Ένα χρόνο μετά την τυπική έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης και δύο μήνες από την εκλογή νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο δεν μπορεί παρά να αισιοδοξεί για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Οι βελτιώσεις κι η αλλαγή κλίματος είναι ορατές κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Αποτελούν ενδείξεις που υπόσχονται μια διατηρήσιμη πορεία επιστροφής στην κανονικότητα.
Του Κωνσταντίνου Μαραγκού*
Ένα χρόνο μετά την τυπική έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης και δύο μήνες από την εκλογή νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο δεν μπορεί παρά να αισιοδοξεί για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Οι βελτιώσεις κι η αλλαγή κλίματος είναι ορατές κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Αποτελούν ενδείξεις που υπόσχονται μια διατηρήσιμη πορεία επιστροφής στην κανονικότητα.
Ωστόσο, η πορεία αυτή θα διαρκέσει σε χρόνο και θα είναι δύσκολη, καθότι η χώρα θα κληθεί να κερδίσει σε πολλά μέτωπα, προκειμένου να εξασφαλίσει πιο δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε ένα περιβάλλον παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Η περίοδος που διανύουμε προσφέρεται για ανάλογες επιδόσεις, δεδομένου ότι ήδη από 1η Σεπτεμβρίου καταργήθηκαν πλήρως τα capital controls, οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων καταγράφουν διεθνώς τη μεγαλύτερη πτώση, φθάνοντας την περασμένη εβδομάδα στο ιστορικό χαμηλό του 1,55%, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος σημείωσε σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- αύξηση στις 108,4 μονάδες, από 105,3 τον Ιούλιο και 101,0 τον Ιούνιο, που αποτελεί και την καλύτερη επίδοση της τελευταίας 12ετίας.
Πρόκειται για επιδόσεις με τις οποίες η Ελλάδα κερδίζει την εμπιστοσύνη των ξένων αγορών και των ισχυρών οικονομιών, όπως της Γερμανίας, με την οποία, εξάλλου, οι διμερείς σχέσεις παραμένουν πολύ ισχυρές, έχοντας μακρά ιστορία.
Ένα ωστόσο είναι αναμφισβήτητο: Ελλάδα και Γερμανία οικοδομούν ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, με συνέχεια και συνέπεια.
Αυτό φάνηκε και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στο Βερολίνο, όπου η Γερμανίδα καγκελάριος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις επενδύσεις, ενώ αναφερόμενη στην ελληνική οικονομία αναγνώρισε ότι έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος, ότι το κλίμα βελτιώθηκε αισθητά κι ότι η ώθηση που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν σημαντική. Επέμεινε, δε, ιδιαίτερα στο γεγονός ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών.
Είναι βέβαιο λοιπόν ότι, τα πεδία συνεργασίας των δύο χωρών προδιαγράφονται δυναμικά: Ήδη οι επιστήμες υγείας, η βιομηχανία, η ενέργεια, η φαρμακευτική αγορά και η εκπαίδευση, αποτελούν δοκιμασμένους πυλώνες και ισχυρή βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών.
Πρόκειται για τομείς στους οποίους η Γερμανία επενδύει παραδοσιακά, ενώ τοποθετήθηκε με νέα κεφάλαια και κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης που αντιμετώπισε η Ελλάδα. Τα στοιχεία του 2017 δείχνουν για παράδειγμα ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις επένδυσαν στην ελληνική οικονομία περί τα 4,2 δισ. ευρώ, απασχόλησαν άμεσα και έμμεσα 27.000 εργαζόμενους, ενώ ο συνολικός τους τζίρος ξεπέρασε τα 8 δισ. ευρώ.
Μετά, δε, τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ δίνεται μια νέα ώθηση στο διμερή επενδυτικό δεσμό, αλλά και πεδίο δράσης για το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, καθώς οι τομείς οι οποίοι συζητήθηκαν για επενδύσεις εκ μέρους της Γερμανίας στην Ελλάδα, δηλαδή, η πράσινη οικονομία, και ειδικότερα οι ΑΠΕ, η Διαχείριση Απορριμμάτων, η Ηλεκτροκίνηση δεν είναι άγνωστοι
για το Επιμελητήριο. Την τελευταία δεκαετία ο φορέας ενεργοποιήθηκε μέσω εκδηλώσεων, συμμετοχών σε εξειδικευμένες εκθέσεις, επιχειρηματικών αποστολών, στην Ελλάδα και στη Γερμανία, ώστε να μεταφέρει την υπάρχουσα τεχνογνωσία των γερμανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Στην τριετία που προηγήθηκε, τόσο στον τομέα της ενέργειας, όσο όμως και σε άλλους βασικούς για την Ελληνική οικονομία κλάδους, υποστηρίχθηκαν 900 B2B συναντήσεις μεταξύ ενδιαφερόμενων ελληνικών και γερμανικών επιχειρήσεων.
Εκτός των αναγγελθέντων επενδυτικών πρωτοβουλιών η καγκελάριος και ο πρωθυπουργός αποφάσισαν την ανάπτυξη συνεργασίας όσον αφορά την τεχνική εκπαίδευση, τομέα με τον οποίο το Επιμελητήριο έχει ενεργοποιηθεί τα τελευταία τρία χρόνια, υιοθετώντας το γερμανικό μοντέλο, το οποίο φέρνει στην Ελλάδα την τεχνική κατάρτιση μέσω 3ετων προγραμμάτων στο χώρο του τουρισμού και των τεχνικών επαγγελμάτων. Η απορρόφηση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας ξεπερνά το 90%. Άλλωστε η σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της επιχειρηματικότητας είναι το μοντέλο, στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη και επιτυχία της γερμανικής οικονομίας. Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, αναγνωρίζοντας το ενδιαφέρον Γερμανών επενδυτών για την ελληνική αγορά, στηρίζει ενεργά μέσα από τις δράσεις του κάθε πρωτοβουλία τοποθέτησης κεφαλαίων στην εγχώρια οικονομία, ενώ, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως πύλη εξωστρέφειας για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα.