Απόψεις
Κυριακή, 08 Σεπτεμβρίου 2019 12:10

Η Ανορθόδοξη Οικονομία (Μέρος 2ο)

Ρύθμιση των χρηματοοικονομικών εργαλείων και της κυκλοφορίας τους: δεν σημαίνει να “πάρουμε” τη χρηματοοικονομική ως “κύριο αντίπαλο”. Κάθε χώρα έχει ανάγκη τη χρηματοοικονομική για να χρηματοδοτήσει την οικονομία της. Ρύθμιση της χρηματοοικονομικής σφαίρας: απαλλαγή από τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, συμπεριφορές που προκάλεσαν τη Μεγάλη Κρίση, γράφουν Κ. Ζοπουνίδης και Μαρ. Εσκαντάρ.

Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,
Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France

Μαριάννας Εσκαντάρ, MBA
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης

La Deconnomie, Jacques Genereux, Editions du Seuil, 2018, Quand l’empire de la betise surpasse celui de l’argent

Μας διοικούν οι αγορές, οι πλούσιοι ή η “ανοησία”;

Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει στην tρίτη υπόθεση: “το σύστημα είναι μηδενικό αλλά κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει”. Να θυμηθούμε και το σύνθημα της Margaret Thatcher “There is no alternative”. Κανείς πλέον δεν σκέφτεται να αλλάξει το πλαίσιο, αλλά μόνο την προσαρμογή του σε αυτό. Έτσι από το 1990, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένων και των πνευματικών ελίτ) υιοθέτησε χωρίς αντίσταση την ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας εμποδίζει τις κυβερνήσεις να οδηγήσουν την πολιτική που θα ήθελαν. Τελικά η ιστορία του συστήματος αυτού, μας διδάσκει ότι οι ίδιες οι πολιτικές οργάνωσαν και θεσμοθέτησαν τη δύναμη των διεθνών αγορών και την αδυναμία των εθνικών βουλευτών.

Τα κράτη ευνόησαν τη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία η οποία τονώθηκε και τροφοδοτήθηκε με ρευστότητα από τις νομισματικές τους πολιτικές. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφάσισαν μάλιστα ρητώς να εμπιστευθούν στους κερδοσκόπους τη φροντίδα να επιβλέπουν τα δημόσια οικονομικά, με στόχο να τιμωρήσουν τα κράτη που απομακρύνονται από τους κοινούς κανόνες και την προϋπολογιστική αυστηρότητα. Συνοψίζοντας, με μια οικονομία παγκόσμια αλλά με νόμους που παραμένουν εθνικοί, η ρύθμιση της οικονομίας από την πολιτική δεν είναι πλέον πιθανή: είναι οι νόμοι της παγκόσμιας αγοράς που κατευθύνουν την πολιτική δράση. Στη δεκαετία 1980-1990, έγινε ριζικός μετασχηματισμός του οικονομικού μας συστήματος: το πέρασμα από μια διοικητική οικονομία σε ένα καπιταλισμό μετόχων..

Συμφωνά με το συγγραφέα, σε μία χώρα πλήρως κυρίαρχη, χρειάζονται μερικές ώρες ή μέρες για να περιοριστεί η δύναμη του χρήματος και να ενδυναμωθεί αυτή των πολιτών. Προτείνει μερικά “ελάχιστα κλειδιά” αλλά αρκετά για να ανοίξει το δρόμο για μια εμπεριστατωμένη αλλαγή. Δεν είναι μια “επανάσταση”, αλλά απλά μια εφαρμογή μερικών δημοκρατικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων.

Για παράδειγμα, περιορισμός του ανταγωνισμού δεν είναι υποχρεωτικά “κλείσιμο των συνόρων” για να ζήσουμε με αυτάρκεια. Αντίθετα, είναι ο δίκαιος ανταγωνισμός που λαμβάνει χώρα με την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών. Ακόμη, είναι η έρευνα της “καλής ανταλλαγής” μεταξύ των κρατών, με στόχο το αμοιβαίο κέρδος και την ισορροπία των εμπορικών σχέσεων.

Οριοθετώντας το ποσοστό κέρδους των μετόχων, δεν “δολοφονούμε την ελεύθερη επιχείρηση”: αντίθετα, ελευθερώνουμε την επιχείρηση από μια μη βιώσιμη νόρμα χρηματοοικονομικής αποδοτικότητας (15%-20%). Ακόμη, γίνεται ελάφρυνση του κόστους κεφαλαίου για την επιχείρηση και ξαναδίνεται η εξουσία στους αληθινούς επιχειρηματίες. Αυτούς  που εργάζονται, δημιουργούν, καινοτομούν, παράγουν κάτι χρήσιμο, αλλά βρίσκονται συχνά υπό περιοριστικούς όρους από παράγοντες άπληστους για αποδόσεις και τη μετοχική αξία.

