναι καθόλου συνετό. Αντιθέτως είναι πολύ στρεσσογόνο. Ευτυχώς έχω μια εξαιρετική ομάδα μέσα στο εργαστήριο μου στο EMBL που με βοηθάει. Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο να ξοδέψω εκεί μέσα», εξομολογείται η ίδια.
Περιήγηση στο Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας
Ο Νομπελίστας John Kendrew ήταν ο πρώτος διευθυντής του EMBL, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του επίσημα τον Ιούλιο του 1974 στη Χαϊδελβέργη. Η ιδρυτική σύμβαση αυτού του ερευνητικού κέντρου αριστείας υπογράφηκε βάσει μιας διακυβερνητικής συνθήκης 9 ευρωπαϊκών χωρών συν του Ισραήλ. Έκτοτε, ο αριθμός των κρατών μελών αυξήθηκε προοδευτικά, με τη Λιθουανία να γίνεται το 27ο μέλος το 2019. Ο τρίτος κατά σειρά διευθυντής και ο μακροβιότερος υπήρξε ο αείμνηστος έλληνας επιστήμονας Φώτης Καφάτος (1993-2205). Η Maria Leptin μιλάει για αυτόν με πολύ σεβασμό, καθώς υπήρξε και προσωπικός της φίλος. Το ίδιο μιλάει και για την Ελλάδα και για τους έλληνες ερευνητές που είναι αρκετοί μέσα στο εργαστήριο: «Είναι εξαιρετικοί οι έλληνες επιστήμονες γιατί διαθέτουν επιστημονική κουλτούρα που δεν είναι τυχαίο. Επίσης οφείλω να πω ότι είναι πολύ υποστηρικτικοί. Ακόμη και σε καιρούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα, ως εταίρος, πάντα ήταν συνεπής ως προς τις οικονομικές τις υποχρεώσεις προς το EMBL. Και αυτό είναι προς τιμή της. Τους το αναγνωρίζω και τους σέβομαι όλους απόλυτα!».
Φέτος ανάμεσα στα 56 νέα μέλη από όλο τον κόσμου που εξελέγησαν από τον ΕΜΒΟ περιλαμβάνεται ακόμη ένας Έλληνας, ο οποίος ανεβάζει τον αριθμό των ελλήνων-εκλεγμένων μελών στους 17. Πρόκειται για τον διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ) του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας στην Κρήτη (ΙΤΕ) και καθηγητή Γενετικής και Γονιδιωματικής του Τμήματος Βιολογίας του Παν. Κρήτης, Γιώργο Γαρίνη, του οποίου η επίσημη τελετή υποδοχής θα γίνει στη Χαϊδελβέργη στις 29-31 Οκτωβρίου.
Γενική διευθύντρια του EMBL και 5η κατά σειρά είναι η Βρετανίδα βιολόγος Edith Heard, η οποία μαθαίνω πως έχει και ελληνίδα μητέρα. Ανέλαβε τα καθήκοντά της τον περασμένο Ιανουάριο, αλλά δυστυχώς την ημέρα επίσκεψής μου στο EMBL απουσίαζε. Ασχολείται με την επιγενετική και την αναπτυξιακή βιολογία και διαθέτει εμπειρία στη βιολογία των χρωμοσωμάτων. Στο EMBL υπάρχουν σήμερα 80 ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες, με περίπου 1700 άτομα, που εργάζονται σε διαφορετικούς τομείς, όπως είναι η κυτταρική βιολογία και βιοφυσική, η αναπτυξιακή βιολογία, η γενετική και η γενωμική, η δομική και η υπολογιστική βιολογία, κ.ά. Εκτός από τη Χαϊδελβέργη λειτουργούν ακόμη πέντε σταθμοί του EMBL, στη Βαρκελώνη, στο Αμβούργο, στη Γκρενόμπλ, στη Ρώμη και στο Χίνξτον της Αγγλίας. Στο EMBL κανείς ερευνητής δεν είναι μόνιμος. Όλοι έρχονται με αξιοκρατικά κριτήρια, εκπαιδεύονται μέχρι πέντε χρόνια και επιστρέφουν στις χώρες τους ή μετακινούνται σε άλλες χώρες για να υποστηρίξουν την επιστήμη.
