Ο συγγραφέας ξεκινάει κάπως δυναμικά την ανάλυσή του: “ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι μια πρόκληση. Πώς να χαρακτηρίσεις ένα μάνατζμεντ που “σκοτώνει” τους ανθρώπους, μια οικονομική επιστήμη που είναι τελείως λάθος, μια βιομηχανία που δηλητηριάζει τον αέρα, τις πολιτικές αντί-κρίση που επιδεινώνουν τις κρίσεις;”(;), γράφουν οι Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης και Μαριάννα Εσκαντάρ.
Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,
Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France
Μαριάννας Εσκαντάρ, MBA
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering του Πολυτεχνείου Κρήτης
La Deconnomie, Jacques Genereux, Editions du Seuil, 2018, Quand l’empire de la betise surpasse celui de l’argent
Ο συγγραφέας ξεκινάει κάπως δυναμικά την ανάλυσή του: “ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι μια πρόκληση. Πώς να χαρακτηρίσεις ένα μάνατζμεντ που “σκοτώνει” τους ανθρώπους, μια οικονομική επιστήμη που είναι τελείως λάθος, μια βιομηχανία που δηλητηριάζει τον αέρα, τις πολιτικές αντί-κρίση που επιδεινώνουν τις κρίσεις;”;
Βεβαίως, η εξουσία του κεφαλαίου διατηρεί αυτές τις “τρέλες”, αλλά δεν τα εξηγεί όλα. Βασιλεύει η “ηλιθιότητα”. Ο κύριος στόχος αυτού του βιβλίου είναι: η διάγνωση, η εξήγηση και η καταπολέμηση αυτής της τεράστιας κατάρρευσης του χρέους. Είναι ένα εγχειρίδιο εκπαίδευσης των πολιτών, ένα εργαλείο να μάθουμε την οικονομία διαφορετικά.
Ο συγγραφέας προσπαθεί μέσα από εννέα κεφάλαια να εξηγήσει τον όρο “deconnomie”[1] ως ακολουθεί.
Λόγω του μεγάλου όγκου του βιβλίου η ανάλυση θα χωρισθεί σε τρία μέση, ανά τρία κεφάλαια.
Ορισμός, ΑΟ της αγοράς και των μετοχών
“Μας διοικούν τυφλοί. Τυφλού πριν την κρίση: Δεν την είδαν να έρχεται, ενώ ήταν αναπόφευκτη. Τυφλοί κατά τη διάρκεια της κρίσης: την επιδείνωσαν αντί να την καταπολεμήσουν. Τυφλοί μετά, διατηρούν τις συνθήκες μιας προσεχούς χρηματοοικονομικής κρίσης, χωρίς αμφιβολία πιο δραματικής ακόμη από την προηγούμενη”.
Επιπλέον, δεν είναι αρκετό να χαρακτηρίσουμε ολικά το σύστημα μας. Πράγματι, υπάρχουν διάφορες μορφές του καπιταλισμού (εμπορικός, οικογενειακός, κρατικός, διοικητικός). Η μορφή που επιβάλλει την κυριαρχία της μέσα στις παλιές βιομηχανικές χώρες από το 1980 και μετά, λέγεται “χρηματοοικονομικός καπιταλισμός” ή “καπιταλισμός των μετόχων”. Πρόκειται για ένα σύστημα μέσα στο οποίο η κατάργηση των εθνικών οικονομικών συνόρων και η απορρύθμιση της χρηματοοικονομικής προσφέρουν στους μετόχους τη δύναμη να απαιτήσουν ένα ποσοστό απόδοσης (κόστος κεφαλαίου για την επιχείρηση) μη βιώσιμο τόσο για την οικονομία, τους εργαζόμενους και τη δημοκρατία.
Μέσα σε σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, οι φοιτητές διδάσκονται ότι η οικονομική επιστήμη μελετά τον τρόπο που τα άτομα χρησιμοποιούν τους περιορισμένους πόρους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Διδάσκονται την ορθολογική συμπεριφορά, δηλαδή την αποτελεσματική χρήση των περιορισμένων πόρων, τη δίκαιη κατανομή των αποκτηθέντων αποτελεσμάτων της παραγωγής και, για το τέλος, η αυτόματη σταθεροποίηση της οικονομίας στην περίπτωση ενός καταστροφικού σοκ.
