Τελικά, όλα δείχνουν ότι η ύφεση που παρουσιάζει σήμερα η Γερμανία πέτυχε αυτό που επί πολλά χρόνια προσπαθούσε να κατορθώσει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. Η νομισματική πολιτική έκανε και πάλι το «θαύμα» της, ανοίγοντας τις κάνουλες για την απελευθέρωση νέου χρήματος στις διατραπεζικές αγορές της Ευρωζώνης, όμως γίνεται πλέον περισσότερο από φανερό ότι από μόνο του αυτό δεν αρκεί, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τελικά, όλα δείχνουν ότι η ύφεση που παρουσιάζει σήμερα η Γερμανία πέτυχε αυτό που επί πολλά χρόνια προσπαθούσε να κατορθώσει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. Η νομισματική πολιτική έκανε και πάλι το «θαύμα» της, ανοίγοντας τις κάνουλες για την απελευθέρωση νέου χρήματος στις διατραπεζικές αγορές της Ευρωζώνης, όμως γίνεται πλέον περισσότερο από φανερό ότι από μόνο του αυτό δεν αρκεί. Επανειλημμένως, ο Ντράγκι είχε ζητήσει τη συμβολή των κυβερνήσεων και δη αυτών με ισχυρό δημοσιονομικό χώρο. Η Γερμανία έριξε τους τόνους το τελευταίο διάστημα, υποσχόμενη φορολογικές μειώσεις, η Ολλανδία εμφανίστηκε πρόθυμη να προχωρήσει σε περισσότερες επενδύσεις, ενώ το άτυπο Ecofin στο Ελσίνκι άνοιξε την πολυαναμενόμενη συζήτηση για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων.
Όλα αυτά δείχνουν ότι πράγματι κάτι κινείται στον «πυρήνα» της Ευρωζώνης. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς έκανε πριν από έναν μήνα νύξεις ότι το Βερολίνο θα δαπανήσει 50 δισ. ευρώ σε περίπτωση κρίσης, εναποθέτοντας, για πρώτη φορά, στο τραπέζι μία σειρά από πιθανά μέτρα στήριξης. Προχθές, η ολλανδική κυβέρνηση παρουσίασε έναν επεκτατικό προϋπολογισμό, που μεταξύ άλλων προβλέπει την παροχή 350 εκατ. ευρώ για στέγη και σχέδιο για τη σύσταση μακροπρόθεσμου επενδυτικού ταμείου. Αναμφισβήτητα, πίσω από τις κινήσεις αυτές βρίσκεται η επιβραδυνόμενη οικονομία της Ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα των εμπορικών πολέμων και της επιδείνωσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Συνεπώς, οι δημοσιονομικές κινήσεις είναι ευπρόσδεκτες. Όμως, τα φαινόμενα απατούν. Ο Σολτς δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι η Γερμανία δεν έχει καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την πολιτική του «μηδενικού ελλείμματος», γεγονός που σημαίνει ότι το όποιο μέτρο στήριξης θα έρθει μετά την ύφεση και όχι πριν από αυτήν.
Από την άλλη πλευρά, το Άμστερνταμ εξακολουθεί να επιδιώκει μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα για το επόμενο έτος και η σύσταση επενδυτικού ταμείου στην Ολλανδία θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί. Όσο για την Ε.Ε., η άτυπη συνάντηση του Ecofin στο Ελσίνκι ανέδειξε τις μεγάλες διαφορές που εξακολουθούν να υπάρχουν ως προς την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται να αναθεωρηθούν άμεσα. Συνεπώς, η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να επαφίεται στη νομισματική πολιτική της τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Όμως και εδώ τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα, καθώς η τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ έδειξε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες των μεγάλων χωρών, όπως Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία, αντιτίθενται στο σχέδιο Ντράγκι για επαναλειτουργία του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Το θέμα είναι η όποια κινητοποίηση από τις κυβερνήσεις να μη γίνει όταν θα έχουμε πλέον μπει για τα καλά σε ύφεση.