Έρευνα της ομάδας Leptin
Έξω από το γραφείο της γενικής διευθύντριας του ΕΜΒΟ με περιμένει η μεταδιδακτορική ερευνήτρια Eva Hasel, η οποία έχει αναλάβει τον ρόλο του ξεναγού μέσα στο EMBL και φυσικά και στο εργαστήριο της Leptin, αφού η ίδια ανήκει στην ομάδα της. Περπατώντας στους διαδρόμους του EMBL και μέχρι να φτάσουμε στο εργαστήριο μου εξηγεί πως η ομάδα ερευνά σε δύο άξονες. Ο ένας αφορά τους μηχανισμούς και τις δυνάμεις που καθορίζουν το σχήμα των κυττάρων στη δροσόφιλα και ο άλλος χρησιμοποιεί το zebrafish για να αναλύσει την έμφυτη ανοσολογική σηματοδότηση. Η ίδια εργάζεται πάνω στο δεύτερο. «Παρακολουθούμε τον τρόπο που τα κύτταρα στο δέρμα των ψαριών αντιδρούν σε επικίνδυνα σήματα των παθογόνων παραγόντων που τους επιτίθενται. Διαφορετικές οικογένειες ψαριών αντιδρούν πολύ διαφορετικά σε λοιμώξεις. Χρησιμοποιούμε in vivo φθορίζοντες ουσίες που δημιουργούν φλεγμονές και προηγμένες μεθόδους παρατήρησης, όπως είναι η οπτογενετική για να εκτιμήσουμε τις αποκρίσεις του ανοσοποιητικού σε πραγματικό χρόνο», μου εξηγεί καθώς μου δείχνει την αίθουσα όπου φυλάσσονται τα πειραματόζωα. Σε έναν από τους πάγκους του εργαστηρίου κάθεται ο μεταδιδακτορικός ερευνητής Sourabh BHide. Κατάγεται από την Ινδία, είναι αναπτυξιακός βιολόγος και προσπαθεί να συνδυάσει την βιολογία με τη φυσική για να κατανοήσει τις μορφογενετικές διεργασίες στα έμβρυα δροσόφιλας, μέσω των οποίων τα μονοστρωματικά επιθήλια αναδιπλώνονται σε πολυστρωματικούς ιστούς. Στον ίδιο χώρο η υποψήφια διδάκτορας Denisa Gombalova από τη Σλοβακία επικεντρώνεται στη μελέτη ενός σταδίου της εμβρυογένεσης της δροσόφιλας που ονομάζεται γαστριδιοποίηση, ενώ ο Αργεντινός Juan Manuel Gomez ερευνά το αναπνευστικό σύστημα (τραχεία) της μύγας.
Μπορεί η επιστήμη να λύσει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα;
«Η επιστήμη δεν είναι για να δίνει λύσεις σε προβλήματα, είναι για να ανακαλύπτει μόνο την αλήθεια, παρέχοντας αποδεικτικά στοιχεία σε αυτούς που μπορούν να λύσουν τα προβλήματα. Η επιστήμη δεν είναι θετική ή αρνητική, είναι ουδέτερη. Παρέχει γνώσεις και πληροφόρηση. Η χρήση της για το καλό της ανθρωπότητας ή όχι είναι άλλο ζήτημα που έχει και πολιτικές διαστάσεις», σημειώνει η Leptin, η οποία επιρρίπτει μερίδιο ευθύνης και στα ΜΜΕ για τον τρόπο που παρουσιάζεται σήμερα η επιστήμη και οι επιστήμονες. «Τα μέσα επιλέγουν τις ιστορίες που θέλουν να αναδείξουν και ψάχνουν για «πιασάρικα» θέματα και σαφείς τοποθετήσεις που κάνουν “θόρυβο”. Ένας σοβαρός επιστήμονας δεν θα εκφραστεί ποτέ με βεβαιότητες, δεν υπάρχει βεβαιότητα στην επιστήμη και αυτό πολλές φορές δεν είναι αρεστό. Δεν είναι εύκολο για έναν σοβαρό επιστήμονα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Είναι η ίδια φωνή, στον ίδιο τόνο με τους πολέμιους της επιστήμης», συμπληρώνει η διαπρεπής ερευνήτρια.
Λίγο πριν αποχωρήσω από τον ερευνητικό οργανισμό την ρωτάω ποιο ερευνητικό επίτευγμα θεωρεί πως θα είναι η επόμενη «επανάσταση» στον χώρο της Επιστήμης. «Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Υπάρχουν πολλοί ελπιδοφόροι τομείς σε πολλά πεδία. Τολμώ να προβλέψω όμως ότι θα έχουμε έναν μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό λόγω κλιματικής κρίσης για αυτό και θεωρώ ότι θα μας απασχολήσει πολύ. Ήδη μας απασχολεί. Στην έρευνα για το περιβάλλον λοιπόν, πρέπει να ενώσουμε όλοι τις δυνάμεις μας».