Από τα σύννεφα έπεσαν όλα τα μέσα με τη δημοσίευση της έκθεσης της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), που μέσω της βαθμολογίας των μαθητών από την ΣΤ Δημοτικού μέχρι και τη Γ Λυκείου, αποτύπωσε αυτό που όλοι γνωρίζουμε, αλλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε: Τα παιδιά μας κουράζονται πολύ χωρίς καλό αποτέλεσμα. Κι όμως το γράφαμε, για μία ακόμα φορά, την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή την έναρξη των σχολείων.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
[email protected]
Από τα σύννεφα έπεσαν όλα τα μέσα με τη δημοσίευση της έκθεσης της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), που μέσω της βαθμολογίας των μαθητών από την ΣΤ' Δημοτικού μέχρι και τη Γ' Λυκείου, αποτύπωσε αυτό που όλοι γνωρίζουμε, αλλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε: Τα παιδιά μας κουράζονται πολύ χωρίς καλό αποτέλεσμα. Κι όμως το γράφαμε, για μία ακόμα φορά, την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Η μελέτη έγινε με βάση τα βαθμολογικά στοιχεία από το πρόγραμμα My School που επιτρέπει να γίνονται μελέτες στο σύνολο των βαθμολογιών όλων των μαθητών της χώρας και όχι σε αντιπροσωπευτικό δείγμα. Οι βαθμοί που μελετήθηκαν είναι οι τελικοί βαθμοί σε κάθε μάθημα που σημαίνει ότι εμπεριέχεται η προφορική βαθμολογία και ο βαθμός του γραπτού, όπου υπάρχει γραπτή εξέταση.
Τα στοιχεία είναι όντως εντυπωσιακά, παρότι οι ερευνητές δεν είχαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν μια φουρνιά παιδιών από τη ΣΤ΄ Δημοτικού μέχρι τη Γ΄ Λυκείου, αφού δεν έχουμε διαθέσιμα στοιχεία τόσων ετών. Στα Μαθηματικά της ΣΤ΄ Δημοτικού η επικρατούσα τιμή, δηλαδή ο βαθμός που μπαίνει πιο συχνά από όλους, είναι το 10. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην Α΄ Γυμνασίου, η επικρατούσα τιμή είναι το 10, με μία βασική διαφορά: Στο Δημοτικό το άριστα είναι το 10 ενώ στο Γυμνάσιο το άριστα είναι το 20. Ο μέσος όρος από 9.14 στα 10 γίνεται 14.74 στα είκοσι. Προφανώς το παιχνίδι με τα μαθηματικά έχει χαθεί από το Δημοτικό. Τα παιδιά φτάνουν στο Γυμνάσιο έχοντας σε μεγάλο ποσοστό προβλήματα με τα Μαθηματικά, αφού πολλά παιδιά δεν ξέρουν ούτε την προπαίδεια. Από εκεί και πέρα πολύ λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν, γιατί όταν δεν υπάρχουν θεμέλια δεν μπορείς να χτίσεις τίποτα στέρεο.
Το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Οι δάσκαλοι πρέπει να γνωρίζουν και Μαθηματικά και Γλώσσα. Αυτό καθιέρωσε το 2013 ο κ. Αρβανιτόπουλος. Για την εισαγωγή στα Παιδαγωγικά τμήματα απαιτούνταν η εξέταση στην Ιστορία για τους Θετικούς υποψηφίους και στα Μαθηματικά για τους Θεωρητικούς υποψηφίους. Ο κ. Γαβρόγλου το κατάργησε με το επιχείρημα να γίνουν πιο ελκυστικά τα Παιδαγωγικά, γιατί οι βάσεις τους είχαν πέσει πολύ χαμηλά. Καταργώντας αυτήν την εξέταση αύξησε τη ζήτηση (αφού πια δεν χρειαζόταν εξέταση σε επιπλέον μάθημα) και ανέβηκαν οι βάσεις των Παιδαγωγικών. Με μία βασική διαφορά: Το πρόβλημα δεν λύθηκε και ούτε θα λυθεί ποτέ γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το λύσει.
Τα προβλήματα εντείνονται σε κάθε μετάβαση από τη μία βαθμίδα στην άλλη. Η επόμενη μετάβαση είναι από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, όπου έχουμε νέα πτώση στις βαθμολογίες. Εδώ τα Μαθηματικά χωρίζονται σε δύο κλάδους την Άλγεβρα και τη Γεωμετρία. Ο μέσος όρος πέφτει στο 12,77 για την Άλγεβρα και 12,3 για τη Γεωμετρία, με επικρατούσα τιμή το 9,5. Στη Β΄ Λυκείου ο μέσος όρος της Άλγεβρας είναι 12,55 και της Γεωμετρίας 11,84. Η μεγάλη διαφορά είναι στην επικρατούσα τιμή, τη συχνότερη βαθμολογία που είναι 20 στην Άλγεβρα και 9,5 στη Γεωμετρία. Αυτό γίνεται γιατί οι μαθητές (δυστυχώς και αρκετοί καθηγητές) πιστεύουν ότι δεν τους χρειάζεται η Γεωμετρία, με το επιχείρημα ότι δεν εξετάζεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, με αποτέλεσμα να μη διαβάζουν Γεωμετρία αλλά μόνο Άλγεβρα, καθώς τα παιδιά διαβάζουν μόνο ότι πιστεύουν ότι θα τους χρειαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Έτσι στο διάγραμμα με του βαθμούς βλέπουμε ότι υπάρχουν περίπου 1.800 αριστούχοι στην Άλγεβρα ενώ στη Γεωμετρία περίπου 1200.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι επειδή στους βαθμούς εμπεριέχονται και οι προφορικοί, όπου δεν μετράει μόνο η απόδοση (όπως στα γραπτά), αλλά και η συμμετοχή, το ενδιαφέρον και η εργατικότητα γι’ αυτό οι βαθμοί είναι υψηλότεροι από τις γνώσεις των μαθητών. Έτσι στη σύγκριση με τα αποτελέσματα του PISA, που επιχειρούν οι συγγραφείς της μελέτης, οι βαθμοί των μαθητών μας έχουν μέσο όρο 14,4 ενώ στην PISA βρίσκονται κάτω από τη βάση. Φυσικά μετράνε και άλλοι παράγοντες, όπως ότι οι μαθητές μας δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους θέματα.
Μετά έρχονται οι Πανελλαδικές Εξετάσεις και τα αποτελέσματα είναι πολύ άσχημα. Στις Θετικές Σπουδές το 46,59% των υποψηφίων έγραψε κάτω από 10 και στις σπουδές Οικονομίας και Πληροφορικής το 73,96% έγραψε κάτω από 10. Να σημειώσουμε ότι αυτές οι επιδόσεις ήταν οι καλύτερες της τελευταίας τριετίας. Δεν έτυχε λοιπόν, αλλά πέτυχε.
Τα άσχημα αποτελέσματα των Πανελλαδικών χτίζονται από το Δημοτικό. Η λύση μόνο από εκεί μπορεί να έρθει και όχι, φυσικά, με τη βάση του 10. Το χειρότερο όλων είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι τα παιδιά μας κουράζονται τρέχοντας όλη μέρα από το σχολείο στο φροντιστήριο για να μάθουν από μαθηματικά μέχρι χορό, μουσική και να κάνουν γυμναστική και τελικά δεν μαθαίνουν, απλά κουράζονται. Το μαθησιακό αποτέλεσμα είναι πολύ λίγο για τόσο κόπο που καταβάλλουν. Τους τρώμε την εφηβεία χωρίς αποτέλεσμα.