Η ΑΟ της αγοράς εκφράζεται με ένα μοντέλο που εγκαθιστά τις μαγικές αρετές της και είναι καθαρά αφηρημένο. Δεν αναζητεί να κατανοήσει τον κόσμο όπως είναι, αλλά να περιγράψει αυτόν όπως θα έπρεπε να είναι για να “συμμορφωθεί” με το ιδεώδες προσδιορισμένο από τη θεωρία. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν προέρχεται προφανώς από μια οικονομική επιστήμη, αλλά μάλλον από μια ιδεολογία της αγοράς, και από μια “θρησκεία” της αγοράς.
Καπιταλισμός, Επιχείρηση
“Ένα σύστημα κυριαρχούμενο και σχεδιασμένο για το συμφέρον των καπιταλιστών με στόχο τη συσσώρευση πάντα του κεφαλαίου.” Η εξουσία του κεφαλαίου που είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό θεωρείται συχνά όμοια με την ιδιωτική ιδιοκτησία της επιχείρησης. Για να έχει έννοια ο όρος αυτός, πρέπει να γνωστοποιηθεί επίσημα η ιδέα ότι ο τελικός στόχος και η μηχανή του συστήματος αυτού είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου από άτομα (μέτοχοι και μάνατζερ) οι οποίοι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν στους άλλους (εργαζόμενοι, προμηθευτές, πελάτες, κράτος,…) τις αναγκαίες συνθήκες ως προς αυτή τη συσσώρευση. Όπως ο κρατισμός ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική διαμόρφωση που εγκαθιστά την κυριαρχία μιας ειδικής ομάδας, ο καπιταλισμός (υπό την αυστηρή έννοια) είναι μια κατάχρηση εξουσίας. Ωστόσο διακρίνεται από το γεγονός ότι η κατάχρηση αυτή είναι νομικά κατοχυρωμένη από το δίκαιο των εμπορικών επιχειρήσεων. Πράγματι, το δίκαιο διατηρεί μια σύγχυση πραγματικότητας μεταξύ της “επιχείρησης” και ένωσης φορέων παροχής κεφαλαίων. Βεβαίως, η επιχείρηση έχει ανάγκη ιδίων κεφαλαίων και πιστώσεων. Αλλά η παραγωγή απαιτεί αρχικά εργασία, δηλαδή ενέργεια, χρόνο και αρμοδιότητα εργαζομένων και επιχειρηματιών. Η παραγωγή μιας επιχείρησης δεν είναι προφανώς το προϊόν μόνο των κεφαλαίων των μετοχών (shareholders). Είναι επίσης το κοινό προϊόν και αδιαίτερο πολλών συμμετεχόντων (stakeholders), εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, φορείς κεφαλαίων, κράτος, τοπικές κοινότητες, οι οποίοι προμηθεύουν κοινά αγαθά αναγκαία σε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, από μια άποψη οικονομική, οι μέτοχοι δεν είναι ιδιοκτήτες του συλλογικού προϊόντος. Είναι ιδιοκτήτες μόνο των κεφαλαίων που επενδύονται στην επιχείρηση. Έτσι το δίκαιο των εταιρειών υιοθετεί μια άποψη ανορθόδοξης οικονομίας: δίνει πλήρη εξουσία στη διοίκηση αυτού του συλλογικού προϊόντος μόνο στους κατέχοντες των κεφαλαίων και, με τον τρόπο αυτό, τους παραχωρεί την ιδιοκτησία. Πρέπει να γίνει υπενθύμιση ότι κάπως έτσι ο καπιταλισμός εισήλθε στην ιστορία, δηλαδή μια είσοδος “άγρια” αλλά νόμιμη.
