Η προετοιμασία των παραγωγικών φορέων για τη φετινή, 84η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης συμπίπτει χρονικά με τη δημοσίευση, εκ μέρους του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, της έρευνας αποτύπωσης της οικονομικής συγκυρίας.
Η έρευνα εξέπληξε ακόμη κι όσους ασχολούνται εκ του σύνεγγυς και επί χρόνια με τα θέματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Το σημαντικότερο εύρημα (με κίνδυνο να υποβαθμίσουμε πολλές άλλες άκρως ενδιαφέρουσες απαντήσεις) από την εξαμηνιαία έρευνα που διεξάγεται σε συνεργασία με την εταιρεία Marc, αφορά τις προσδοκίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά στις έρευνες κλίματος τόσο ο γενικός δείκτης για την οικονομική κατάσταση το επόμενο εξάμηνο όσο και οι επιμέρους δείκτες προσδοκιών (για τη ζήτηση, τις παραγγελίες, την απασχόληση, κ.ά.) υπερτερούν έναντι των δεικτών επιδείνωσης. Εν συντομία, παρατηρείται μια αντιστροφή του κλίματος «μειωμένων προσδοκιών» των προηγούμενων ετών.
Του Γιώργου Καββαθά*
Η προετοιμασία των παραγωγικών φορέων για τη φετινή, 84η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης συμπίπτει χρονικά με τη δημοσίευση, εκ μέρους του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, της έρευνας αποτύπωσης της οικονομικής συγκυρίας.
Η έρευνα εξέπληξε ακόμη κι όσους ασχολούνται εκ του σύνεγγυς και επί χρόνια με τα θέματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Το σημαντικότερο εύρημα (με κίνδυνο να υποβαθμίσουμε πολλές άλλες άκρως ενδιαφέρουσες απαντήσεις) από την εξαμηνιαία έρευνα που διεξάγεται σε συνεργασία με την εταιρεία Marc, αφορά τις προσδοκίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά στις έρευνες κλίματος τόσο ο γενικός δείκτης για την οικονομική κατάσταση το επόμενο εξάμηνο όσο και οι επιμέρους δείκτες προσδοκιών (για τη ζήτηση, τις παραγγελίες, την απασχόληση, κ.ά.) υπερτερούν έναντι των δεικτών επιδείνωσης. Εν συντομία, παρατηρείται μια αντιστροφή του κλίματος «μειωμένων προσδοκιών» των προηγούμενων ετών.
Όσο εύκολα διακρίνεται η μεταβολή στις προσδοκίες, τόσο δύσκολα απαντιέται το πιο κρίσιμο ερώτημα της σημερινής συγκυρίας. Είναι το ερώτημα των πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα κρίνει εάν την έξοδο από τα μνημόνια του Αυγούστου του 2018 θα ακολουθήσει ένας κύκλος σταθερής, δυναμικής και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας: αυτές οι προσδοκίες θα ευοδωθούν ή θα επαναληφθεί ένα φαινόμενο που έχουμε βιώσει ξανά στο παρελθόν με την απότομη προσγείωση να ακολουθεί την έκρηξη των προσδοκιών;
Χρέος της ΓΣΕΒΕΕ είναι να περιγράψει σε αδρές γραμμές έστω εκείνους τους όρους που θα επιτρέψουν την εκπλήρωση των προσδοκιών. Επιλεκτικά λοιπόν:
Πρώτον, δημιουργία ακατάσχετου λογαριασμού. Σε ερώτηση που θέσαμε στο πλαίσιο της έρευνας η οποία διεξήχθη τον Ιούλιο του 2019 για το ποσοστό του τζίρου που πραγματοποιούν οι επαγγελματίες μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, προέκυψε ότι το 28% διεξάγεται μέσω των δυνατοτήτων που προσφέρουν τα νέα μέσα πληρωμής. Στην αντίστοιχη ερώτηση που θέσαμε τον Ιούλιο του 2018, ο μέσος όρος του τζίρου ανερχόταν στο 36%. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υποχώρηση κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται στον κίνδυνο κατασχέσεων από την εφορία. Αν επομένως η δημόσια διοίκηση δεν θέλει να δει τον Ιούλιο του 2020 ο μέσος τζίρος να πέφτει στο 20%, πρέπει άμεσα να καθιερώσει έναν ακατάσχετο λογαριασμό ανά επιχείρηση!
Δεύτερον, λειτουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Η δυσμενής θέση στην οποία εξακολουθούν να βρίσκονται οι συστημικές τράπεζες υποχρεώνει τους διαμορφωτές αποφάσεων να λειτουργήσουν όσο το δυνατό συντομότερα την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Το πρόβλημα της χρηματοδότησης έχει εξελιχθεί σε κορυφαίο εμπόδιο για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν ούτε τις εγγυήσεις ούτε τα εκατομμύρια ευρώ των εσόδων στον ισολογισμό τους, που θα επέτρεπαν με ασφάλεια στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια. Αν πρωταρχικός στόχος της Αναπτυξιακής Τράπεζας είναι η χρηματοδότηση των επενδύσεων, εξίσου σημαντικό καθήκον είναι η παροχή καθοδηγητικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών οργάνωσης και ανάπτυξης προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Τρίτον, μείωση της φορολογίας. Τα μέτρα που ήδη ψήφισε η νέα κυβέρνηση για τη μείωση της φορολογίας κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν αρκούν! Η ΓΣΕΒΕΕ έχει κατ’ επανάληψη προτείνει τη σταδιακή μείωση και κατάργηση του φόρου επιτηδεύματος, καθιέρωση αφορολόγητου ποσού για έσοδα από επαγγελματική δραστηριότητα ώστε να υπάρχει ισότιμη μεταχείριση των φορολογουμένων, αύξηση του μέγιστου κύκλου εργασιών για τους μη υπόχρεους υποβολής ΦΠΑ. Πάγιο αίτημά μας επίσης είναι η μείωση της «φορολογικής σφήνας», δηλαδή της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας που ισούται με τη διαφορά ανάμεσα στον καθαρό μισθό και στο κόστος της επιχείρησης, η οποία κατ’ ελάχιστον ανέρχεται στο 40% του συνολικού κόστους εργασίας.
Τέταρτον, προτιμησιακό δικαίωμα του δανειολήπτη. Η αυστηροποίηση των κριτηρίων προστασίας της πρώτης κατοικίας, με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, καθιστά επιτακτική ανάγκη τη δυνατότητα εξαγοράς ή άμεσης επαναγοράς από τον δανειολήπτη του δανείου που έχει μεταπωληθεί σε κερδοσκοπικά κεφάλαια, σε αντίστοιχες τιμές. Σε αυτή την τιμή θα μπορούσε να προστεθεί μια μικρή επιπρόσθετη εισφορά που να απαλείφει τον λεγόμενο ηθικό κίνδυνο. Είναι ένα μέτρο που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Επίσης, δικαίωμα υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις πρέπει να διατηρούν πρώην επαγγελματίες συνταξιούχοι που δεν είναι πλέον επιχειρηματίες, αλλά έχουν πάρει δάνειο και στα χρόνια της κρίσης διέκοψαν την επιχειρηματική τους δράση.
Το 2019 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας. Με το βλέμμα στο μέλλον, ευχή όλων μας είναι αυτή η χρονιά να αποτελέσει το έτος εκκίνησης μιας μακράς περιόδου άνθησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, που θα αφήσει πίσω τις χρόνιες παθογένειες του παρελθόντος. Στη διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή.