Μετά την πρώτη επαφή της νέας κυβέρνησης με το σύστημα των Βρυξελλών -αναφερόμαστε στο Euro Working Group, που «έδωσε» έστω σε επίπεδο «αξιωματούχου της Ευρωζώνης» την προσδοκία δημοσιονομικού χώρου μέσω της δυνατότητας αξιοποίησης των επιστροφών από ANFAs και SMPs για επενδυτικούς σκοπούς-, μετά και τη σειρά τοποθετήσεων του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ -από τις οποίες κυρίως έμεινε πίσω η προσδοκία σταδιακής/πρόσθετης φορολογικής ελάφρυνσης, με τη λογική «μερίσματος της επιτυχίας», σε περίπτωση υπεραπόδοσης στο σκέλος των εσόδων- η κυρίως πορεία μας οδηγεί στο αυριανό (13/9) Eurogroup, αλλά και στη βαθμιαία κατάρτιση του Προϋπολογισμού 2020, γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μετά την πρώτη επαφή της νέας κυβέρνησης με το σύστημα των Βρυξελλών -αναφερόμαστε στο Euro Working Group, που «έδωσε» έστω σε επίπεδο «αξιωματούχου της Ευρωζώνης» την προσδοκία δημοσιονομικού χώρου μέσω της δυνατότητας αξιοποίησης των επιστροφών από ANFAs και SMPs για επενδυτικούς σκοπούς-, μετά και τη σειρά τοποθετήσεων του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ -από τις οποίες κυρίως έμεινε πίσω η προσδοκία σταδιακής/πρόσθετης φορολογικής ελάφρυνσης, με τη λογική «μερίσματος της επιτυχίας», σε περίπτωση υπεραπόδοσης στο σκέλος των εσόδων- η κυρίως πορεία μας οδηγεί στο αυριανό (13/9) Eurogroup, αλλά και στη βαθμιαία κατάρτιση του Προϋπολογισμού 2020.
Η παρουσία Μητσοτάκη άφησε πίσω μιαν αίσθηση προσεκτικής προσέγγισης. Η δημιουργία πλέγματος φορολογικών ελαφρύνσεων συνειδητά επεξηγήθηκε ως αναστροφή υπερφορολόγησης, πάντως διατήρησε όλες τις προηγηθείσες κινήσεις ελάφρυνσης: πρώτιστη η διατήρηση του αφορολογήτου, όμως με επιπλέον μείωση του εισαγωγικού συντελεστή από 22% σε 9% μέχρι τις 10.000 ευρώ (συν 1.000 ευρώ πρόσθετο αφορολόγητο ανά παιδί) - όμως… με παράλληλη υποχρέωση παρουσίασης πρόσθετων ηλεκτρονικών συναλλαγών για το εισόδημα από 6.500 μέχρι τα σημερινά 8.636 ευρώ. Δεν δόθηκε μιντιακά έμφαση, όμως σαφής ήταν η προειδοποίηση για αυστηροποίηση της φορολογικής συμμόρφωσης στα χαμηλά κλιμάκια…
Δίπλα σ’ αυτήν την κίνηση ξαναείδαμε το πλέγμα φορολογικών πρωτοβουλιών που «αγκαλιάζουν» το ακίνητο -3ετής αναβολή του ΦΠΑ στα νεόδμητα, αντίστοιχη αναβολή του φόρου υπεραξίας στη μεταβίβαση ακινήτων, 40% φορολογική έκπτωση στις δαπάνες ανακαίνισης κτηρίων-, καθώς και εκείνων που αφορούν την υποχώρηση (από το 28% στο 24%) του φόρου εταιρειών καθώς και (από 10% σε 5%) του φόρου μερισμάτων. Αυτά τα βήματα είναι η λογική της αναπτυξιακής ένεσης. Διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αρνήθηκε τις παρατηρήσεις ότι υφεσιακά σύννεφα βρίσκονται πίσω από την Ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία, αν και στοιχημάτισε ότι η ελληνική περίπτωση «θα αποτελέσει ευχάριστη έκπληξη». Συνεπώς, πέρα από την πολιτική πτυχή της αλλαγής μίγματος με μείωση των φόρων, προκύπτει κατ’ αυτόν και ανάγκη αντισταθμιστικής τόνωσης μέσα από τη δημοσιονομική διαχείριση: πρόσθετο «επιχείρημα ανάγκης» στη φαρέτρα Χρ. Σταϊκούρα στο Eurogoup ώστε να αρχίσει -έστω!