Ρύθμιση των χρηματοοικονομικών εργαλείων και της κυκλοφορίας τους: δεν σημαίνει να “πάρουμε” τη χρηματοοικονομική ως “κύριο αντίπαλο”. Κάθε χώρα έχει ανάγκη τη χρηματοοικονομική για να χρηματοδοτήσει την οικονομία της. Ρύθμιση της χρηματοοικονομικής σφαίρας: απαλλαγή από τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, συμπεριφορές που προκάλεσαν τη Μεγάλη Κρίση. Ακόμη, με θετικό πρόσημο: προώθηση της πίστωσης και των επενδύσεων για την ικανοποίηση θεμελιωδών ανθρώπινων αναγκών, την αναζήτηση και τις γνώσεις, προς τις ανανεώσιμες ενέργειες και εγκαθίδρυση ενός συστήματος πίστωσης ακινήτων δίκαιο και βέβαιο.

Τελικά, ποιο είναι το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών να υποστηρίζουν πολιτικές που βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση; Ποιο πλεονέκτημα βρίσκουν οι οικονομολόγοι να τους περάσουν για τσαρλατάνους η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Ποιο κέρδος έχουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από πολιτικές που τις καταδικάζουν να χάσουν εκλογές και να ανοίξουν το δρόμο στην άκρα δεξιά.

Γέννηση της ανορθόδοξης πολιτικής

Από το τέλος του 19ου αιώνα, η οικονομική επιστήμη βρέθηκε να κυριαρχείται από το νέο “νεοκλασικό” παράδειγμα το οποίο την απομάκρυνε από τα πραγματικά μακροοικονομικά προβλήματα όπως, μεγέθυνση, κρίση, ανεργία, κατανομή του πλούτου,… και την κατεύθυνε σε μια αφηρημένη μοντελοποίηση ατομικών συμπεριφορών και ανταλλαγών στις ανταγωνιστικές αγορές. Στη νέα αυτή θεώρηση και διδασκαλία της οικονομίας, το σπουδαιότερο ήταν να κατανοήσεις τις ορθολογικές επιλογές ενός καταναλωτή και ενός επιχειρηματία. Τρία χαρακτηριστικά παρατηρούνται:

  • Η γενική ισορροπία ήταν ο κανόνας και η ανισορροπία μια περαστική εξαίρεση.
  • Δεν μπορούσε να υπάρχει ούτε διαρκής ανεργία ούτε γενική υπερπαραγωγή, διότι κάθε απόκλιση από την ισορροπία διορθωνόταν από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης που προσάρμοζε τις τιμές των αγαθών, της εργασίας και του κεφαλαίου μέχρι ότου να επανέλθει η ισορροπία.
  • Δεν μπορούσε να συμβεί οικονομική επιβράδυνση από μια χρηματοοικονομική κρίση, διότι στο μοντέλο αυτό το χρήμα και τα άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία δεν είχαν κανένα ρόλο και συνέπεια στην πραγματική οικονομία.

Εν συντομία, το κυριαρχούμενο οικονομικό μοντέλο που διδάσκεται στις ελίτ από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν τελείως αναχρονιστικό: συγκεντρωνόταν στην υποθετική μελέτη μιας μικροοικονομικής μελέτης, τη στιγμή που η επέκταση, η διεθνοποίηση και η αστάθεια του καπιταλισμού προωθούσε συζητήσεις για τις ανισορροπίες και τα μακροοικονομικά προβλήματα (διακυμάνσεις της δραστηριότητας, κατανομή κερδών, κρίσεις υπερπαραγωγής, διεθνές νομισματικό σύστημα).

Για τον Keynes, σε μια πραγματική οικονομία, κανένας επενδυτής δεν μπορεί να υπολογίσει το πιθανό ποσοστό απόδοσης μιας επένδυσης σε ένα ορίζοντα 10-20 ετών. Στην περίπτωση αυτή αντιμετωπίζει μια θεμελιώδη αβεβαιότητα και όχι ένα υπολογισμένο ρίσκο (Knight, Risk, Uncertainty and Profit, 1921).

Το κύκλωμα της εθνικής οικονομίας είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προτείνουν οι νεοκλασικοί. Η ζήτηση των προϊόντων δημιουργεί την προσφορά, η οποία στη συνέχεια δημιουργεί την απασχόληση. Οι προβλέψεις της ζήτησης των αγαθών προσδιορίζουν τον όγκο παραγωγής και αυτός ο τελευταίος καθορίζει τον αναγκαίο όγκο εργασίας για την παραγωγή την οποία οι επιχειρήσεις πιστεύουν ότι είναι ικανές να θέσουν σε πώληση. Σε ένα τέτοιο  πλαίσιο, εάν το κράτος δεν επέμβει για να υποστηρίζει τη ζήτηση και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον, η ύφεση θα εμβαθυνθεί.