Σήμερα βρισκόμαστε στο χρηματοοικονομικό καπιταλισμό ή των μετόχων. Πως αυτοί οι τελευταίοι πήραν την εξουσία; Στην πραγματικότητα δεν την “πήραν”. Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις των ετών 1980-1990 τους την έδωσαν – οικειοθελώς ή όχι – εντείνοντας τον ελεύθερο διεθνή ανταγωνισμό των προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Για το συγγραφέα ο οποίος προέρχεται από την αριστερά και ήταν ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες του οικονομικού προγράμματος του υποψηφίου προέδρου της Γαλλίας Ζαν-Λυκ Μελανσόν, πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε ένα αίνιγμα: γιατί η μεταρρύθμιση ενός τέτοιου συστήματος δεν είναι στην ατζέντα των περισσοτέρων κυβερνήσεων;
Προτείνει τέσσερις υποθέσεις:
Το κέρδος εναντίον στις παραγωγικές επενδύσεις
Το κέρδος είναι η τιμή του κινδύνου που οι περισσότεροι από τους άλλους παράγοντες δεν θέλουν να διατρέξουν. Το κέρδος χρηματοδοτεί την επένδυση (περιθώριο αυτοχρηματοδότησης), η οποία με τη σειρά της υποστηρίζει τη μεγέθυνση και την απασχόληση. Αυτή η ανάλυση του κέρδους είναι χωρίς αμφιβολία αρκετά κοντά στην πραγματικότητα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, δηλαδή τις μικρομεσαίες οι οποίες δεν έχουν να υποστούν τις απαιτήσεις των μετόχων. Υπενθυμίζουμε ότι το κλειδί της δύναμης των μετόχων είναι: εάν η απόδοση του κεφαλαίου (χρηματοοικονομική αποδοτικότητα), δεν είναι στο ύψος των απαιτήσεων, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου μπορούν πάντοτε, να μεταφέρουν τα χρήματα τους σε άλλες επενδύσεις και/ή σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Ο καπιταλισμός των μετοχών, για να “ταΐσουν” βραχυπρόθεσμα τη χρηματοοικονομική ράντα, κακομεταχειρίζεται τους άλλους συμμετέχοντες στην παραγωγή (εργαζόμενοι και κράτος), των οποίων η συνεργασία προϋποθέτει ωστόσο, τη μακροπρόθεσμη ευημερία των επιχειρήσεων. Δημιουργείται ένα μοντέλο αντιοικονομικής διαχείρισης, επιδεινώνει τις ανισότητες και προκαλεί συνεχόμενες κρίσεις, με βάση τις οποίες η ιστορία μας διδάσκει ότι επέρχονται πολιτικές καταστροφές.
Συμπερασματικά, ο καπιταλισμός βρίσκει μέσα στον υπερδανεισμό και την κερδοσκοπία προσωρινές θεραπείες στις δημιουργημένες αντιφάσεις της παραγωγικής σφαίρας. Όταν οι επιχειρηματίες , οι εργαζόμενοι και οι δημόσιες υπηρεσίες χρησιμοποιούν μέχρι εξαντλήσεως την ικανότητά τους να δημιουργούν αξία για να αποζημιώσουν τους μετόχους, μπορούν ακόμη να ανταποκριθούν παίρνοντας δάνεια και πληρώνοντας τόκους στις τράπεζες. Αυτή η διαδικασία είναι χωρίς τέλος και οδηγεί στην καταστροφή. Όσο η καθαρή λύση δεν προωθείται (εξισορρόπηση των δυνάμεων και της δίκαιας μοιρασιάς ανάμεσα στους συμμετέχοντες) ή αγνοείται από τις κυβερνήσεις, υπάρχει μια παράλογη και μη βιώσιμη πρόταση: αύξηση της δόσης του δηλητηρίου (η πίστωση), η οποία σημαίνει καθυστέρηση του θανάτου του αρρώστου σπρώχνοντας τον, αλλά όσο πιο αργά γίνεται.
Ο συγγραφέας αναρωτιέται. Τι γίνεται; Γιατί τίποτα δεν αλλάζει; Το αίνιγμα του θα συγκεντρωθεί γύρω από την ερώτηση: αυτοκρατορία του χρήματος ή αυτοκρατορία της “βλακείας”.
[1] Deconnomie προέρχεται βασικά από το ρήμα deconner που σημαίνει “κάνω βλακείες”, “ανοησίες”, δεν λειτουργώ σωστά, δεν συμφωνώ. Στη συνέχεια θα αποδώσουμε τον όρο όσο πιο επιστημονικά γίνεται ως “ανορθόδοξη οικονομία”.