- η πορεία προς μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ας σημειωθεί εδώ ότι αν κανείς αθροίσει την υπέρβαση των στόχων στη δημοσιονομική διαχείριση Ιουλίου-Αυγούστου (κοντά στα 400 εκατ. ευρώ) με την προσδοκώμενη αποδοχή εκ μέρους των εταίρων της διάθεσης των επιστροφών κερδών από ANFAs/SMPs (γύρω στο 0,6% του ΑΕΠ για το 2020: ναι μεν θα είναι «για επενδυτικούς στόχους», αλλά ο Προϋπολογισμός ενιαίος είναι…), δημιουργείται μια βάση για τους σχεδιασμούς Σταϊκούρα. Δεν θα πάψει να αποτελεί ανήφορο η πορεία -γι’ αυτό άλλωστε δίνεται προς τα έξω η εικόνα σταδιακής μόνον ανακίνησης του θέματος των πρωτογενών πλεονασμάτων, με ενδιάμεσους σταθμούς «γνωριμίας» το αίτημα προς Eurogroup της πρόωρης αποπληρωμής των ακριβών δανείων ΔΝΤ και με διεξοδική παρουσίαση της βελτιωμένης αποδοχής των ελληνικών χαρτιών από τις αγορές-, όμως μια πορεία είναι…
Αμήχανη η μεταστροφή της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το «θα στηρίξουμε κάθε σοβαρή διεκδίκηση» μείωσης πρωτογενών πλεονασμάτων στις καταγγελίες για καθυστέρηση. Επειδή πάντως τις πολιτικά φορτισμένες ημέρες τα στοιχεία/τα νούμερα τείνουν να υποφέρουν, θα ακολουθήσουμε λίγο τη σύσταση φίλου της στήλης να σταθούμε λίγο περισσότερο στις συνιστώσες του ρυθμού ανάπτυξης με βάση τον οποίο γίνεται -ούτως ή άλλως- αυτόν τον καιρό η συζήτηση. Θυμίζουμε: το β’ 3μηνο «έγραψε» 1,9% (σε σύγκριση με πέρσι), επιτυγχάνοντας βελτίωση σε σχέση με το α’ 3μηνο, πλην όμως αφήνοντας ένα α’ 6μηνο συνολικά στο 1,5% (Η ΕΛΣΤΑΤ μείωσε σε 1,1% από 1,3% την εκτίμηση για το α’ 3μηνο.)
Πιο ενδιαφέρον έχει όμως να δει κανείς τι είναι εκείνο που έδωσε αυτήν την επίδοση. Λοιπόν: η τελική καταναλωτική δαπάνη σημείωσε αύξηση 1,2%, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 5,4% (κατά 4% οι εξαγωγές αγαθών, ταχύτερα -κατά 6,9%- οι εξαγωγές υπηρεσιών), οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, όμως, πήγαν πίσω κατά 5,8%... Ακόμη πιο λεπτομερειακά, η διαμόρφωση της καταναλωτικής δαπάνης οφείλεται βασικά στη δημόσια δαπάνη, καθώς η δαπάνη των νοικοκυριών στο β’ 3μηνο πήγε πίσω (-0,7%), ενώ οι φορείς του Δημοσίου είναι που τροφοδότησαν τη ζήτηση. Προεκλογική και η καταναλωτική ανάσχεση των νοικοκυριών (αβεβαιότητα;), προεκλογική και η επιτάχυνση καταναλωτικής δαπάνης του Δημοσίου (παραδοσιακό αντανακλαστικό: μιλάμε για μισθούς/επιδόματα), άρα πόσο υγιής η ισορροπία; Όσο για το μετέωρο βήμα των επενδύσεων, ας σταθούμε στο ότι η αντίστοιχη περίοδος της περσινής χρονιάς ήταν ευκαιριακά αυξημένη (μέσα μεταφοράς-πλοία).