Παραλογισμός των σύγχρονων πολιτικών απέναντι στις κρίσεις

Ο συγγραφέας τονίζει το σημαντικό ρόλο που παίζει η μακροοικονομία στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Πολλοί οικονομολόγοι εμπνευσμένοι από τον Keynes κατάφεραν να δώσουν μεγαλύτερη κατανόηση στη μακροοικονομία και τις κρίσεις (R. Mundell, M. Fleming, H. Minsky, M. Lavoie, P. Krugman, J. Stiglitz). Μεταξύ άλλων δόθηκε πιο διεξοδική κατανόηση:

  • Στη λειτουργία των μακροοικονομικών πολιτικών σε μια οικονομία ανοικτή στις εμπορικές συναλλαγές και στις κινήσεις κεφαλαίων.
  • Στις αναγκαίες συνθήκες της καλής λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης (τύπου ευρώ) ή διεθνούς νομισματικού συστήματος.
  • Στην πτώχευση των μοντέλων γενικής ισορροπίας υπό συνθήκες αβεβαιότητας, ατέλειας ή ασυμμετρίας της πληροφορίας
  • Στο ρόλο των χρηματοοικονομικών εργαλείων, του χρέους και της κερδοσκοπίας σε μια πραγματική οικονομία.
  • Στο ρόλο των “αυτόματων σταθεροποιητών”, δηλαδή στο γεγονός ότι με την απουσία κάθε διακριτικής παρέμβασης της κυβέρνησης για να σταματήσει μια ύφεση ή να μετριάσει μια επέκταση, η αυτόματη μεταβολή των φόρων και των κοινωνικών δαπανών υποστηρίζει τη ζήτηση, σε φάση ύφεσης και τη φρενάρει σε φάση επέκτασης.

Ο συγγραφέας αναφέρει στη συνέχεια τα μέτρα που ελήφθησαν στην ευρωζώνη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης 2007-2009 και που στηρίχθηκαν κυρίως σε πολιτικές λιτότητας.

Μερικά αποτελέσματα:

  • Μείωση ΑΕΠ -5% στην Ευρωζώνη.
  • Αύξηση του δημόσιου χρέους (2007-2015):
  • Ευρωζώνη (19 χώρες): από 64,9% σε 90,7%
  • Ισπανία: από 35,5% σε 99,2%
  • Πορτογαλία: από 68,4% σε 129%
  • Ιταλία: από 99,8% σε 132,7%
  • Ελλάδα: από 103,1% σε 176,9%
  • 3.5 εκατ. φτωχοί περισσότεροι την περίοδο 2008-2011.

Δέκα χρόνια μετά την αρχή της κρίσης, τα ευρωπαϊκά κράτη που πραγματικά εφάρμοσαν πολιτικές λιτότητας, δεν έχουν ακόμη ξαναβρεί το επίπεδο ζωής από το 2007. Ο συγγραφέας αναρωτιέται που είναι η επιτυχία; Είναι μια καταστροφή.

Ο συγγραφέας καταλήγει σε τέσσερις βασικές πηγές του προβλήματος που τις είχε θέσει και στα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου.

  1.  Η μεγάλη εξουσία των μάνατζερ και των ιδιοκτητών του κεφαλαίου μέσα στις μεγάλες επιχειρήσεις (απελευθέρωση της χρηματοοικονομικής).
  2. Μη δίκαια κατανομή του εισοδήματος σε βάρος ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων.
  3. Συνεχή χρήση του χρέους ιδιωτικού ή δημόσιου για την αντιστάθμιση της ανεπάρκειας των εισοδημάτων που προέρχονται από την εργασία (στιγμιαία διατήρηση της αναγκαίας μεγέθυνσης για τον καπιταλισμό, αλλά καταλήγει στην αφερεγγυότητα των οφειλετών).
  4. Η απορρύθμιση της πίστωσης και των κερδοσκοπικών χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδέονται μεταξύ τους για να διατηρήσουν μια μεγέθυνση σε μεγάλο μέρος απατηλή, διότι χρηματοδοτείται από πιστώσεις που βασίζονται στον “άνεμο”. Η πίστωση “εκτρέφει” κρίσεις σε διάφορες αγορές (ακινήτων, χρεογράφων, πρώτων υλών,)

Τέλος ο συγγραφέας προτείνει:

  1. “Καθαρισμός” του επιπλέον του χρέους με τον πιο δίκαιο τρόπο και το λιγότερο κοστοβόρο για τη χώρα.
  2. Ανάληψη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων  με στόχο την αποφυγή ενός νέου κύκλου υπερδανεισμού, δηλαδή μεταρρυθμίσεων της χρηματοοικονομικής, της εξουσίας του μάνατζμεντ των μεγάλων επιχειρήσεων, μείωση των ανισοτήτων μέσα στην κατανομή των εισοδημάτων, επαναπροσδιορισμός των κανόνων του διεθνούς εμπορίου,… αλλαγή του συστήματος.

Όλο αυτό αποτελεί ένα “τεράστιο πολιτικό εργοτάξιο” μέσο-μακροπρόθεσμο, ένα “ευαίσθητο” εργοτάξιο που θα πραγματοποιηθεί ευκολότερα, όσο γρηγορότερα αποκατασταθεί η χρήση και σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.